Tι μου συμβαίνει; σκέφτηκε. Δεν ήταν όνειρο. Το δωμάτιό του, ένα δωμάτιο αληθινό, μονάχα κάπως πολύ μικρό για ανθρώπους…[1]
Είναι η δεύτερη παράγραφος από τη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα (1883-1924), εξωφρενικό εύρημα του συγγραφέα, κωμικό και αγωνιώδες και, στο τέλος, φρικτό και τραγικό, όπως ακριβώς και η ζωή. Κωμικοτραγική, έτσι όπως ήταν και η δική του. Μια ζωή που διήρκησε μια νύχτα, όπως έλεγε ο ίδιος, αναφερόμενος στις αϋπνίες του. Τότε που καθόταν στο δωμάτιό του.
Ο τρόπος ζωής μου συνδέεται αποκλειστικά με το γράψιμο, και οι όποιες αλλαγές γίνονται μόνο και μόνο για να ανταποκριθεί κατά το δυνατόν καλύτερα στο γράψιμο, διότι ο χρόνος είναι λίγος, οι δυνάμεις ελάχιστες, το γραφείο φρίκη, το σπίτι θορυβώδες και πρέπει κανείς να ξεγλιστράει με διάφορα τεχνάσματα, εφόσον δεν μπορεί να ζήσει μια ωραία κανονική ζωή.[2]
Στο σπίτι των γονιών και των αδερφών του. Τότε που ησύχαζαν οι φωνές και τα γέλια τους και αυτός έχτιζε έναν τοίχο, όχι μόνο απ’ το υπόλοιπο σπίτι, αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο, και αφού χάιδευε τις ράχες των βιβλίων του, έγραφε, έγραφε, έγραφε... Μόνο εκεί ήταν ο εαυτός του. Μόνο εκεί ήταν αυτός που ήταν. Μόνον τότε, γράφοντας.
Η Μεταμόρφωση έχει θεολογική βάση. Ο Κάφκα ήταν Εβραίος και κάποτε, όπως εξομολογήθηκε στον Μαξ Μπροντ, συμπάθησε σφοδρά τον σιωνισμό και αυτήν που του γνώρισε ο Μαξ Μπροντ, και τη λέγανε Ευτυχία (Φελίτσια), που ήταν επίσης Εβραία και σιωνίστρια. Έγραψε 750 γράμματα στη Φελίτσια και την αρραβωνιάστηκε δυο φορές. Σ’ ένα απ’ αυτά της λέει πως έγραψε, ή μάλλον τέλειωσε αυτό που της είχε πει ότι είχε αρχίσει, τη Μεταμόρφωση. Την τέλειωσε μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Την είχε όλη μέσα στο κεφάλι του.
Ένα πρωί, όταν ξύπνησε ο Γκρέγκορ Σάμσα, από όνειρο κακό βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε μια πελώρια μαμούνα. Κειτόταν ανάσκελα. Πάνω στη σκληρή, όμοια με πανοπλία πλάτη του κ' έβλεπε, σαν σήκωνε λίγο το κεφάλι την τουρλωτή, σκούρα, γεμάτη δίπλες κοιλιά του που η κουβέρτα πάνω της έτοιμη να γλιστρήσει, μόλις και κρατιόταν ακόμα. Τα πολλά, λεπτεπίλεπτα πόδια, δυσανάλογα με τον υπόλοιπο όγκο του σπάρασσαν ενοχλητικά μπρος στα μάτια του.[1α]
Η εβραϊκότητα προϋποθέτει, όπως και ο χριστιανισμός, το προπατορικό αμάρτημα. Ο Κάφκα μιλάει γι’ αυτό και στα Μπλε τετράδια και στα Ημερολόγια και στους Αφορισμούς.
(Δεν είμαστε αμαρτωλοί μόνο επειδή φάγαμε από το Δέντρο της Γνώσης, αλλά και επειδή δεν φάγαμε ακόμη από το Δέντρο της Ζωής. Αμαρτωλή είναι η θέση στην οποία βρισκόμαστε ανεξάρτητα από την ενοχή.)[3]
Η ενοχή ήταν εκείνη που τον έσπρωξε να γράψει παραβολές και αλληγορίες –λογοτεχνικά είδη που έχουν μυστικιστική και θρησκευτική βάση– και το γεγονός ότι βιαζόταν εξαιτίας της φυματίωσης, που τελικά τον σκότωσε στα 41 του χρόνια.
Ο Μουνκ έζησε τα διπλά του χρόνια (1863-1944). Αυτός ήταν Νορβηγός και όχι Τσέχος, όπως ο Κάφκα. Δεν ξέρουμε αν τον είχε διαβάσει. Ξέρουμε μόνο πως είχε γνωρίσει τον ίδιο κόσμο, γιατί είχε προλάβει να γεννηθεί 20 χρόνια πριν από τον Κάφκα και να πεθάνει 20 χρόνια μετά απ’ αυτόν. Δεν είναι και πολύ πιθανό να είχε διαβάσει τη Μεταμόρφωση, τη Δίκη ή τον Πύργο, αν σκεφτούμε πως όσο ζούσε ο Κάφκα ήταν γνωστός σ’ ένα πολύ μικρό ακροατήριο. Και οι δυο τους έπασχαν ψυχικά. Ο Μουνκ ήταν μελαγχολικός, ο Κάφκα κατατρυχόταν από τον φόβο του πατέρα. Η επιστολή που έγραψε σ’ αυτόν έμεινε ανεπίδοτη, επειδή τον φοβόταν και επειδή εκείνος δεν τον υπολόγιζε και δεν διάβαζε αυτά που έγραφε. Δεν μπόρεσε να σχετιστεί ούτε με τη Φελίτσια, ούτε καν με τη Μίλενα, την Τσεχοεβραία στην οποία είχε γράφει τις περίφημες επιστολές και της είχε εμπιστευτεί τα ημερολόγιά του, γραμμένα στα γερμανικά όπως και τα άλλα του έργα, για να τα μεταφράσει στα τσέχικα. Η μόνη κοπέλα με την οποία κατάφερε να ζήσει ψήγματα ευτυχίας λίγο πριν από το τέλος του ήταν η Ντόρα Ντιμάντ, η οποία τον θρήνησε όσο κανείς.
Οι άνθρωποι φοβούνται να δουν τη σκοτεινιά που κρύβουν μέσα τους. Ο Μουνκ και ο Κάφκα δεν φοβόντουσαν.
Ο Μουνκ φιλοτέχνησε μια σειρά από μαυρόασπρες λιθογραφίες και χαρακτικά με θέμα τους τη μελαγχολία, η οποία προερχόταν κατά πάσα πιθανότητα από το γεγονός ότι η μητέρα του και η μεγαλύτερη αδελφή του πέθαναν από φυματίωση όταν αυτός ήταν μικρός, ενώ ο πατέρας του τον βασάνιζε με την εξουθενωτική θεοσέβειά του.
Η Αρρώστια, η Τρέλα και ο Θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που κοίταζαν επίμονα την κούνια μου[4], έγραψε. Ζωγράφισε τη ζήλια, το ξύπνημα της ερωτικής επιθυμίας, την αρρώστια, το πάθος με τέτοια ένταση που έφτανε στα όρια της παραφροσύνης. Η έκθεσή του μ’ αυτό το θέμα προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και μεγάλη απαρέσκεια και διακόπηκε. Οι άνθρωποι φοβούνται να δουν τη σκοτεινιά που κρύβουν μέσα τους. Ο Μουνκ και ο Κάφκα δεν φοβόντουσαν. Για χρόνια ο Μουνκ έζησε στο Βερολίνο, τη Γαλλία και την Ιταλία επιστρέφοντας πάντα στη Χριστιανία, αντίθετα με τα λιγοστά ταξίδια που αποτόλμησε ο Κάφκα. Το 1893 ζωγράφισε ένα εξίσου διάσημο με τη Μεταμόρφωση έργο, την Κραυγή, όπου ένα στρογγυλό στόμα ουρλιάζει με τα χέρια σαν χωνί γύρω του πάνω σε μια γέφυρα. Η Κραυγή είναι μια λιθογραφία που ακούγεται και ο απόηχός της από τότε έως σήμερα φθάνει ως εμάς.
Δεν απορρίπτω την αρρώστια μου, γιατί εκεί υπάρχουν πολλά απ' την τέχνη μου που της τα οφείλω.[4α]
Το 1908, έπαθε ολοκληρωτική πνευματική κατάρρευση.
Ο Κάφκα υπέφερε συνεχώς από τις ματαιώσεις. Ο κόσμος μετά τον Νίτσε είχε πληροφορηθεί για τον θάνατο του Θεού ή, τέλος πάντων, για την απουσία του. Ο άνθρωπος ζούσε πια χωρίς βεβαιότητες. Ο Κάφκα ομολογεί στα Ημερολόγιά του ότι δεν νιώθει καλά μέσα στην οικογένειά του – ή μάλλον νιώθει πολύ αμήχανα. Δεν είχε πολλές κουβέντες με τους δικούς τους, μόνο στην αδερφή του την Ότλα έγραφε για τα παιδικά τους χρόνια. Αυτή η μεταμόρφωση, λοιπόν, ήταν ακριβώς η διαφοροποίηση του συγγραφέα της από τους υπόλοιπους. Στη νουβέλα αυτή πρωταγωνιστεί μεν η μαμούνα, δηλαδή ο Γκρέγκορ Σάμσα, αλλά εμφανίζονται και τα πρόσωπα της οικογένειάς του. Στις τελευταίες σελίδες της, διαβάζουμε:
Όταν ήρθε η παραδουλεύτρα το άλλο πρωινό, ξέχειλη από δύναμη και βιασύνη, όσο και να την είχαν παρακαλέσει να προσέχει, χτυπούσε όλες τις πόρτες τόσο πολύ που σ’ όλο το σπίτι δεν ήταν πια δυνατό να κοιμηθεί κανένας ήσυχα απ’ όταν έμπαινε αυτή – δε βρήκε στην αρχή τίποτα το παράξενο στον Γκρέγκορ, σαν του έκανε τη συνηθισμένη της σύντομη επίσκεψη. Νόμισε πως κειτόταν σκόπιμα ασάλευτος εκεί δα κ’ έκανε τον άρρωστο. [...] Καθώς κρατούσε τυχαία τη μακριά σκούπα στο χέρι της, δοκίμασε, από την πόρτα, να τον γαργαλήσει μ’ αυτή. Κ’ επειδή δεν το πέτυχε [...] ορθάνοιξε τα μάτια, σφύριξε, μα δε στάθηκε πολύ, μόνο άνοιξε διάπλατα την πόρτα του υπνοδωματίου και φώναξε δυνατά μέσα στο σκοτάδι ελάτε να δείτε, έσκασε. Εκεί δα χάμω κείτεται θεόσκαστος! [1β]
Η Κραυγή του Μουνκ θα μπορούσε να είναι μια λιθογραφία που θα συνόδευε μια γερμανική ή νορβηγική έκδοση της Μεταμόρφωσης. Γιατί απεικονίζει έναν τρομοκρατημένο άνθρωπο που δεν μπορεί να ελέγξει τα όνειρα και τους εφιάλτες του, όπως δεν μπορούσαν ούτε ο Κάφκα ούτε ο Μουνκ. Η Κραυγή βλέπεται, ακούγεται και νιώθεται ταυτόχρονα. Η οικογένεια Σάμσα, μετά που η υπηρέτρια σκούπισε τα απομεινάρια του Γκρέγκορ, που είχε γίνει μαμούνα και είχε σκάσει, συνέχισε την καθημερινότητά της σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ο Γκρέγκορ είχε φύγει από τη μέση.
Και ο Κάφκα και ο Μουνκ και τα συγκεκριμένα έργα τους που δεν είναι τίποτ’ άλλο από μεταφορές αλλά αντιμετωπίζονται ρεαλιστικά, ανήκουν στο ίδιο κίνημα, τον εξπρεσιονισμό, και είναι το ίδιο κραυγαλέα, το ίδιο εξωφρενικά και εκτός ορίων όπως αυτοί. Πρόκειται για ένα κίνημα που ξεκίνησε την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και λίγο πριν από τη δύση του κατέληξε στις αίθουσες της έκθεσης της εκφυλισμένης τέχνης που επιμελήθηκε ο Γιόζεφ Γκέμπελς.
Όσοι από την οικογένεια του Κάφκα έζησαν, το ίδιο και η Μίλενα, πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Κάφκα πέθανε νωρίς. Ο Μουνκ συνέχισε να ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ανέταμε το ανθρώπινο σώμα. Η Κραυγή του βρίσκεται στο κέντρο του κινήματος και μοιράζεται το ίδιο θρησκευτικό αίσθημα και τον ίδιο μυστικισμό και, φυσικά, την ίδια υποκειμενικότητα με τη Μεταμόρφωση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1], [1α] και [1β], Φραντς Κάφκα, Η Μεταμόρφωση, μτφρ. Τέα Ανεμογιάννη, Εκδόσεις Γαλαξίας 1968, σελ. 7, σελ. 64.
[2] Φραντς Κάφκα, Γράμματα στη Φελίτσε, Επιλογή-Μετάφραση Στέλλα Κουνδουράκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2007, σελ. 45.
[3] Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί, μτφρ. Σπύρος Δοντάς, Εκδόσεις Στιγμή 2012, σελ. 48.
[4] και [4α] Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λεξικό Τέχνης και Καλλιτεχνών, Τόμος 2ος (Μ-Ω), μτφρ. Κατερίνα Φρουζάκη, Εκδόσεις Νεφέλη 1998, σελ. 82-83.
[1], [1α] και [1β], Φραντς Κάφκα, Η Μεταμόρφωση, μτφρ. Τέα Ανεμογιάννη, Εκδόσεις Γαλαξίας 1968, σελ. 7, σελ. 64.
[2] Φραντς Κάφκα, Γράμματα στη Φελίτσε, Επιλογή-Μετάφραση Στέλλα Κουνδουράκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2007, σελ. 45.
[3] Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί, μτφρ. Σπύρος Δοντάς, Εκδόσεις Στιγμή 2012, σελ. 48.
[4] και [4α] Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λεξικό Τέχνης και Καλλιτεχνών, Τόμος 2ος (Μ-Ω), μτφρ. Κατερίνα Φρουζάκη, Εκδόσεις Νεφέλη 1998, σελ. 82-83.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου