ΥΣΑΡΕΣΤΑ πράγματα μποροῦν νὰ συμβοῦν στὸν καθένα, ἀλλὰ μόνον κάποιους μποροῦν νὰ τοὺς ἀλλάξουν χαρακτήρα. Νὰ μεταμορφώσουν ἕναν καλὸ ἄνθρωπο πχ. σὲ διάβολο. Θὰ μοῦ πεῖτε πὼς ὁ κάθε ἄνθρωπος σέρνει μαζὶ μὲ τὰ ποδάρια καὶ τὴ μοίρα του, καὶ οἱ ἀλλαγὲς ποὺ ἐπισημαίνουν οἱ ἄλλοι εἶναι ἤδη μὲς στὶς ἀποσκευὲς ποὺ σέρνει πίσω του. Δὲν ξέρω. Παράξενα φέγγει στὴ μνήμη μου ἡ ἀρχή. Νέος ψυχίατρος τότε ἐπεδείκνυα μεγαθυμία καὶ κατανόηση σὲ ἀχαρακτήριστες συμπεριφορές. Ὑπερέβαλα ἑαυτὸν καὶ ψυχιατρικοποιοῦσα ἀκόμη καὶ τὴν κοινὴ χυδαιολογία, τὶς μνησίκακες ἀναφορὲς σὲ ἄτομα τοῦ εὐρέως περιβάλλοντός μου, ἀκόμη καὶ τὶς συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις, τὴν ἐξύβριση τῆς προσωπικότητας καὶ τὸν διασυρμὸ ὑπολήψεων. Τὸν ὑποτίμησα ὡς ἕναν ἀκόμη «τρελό», ἀγνοώντας πὼς αὐτὸ τὸ ὑποκείμενο ποὺ προσποιοῦνταν τὸ φίλο μου, πειραματιζόταν πῶς νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὶς ἀντιδράσεις μου.
Δὲν θὰ ξεχάσω αὐτὸ τὸ φέγγος στὸ σταθμό. Ἐκεῖ καταγράφτηκε στὸ χαρτὶ ἕνα λεπτομερὲς καὶ παραστατικὸ σχέδιο ἐγκλήματος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ ἔγραψε ἦταν ἕνα ψυχρὸ ὑπολογιστικὸ μυαλό. Ἕνα μυαλὸ ποὺ εἶχε μοναδικὸ σκοπὸ καὶ σκέψη τὴν καταστροφὴ μιᾶς ἄλλης ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Πήγαινε στὴν Ἀθήνα νὰ παρακολουθήσει τὴν πρώτη του γυναίκα: ἔστηνε καρτέρι κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι, τὴν παρακολουθοῦσε στὴ δουλειὰ καὶ φωτογράφιζε ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μαζί της. Κατέγραφε σὲ ἕνα τεφτέρι τὰ ὀνόματά τους, τὶς διευθύνσεις τους, τὰ τηλέφωνα, καὶ καθὼς ἡ δουλειὰ τῆς πρώην συζύγου του ἦταν σὲ βιβλιοπωλεῖο, ἔβαλε στὸ στόχαστρο διάφορους λογοτέχνες μικροῦ ἢ μεγαλύτερου βεληνεκοῦς. Τὴν ἀπειλοῦσε πὼς θὰ τὴν ξεφτίλιζε μέρες, ἑβδομάδες, μῆνες καὶ χρόνια. Ξαναγύριζε στὸ στρατόπεδο καὶ τοὺς ἔλεγε πὼς καλοπέρασε μὲ τὸ γκομενάκι στὴν Κατερίνη.
Ὅλα τελειώνουν στὸ τελευταῖο σύνορο. Ἡ θλίψη, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἄγρια ἐπιθυμία γιὰ ἐκδίκηση καὶ τιμωρία εἶχαν φωλιάσει πιὰ στὴν καρδιά του. Προικισμένος μὲ ἕνα ψυχρὸ θυμό, ποὺ δὲν θὰ τὸν ἐγκατέλειπε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὸ σταθμὸ τοῦ Λιτοχώρου ἕως τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἀνώφελης καὶ πρόστυχης ζωῆς του, μεταβλήθηκε σὲ ἕνα μοχθηρὸ καὶ κακόβουλο ὂν ποὺ μόλυνε μὲ τὴν ἀνάσα του ὅποιον στεκόταν δίπλα του. Τὸν ἐνδιέφερε πολὺ περισσότερο τί ἔκαναν οἱ λογοτέχνες στὴ ζωὴ τους ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ ὅ,τι ἔγραφαν. Ἀνίκανος νὰ ἀπολαύσει ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο, κατέγραφε τὰ περιστατικὰ τοῦ βίου τους, ὑπολογιστικὰ καὶ ὑπομονετικά. Ἐπώαζε στὴ ψυχή του μυριάδες κουτσομπολιά, καθοδηγούμενος πάντα ἀπὸ τὴν ἔμμονη ἰδέα νὰ καταστρέψει τοὺς ἄλλους. Μιᾶς ἔμμονης ἰδέας ποὺ τὸν τριβέλιζε ἀδιάκοπα κι ἀπέκτησε τεράστιες διαστάσεις κι ὁτιδήποτε ἄλλο ἔπαψε νὰ μετράει γι’ αὐτόν. Θεόστραβος, πίσω ἀπὸ τοὺς χοντροὺς φακοὺς ἔβλεπε πράγματα ποὺ δὲν βλέπουν οἱ ἄλλοι. Ἔτσι ἀνέπτυξε ἕνα σωρὸ ἀκατανόητες θεωρίες σχετικὲς μὲ τὴ Ψυχολογία καὶ πίστευε ἀκράδαντα πὼς κολλᾶνε σὲ κάθε περίπτωση. «Ἂν εἶσαι ἄρρωστος» ἔλεγε στὸν ἑκάστοτε ἐχθρό του «δὲν θὰ χρεωθοῦμε ἐμεῖς τὴν ἀρρώστια σου». Μιλοῦσε στὸν πληθυντικό, ἀπευθυνόμενος στοὺς ὑποτελεῖς του κι ὑπενθυμίζοντάς τους πὼς «ἐμεῖς» θὰ σᾶς ἐπιφυλάξουμε τὴν ἴδια τύχη, ἔτσι κι ἀπομακρυνθεῖτε. Ἐκεῖ στὴν ἀποβάθρα μὲ τὶς χοντρὲς σταγόνες τῆς βροχῆς νὰ στάζουν ἀπὸ τὰ λιγδιασμένα του μαλλιά, ρεύτηκε τὸν πιτόγυρο ποὺ εἶχε καταβροχθίσει στὰ ὄρθια, τὶς τηγανητὲς πατάτες μὲ τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ τζατζίκια, σκούπισε πάλι μὲ τὴν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ του τὰ γένια ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε ἀργότερα, κι ἀνέβηκε στὸ τρένο. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἀνέβηκε στὸ τρένο μὲ τὸ ἀπολυτήριο στρατοῦ στὴν τσέπη, ἀπέκτησε αὐτομάτως τὴν ἡλικία τοῦ θανάτου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου