ΕΙΧΕ διαβάσει πολύ. Σχεδὸν ὅλα τὰ βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του. Δὲν ἦταν ὅλα ἀγορασμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ —ἱκανὸς ἀριθμὸς τόμων— ἀνῆκαν στὸν παπποῦ καὶ τὸν πατέρα του. Πρῶτες ἐκδόσεις. Ἤξερε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ πουλήσει σὲ δημοπρασίες καὶ γιὰ μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔπιανε καλὰ λεφτά. Ὡστόσο ἀπευχόταν αὐτὴ τὴν προοπτική, ἀφοῦ ἀντιπαθοῦσε ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγόραζαν συλλεκτικὲς ἐκδόσεις ἁπλὰ γιὰ νὰ τὶς ἔχουν. Ἰδιοκτησία καὶ στὰ βιβλία; Τί ἤξεραν αὐτοὶ ἀπὸ ἀνάγνωση; Εἶναι δυνατὸν ν’ ἀφήνεις βιβλία ἀδιάβαστα;
Ἦταν ἐμμονικὸς ὁ Ὀρέστης μὲ τὸ διάβασμα. Δὲν παράταγε βιβλίο γιὰ κανέναν καὶ γιὰ τίποτα. Ἀκόμα καὶ σοβαρὸ ραντεβοῦ νὰ εἶχε, πρῶτα τέλειωνε τὸ διάβασμα κι ἔπειτα. Λὲς καὶ ἐπρόκειτο νὰ γράψει διατριβή. Ἡ βιβλιοθήκη του ἀριθμοῦσε περὶ τοὺς πέντε χιλιάδες τόμους. Δὲν μποροῦσες ν’ ἀναπνεύσεις στὸ σπίτι του. Σχεδὸν 80 τετραγωνικὰ καὶ βιβλία ὑπῆρχαν παντοῦ· μέχρι τὸ ταβάνι σὲ μερικὰ ράφια, στὸ τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ, στὰ μπράτσα τοῦ καναπέ, στὴν κουπαστὴ τοῦ τζακιοῦ. Κι ἐκεῖνος ἤξερε ποῦ ἔχει τὸ καθετί. Ποίηση, πεζογραφία, ταξιδιωτικὸ δοκίμιο. Γάλλοι, Ἄγγλοι, ἡ Μεγάλη Ρωσικὴ Σχολή.
Τοῦ ἄρεσε νὰ μυρίζει τὸ χαρτί. Παλιὰ τὰ ξεσκόνιζε μόνος του. Τώρα πιὰ τὸ ἔκανε ἡ γυναίκα γιὰ τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Ὅταν τὶς προάλλες τὸν ρώτησε ὁ ἀνιψιός του τί θὰ τὰ κάνει ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία, γύρισε καὶ τὸν κοίταξε μὲ καχυποψία. Δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ τότε ἀκριβῶς σκέφτηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ φροντίσει ὅσο ὑπάρχει ἀκόμα καιρός. Γιατὶ ἅμα φύγει, ποιός ξέρει ποῦ θὰ καταλήξουν. Στὴ χωματερὴ ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση σὲ παλιατζίδικα. Τοῦ τριβέλιζε τὸν νοῦ αὐτὴ ἡ ὑπόθεση. Ἦταν λὲς καὶ ἔπρεπε νὰ κάνει εὐθανασία σὲ δικό του ἄνθρωπο ἢ στὸν Πάμπλο. Κι ὁ Πάμπλο; Τί θὰ γινόταν, ἄραγε, ἂν πέθαινε αὐτὸς πρῶτος; Οὔτε ποὺ ἤθελε νὰ τὸ σκέφτεται. Θὰ τὸν πέταγαν στὸν δρόμο; Θὰ τὸν πήγαιναν στὸν Ὑμηττό; Ὄχι, δὲν μποροῦσε ν’ ἀνησυχεῖ καὶ γι’ αὐτὸν τώρα, προεῖχαν τὰ βιβλία. Μέχρι τὴν ἑπομένη θὰ ἀποφάσιζε καὶ μπορεῖ νὰ κρατοῦσε μερικά. Τὰ ἀγαπημένα. Μάλιστα ἀμέσως τώρα θὰ τὰ ἔβαζε στὴν ἄκρη. Καμιὰ πενηνταριὰ ὅλα κι ὅλα.
Τὸ ἴδιο βράδυ βγῆκε μὲ τὴν παρέα τῆς Παρασκευῆς. Κρασοκατάνυξη καὶ φιλοσοφία μέχρι ἀργά. Ὁ φιλόλογος τοῦ πέμπτου, κάτι συνταξιοῦχοι καθηγητὲς καὶ τὸ στοιχεῖο του: ὁ παλαιοβιβλιοπώλης τῆς γειτονιᾶς – λάτρης τῶν Γάλλων καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Μπαλζάκ. Ἡ σημερινὴ κουβέντα στρεφόταν γύρω ἀπὸ τὸ ποιὸν μεγάλων συγγραφέων. Ποιός ἦταν γυναικάς, ποιός πότης, ποιός bon-viveur. «Αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ὁ Μπαλζὰκ ἔπινε πολὺ καφέ. Μᾶλλον γιὰ ν’ ἀντέξει τὶς ὁλονυκτίες, ἀφοῦ ἔγραφε ἀκατάπαυστα ὁλόκληρα μερόνυχτα», πρόσθεσε ὁ Ὀρέστης πρὶν νὰ φύγει καὶ ἤπιε μονορούφι τὸ τελευταῖο ποτήρι. Καληνύχτισε δίχως ἡ ἔγνοια τῶν βιβλίων νὰ τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει.
Ἦταν περίπου δύο ὅταν ἐπέστρεψε σπίτι. Κλείδωσε τὴν πόρτα καὶ μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ φτάσει στὸν καναπέ. Ὁ Πάμπλο ἔξυνε τὴν πόρτα καὶ γρύλιζε μέχρι τὰ ξημερώματα, ὅταν τὸν βρῆκαν γερμένο πάνω στὴ στοίβα μὲ τὰ ἀγαπημένα. Ὁ γείτονας ποὺ τὸν πλησίασε κοίταξε τὸν τίτλο τοῦ πρώτου βιβλίου: Θάνατος στὴ Βενετία.
11/7/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου