Εκτός από το ότι και τα τρία έργα σηματοδοτούν χαρακτηριστικές φάσεις της πεζογραφίας του Νόλλα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας, ένα ακόμα στοιχείο συνδέει τούς τρεις τίτλους: τα γυναικεία πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις σελίδες τους και καλούνται τώρα να συστεγάσουν τις τύχες τους σε μια κοινή έκδοση.
Φωτεινή μαγική: είναι η ιστορία των εσωτερικών συγκρούσεων μιας οικογένειας. Η ατμόσφαιρα θανάτου με την οποία κλείνει το βιβλίο εισάγει στη σύνθεση μια διάσταση μαγικού ρεαλισμού ή ποιητικού νεοσυμβολισμού, που φωτίζει υποβλητικά τα πάθη (εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά) μιας γυναίκας που έρχεται στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και καλείται να αντιμετωπίσει τα συνοφρυωμένα μούτρα των γηγενών - αν και σίγουρα όχι μόνον αυτά.
Ναυαγίων πλάσματα: Εδώ ο Νόλλας θα καταπιαστεί με το καυτό ζήτημα της μετανάστευσης όχι πλέον από την πρώην κομμουνιστική, αλλά από την παγκόσμια Ανατολή. Τόπος της δράσης, ένα ελληνικό νησί στο οποίο καραβοτσακίζεται η αγνώστου προελεύσεως Ασμάτ. Η Ασμάτ είναι μια αρχετυπική ξένη (το όνομά της κουδουνίζει κάτι για την αραβική της καταγωγή), που θα βρεθεί σύντομα νεκρή στη μέση του πουθενά.
Η αδυναμία του ξένου να επιζήσει σ’ έναν φύσει επιθετικό και εχθρικό τόπο δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τη συρρίκνωση του αισθήματος αλληλεγγύης που έχει επέλθει στην κοινωνία της υποδοχής του. Εκείνο που κάνει ο συγγραφέας είναι να τονίσει in absentia την αδήριτη ανάγκη του (αν και οι πολλαπλές οπτικές του γωνίες υπογραμμίζουν την πολυφωνία τους).
Με τη Ματούλα Μυλλέρου: Πάροικος και παρεπίδημος, ο Νόλλας στρέφεται στην απώτερη ελληνική ιστορία - ξεκινάει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνει λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967, επιμένοντας περισσότερο στον Εθνικό Διχασμό και στις άμεσες συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Αυτή τη φορά ο συγγραφέας μένει μακριά από τα προβλήματα ή από τις δυσχέρειες των δύο προηγούμενων βιβλίων (από τον διδακτισμό με τον οποίο περιβάλλεται εν κατακλείδι η Ασμάτ ή από την ομηρική Νέκυια με την οποία δεν καταφέρνει να συνδεθεί η Φωτεινή μαγική), με αποτέλεσμα να στήσει ένα δαιμόνιο παιχνίδι μεταξύ Ιστορίας και λογοτεχνίας. Με ένα νεύμα, όπως και στη Φωτεινή μαγική, προς το υπερβατικό και το φανταστικό, δίχως εκ παραλλήλου να θίγεται ουδόλως ο ιστορικός ρεαλισμός του.
Τι συμβαίνει και χάνεται το αγαθοποιό πνεύμα της Ματούλας εντός της χοάνης (ή μάλλον του χάους) της Ιστορίας και γιατί εξαφανίζεται η ίδια; Μήπως ανελήφθη στους ουρανούς επειδή η Ιστορία κατατρώγει πνεύματα σαν το δικό της, επειδή από μόνη της συνιστά μια μυθική επινόηση και μια υποθετική κατασκευή, όπως υπαινίσσεται η παραπομπή στον παραχαράκτη Κωνσταντίνο Σιμωνίδη;
Μήπως πάλι ο Νόλλας θέλει να θυμίσει πως δουλειά της λογοτεχνίας είναι να παλεύει με τους φασματικούς ήρωες και με την αέρινη υπόστασή τους; Όπως κι αν έχει, η Ματούλα θα αντιπαρατάξει στην κακοδαιμονία ή στη μοχθηρία της Ιστορίας, που της καταφέρνει διαδοχικά πλήγματα, την ατομική ηθική της ακεραιότητα.
Ας μην ξεχνάμε πως εκείνο που κυριαρχεί από την αρχή στην πεζογραφία του Νόλλα είναι η στάση αποστροφής απέναντι σε μια ποικιλοτρόπως χρεοκοπημένη κοινωνία. Μια κοινωνία που θα επιβάλει στα άτομα τα οποία τη στελεχώνουν να ζήσουν παντελώς ευάλωτα και ανυπεράσπιστα, έτοιμα να κατασπαραχτούν από τη φάρσα και τη γελοιότητα της ζωής. Έχει, λοιπόν, δίκιο ο Αλέξης Ζήρας στο επίμετρό του για τις Κοκώνες στη σκάλα: και οι τρεις ηρωίδες αποτελούν μια χειρονομία (εκφράζουν μια έκκληση) για αμοιβαία κατανόηση και συμπόρευση.
Ο Δημήτρης Νόλλας και η τρομοκρατία: Αν η γελοιότητα και, στην πορεία του έργου του, η περιπλάνηση, η αυτοεγκατάλειψη και η απροσδιοριστία δείχνουν τη μια όψη της αποχώρησης των ηρώων του Νόλλα από τη δημόσια σφαίρα, τότε την άλλη όψη του ίδιου πλέγματος σχηματίζουν οι σχέσεις φόβου, προδοσίας και ενοχής οι οποίες παράγονται από την επαφή με την πολιτική δράση.
Και στο πεδίο αυτό ο Νόλλας φτάνει μέσω της τρομοκρατίας. Ο συγγραφέας καταπιάνεται αρκετά νωρίς με το τρομοκρατικό φαινόμενο, ήδη από το 1988, με τη νουβέλα Το πέμπτο γένος, την οποία ακολουθεί το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε (1994).
Πλοκή: Και στα δύο έργα η εμπλοκή των πρωταγωνιστών με την τρομοκρατία παρουσιάζεται μέσα από το πρίσμα ενός ανεξίτηλου μνημονικού τραύματος, το οποίο τροφοδοτεί έναν αδιάκοπο εφιάλτη: τον εφιάλτη, ας το επαναλάβω, του φόβου, της ενοχής και της προδοσίας. Η προδοσία αποτελεί το βασικό αφηγηματικό μοτίβο στο Πέμπτο γένος: συντροφεύει τον πρωταγωνιστή σε κάθε του βήμα, του σμπαραλιάζει τη ζωή, τον βυθίζει στον φόβο και στο τέλος τον ρίχνει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Στον Άνθρωπο που ξεχάστηκε η προδοσία και ο φόβος συναντιούνται με την ενοχή σ’ ένα εκρηκτικό μίγμα, οδηγώντας τον ήρωα στον θάνατο.
Η σύνθεση και στα δύο βιβλία είναι ελλειπτική, με πλήθος απότομες μεταβάσεις της δράσης, που προκαλούν κάθε τόσο την εντύπωση της σπασμένης αλυσίδας, αφήνοντας ανοιχτή σε πλήθος ενδεχόμενα την τελική ερμηνεία του μύθου.
Οι ήρωες του Πέμπτου γένους έχουν σκιτσαριστεί με γρήγορες κινήσεις και αναπνέουν στο εσωτερικό μιας μάλλον μελλοντολογικής ατμόσφαιρας, όπου παρεισδύει και μια παράμετρος πολιτικής αλληγορίας. Το μελλοντολογικό κλίμα επανέρχεται στον Άνθρωπο που ξεχάστηκε, αλλά για μία και μόνο στιγμή: όταν ο ήρωας πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει πού βρίσκεται ο εν όπλοις σύντροφός του.
Το τρίπτυχο της προδοσίας, του φόβου και της ενοχής, με την ενοχή, όμως, να αναλαμβάνει πλέον τον ρόλο του μεγάλου απόντος, θα πρωταγωνιστήσει και στο μυθιστόρημα Ο καιρός του καθενός (2010), που θα έχει ως παροντικό του χρόνο το σημείο από το οποίο θα αντικρίσουν το παρελθόν τους τα πρόσωπα των δύο προηγούμενων βιβλίων: τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Τρομοκρατία και Ιστορία: Η αφήγηση είναι και τώρα ελλειπτική, με αδιάκοπα αιφνιδιαστικά πετάγματα προς τα πίσω, αλλά οι παραπομπές στους τόπους και τα γεγονότα του παρελθόντος διευρύνονται εντυπωσιακά, ξεκινώντας από την εποχή της χούντας και της διάσπασης του ΚΚΕ, για να φτάσουν μέχρι τον ελληνικό και τον ισπανικό Εμφύλιο, τους εκτελεστές της ΟΠΛΑ, τους πολιτικούς πρόσφυγες της ανατολικής Ευρώπης μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και τις ρίζες του τροτσκισμού εν Ελλάδι.
Όσο για τους ήρωες, έχουν βουτήξει τα χέρια τους στο αίμα και πέφτουν θύματα είτε των αυτοσχέδιων εκρηκτικών τους μηχανισμών είτε του μίσους του ενός για τον άλλον. Επιπλέον, υπάγονται σε ξεχωριστές, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους γενιές χωρίς να διακρίνονται, τόσο οι παλαιότεροι όσο και οι νεότεροι, για την ταξική τους υπεροχή ή ευμάρεια, που είναι ολοφάνερη στη συμπεριφορά και στη στάση των πρωταγωνιστών στο Πέμπτο γένος και στον Άνθρωπο που ξεχάστηκε.
Πώς εκδηλώνονται, εντούτοις, η προδοσία, ο φόβος και η απουσία της ενοχής στον Καιρό του καθενός; Οι άνθρωποι καταλήγουν ξανά κομμάτια ή συντρίμμια, υποχρεώνονται και πάλι να χάσουν την ελευθερία τους και αντιμετωπίζουν εκ νέου τον θάνατο, αλλά οι πράξεις τους έχουν απαλλαγεί από το βάρος της μνήμης.
*** *** ***
Τζέιμς Τζόυς (1882-1941)
«Ο νεκροί» του Τζέιμς Τζόυς εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ως διήγημα της συλλογής Οι Δουβλινέζοι (1914). Η μεγάλη έκταση του κειμένου, η οποία το φέρνει κοντά στη νουβέλα, όπως και το ειδικό βάρος της δυναμικής και της σημασίας του, που παρακίνησαν τον ενθουσιασμό ανθρώπων όπως ο Τ. Σ. Έλιοτ, προκάλεσαν τη μεταφορά του στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στην τηλεοπτική οθόνη συν δεκάδες κριτικές και ερμηνευτικές αναγνώσεις του στο ακαδημαϊκό πεδίο.
Η εμπνευσμένη μετάφραση των «Νεκρών» από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, στην καινούργια, ιδιαιτέρως φροντισμένη σειρά «Τα μικρά» των εκδόσεων Μεταίχμιο, είναι μια χρυσή ευκαιρία για να θυμηθούμε την ιστορία που ξετυλίγει ο Τζόυς.
Πλοκή: Ο Γκέιμπριελ και η γυναίκα του Γκρέτα καταφτάνουν το βράδυ της Δωδέκατης Ημέρας των Χριστουγέννων στο σπίτι των δεσποινίδων Μόρκαν (είναι οι αγαπημένες θείες του Γκέιμπριελ κι ο ίδιος είναι ο αγαπημένος τους ανιψιός) για την ξεχωριστή γιορτή. Η βραδιά ξεκινάει ευχάριστα, παρά τη σκιά ενός σύντομου φραστικού επεισοδίου μεταξύ του Γκέιμπριελ και της δεσποινίδας Άιβορς, που βιάζεται να τον ψέξει για τη συνεργασία του με εφημερίδα η οποία κρατάει απόσταση από την ιδέα της ιρλανδικής ανεξαρτησίας.
Παρά τους φόβους θειάδων και ανιψιού για την τελική επιτυχία της γιορτής, όλα μοιάζει να πηγαίνουν κατ’ ευχήν: η γενική ευωχία εξασφαλίζεται και ο Γκέιμπριελ τα καταφέρνει θαυμάσια με το επιβεβλημένο οικογενειακό λογύδριο. Ο Τζόυς θα αποδώσει με λίγες πλην πολύ χαρακτηριστικές λεπτομέρειες την κίνηση των πιάτων με τα φαγητά, τα σερβιρισμένα ποτά και τον κώδικα ευγενείας του Γκέιμπριελ.
Ενώ, όμως, η βραδιά κλείνει, το ανησυχητικό σήμα που είχε δοθεί με την αψιμαχία για την ιρλανδική ανεξαρτησία καταλήγει σε κάτι πολύ πιο βαρύ – σε μια απροειδοποίητη κρίση κατάθλιψης της Γκρέτα.
Οι νεκροί: Ένα τραγούδι που ακούγεται την ώρα της γιορτής, θα φέρει τους νεκρούς στο λαμπερό προσκήνιο, αποπνέοντας ένα αίσθημα λύπης και ατονίας. Η Γκρέτα θυμάται ένα αγόρι που την είχε κάποτε ερωτευτεί - και τώρα, αν και δεν ζει, καταφέρνει να την κυριαρχήσει εξ ολοκλήρου με την ένταση και με την αφοσίωση της αγάπης που αναδεικνύει η μνήμη.
Η Δωδεκάτη Ημέρα των Χριστουγέννων είναι τα καθολικά Θεοφάνια και το epiphany, που επανέρχεται συχνά στο έργο του Τζόυς, σημαίνει επίσης έμπνευση, αποκάλυψη και αιφνίδια θεϊκή παρουσία. Αποτελεί την πύλη για τη συνάντηση με το υπερβατικό και γίνεται πηγή ριζικής αλλαγής - μιας ολόκληρης μεταμόρφωσης.
Και ο Γκέιμπριελ, που ποθεί όλη νύχτα βασανιστικά –καλύτερα να πω εξοντωτικά- τη γυναίκα του (η αφήγηση καθυστερεί με δαιμόνιο τρόπο στην παράταση του πόθου του), θα πρέπει να υποδεχθεί τον δοξασμένο νεκρό ο οποίος τη λάτρεψε στο παρελθόν σε ένα ήδη νεκρωμένο παρόν, χωρίς καμία αγάπη για κανέναν. Γιατί οι νεκροί αποδεικνύονται ισχυρότεροι όχι μόνο από τη δύναμη της σάρκας, αλλά και από τη διάρκεια του κοσμικού χρόνου.
Η Συντακτική Ομάδα του KReport
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου