«Είναι πολύ φτωχή η μνήμη που δουλεύει μόνο προς τα πίσω.»
Το ζήτημα της σπίλωσης της προσωπικότητας και της υπόληψης κάποιου, και τα ολέθρια αποτελέσματα για τον παθόντα, έχει πρόσφατα ανακινηθεί στον χώρο της λογοτεχνίας, με αφορμή την επανέκδοση της περίφημης νουβέλας του Χάινριχ Μπελ Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ (μτφρ. Δ. Δημοκίδη, Μεταίχμιο 2019). Η ζωή της ηρωίδας καταστράφηκε κάτω από συνθήκες γνήσιου μίσους εκ μέρους των θυτών. Εδώ, στη νουβέλα του Βάσκες, οι υπολήψεις θίγονται κάτω από συνθήκες μη εξακριβωμένης βεβαιότητας, χωρίς το κίνητρο του μίσους, χάρη στην εκτέλεση επαγγελματικού καθήκοντος συνδυασμένου με απλή αντιπάθεια ή εξαιτίας ενός επαναπροσδιορισμού του παρελθόντος.
Το πραγματικό κόστος των πράξεών μας, η αλλοίωση της μνήμης από τον χρόνο ή από θεραπευτική ανθρώπινη διάθεση, η αντιμετώπιση του τραύματος –ξεχωριστή σε κάθε άνθρωπο– είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο, με αφορμή την ιστορία ενός ηλικιωμένου γελοιογράφου που ρίχνει το βλέμμα του πίσω, στο παρελθόν, και τις μεταβαλλόμενες μορφές αντίληψης, μνήμης και αλήθειας:
Η μνήμη έχει τη θαυμαστή ικανότητα ν’ αναθυμάται τη λήθη, την ύπαρξή της, την καραδοκία της, κι έτσι μας επιτρέπει να είμαστε σ’ εγρήγορση όταν δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, και να ξεχνάμε όποτε θέλουμε.
Ο σχολιασμός της πολιτικής κατάστασης στη χώρα του, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του, και η συνάφεια των ηρώων με τους κρατούντες είναι, μαζί με τα προγραφόμενα, ένα ακόμη ζήτημα στο εξαιρετικό βιβλίο του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες Οι υπολήψεις.
O Βαλένσια είχε δίκιο: τον άνθρωπο τον είχε καταπιεί η λήθη. Διόλου περίεργο σ’ αυτή την αμνησιακή χώρα, την ψυχωτική με το παρόν, σ’ αυτή τη ναρκισσιστική χώρα όπου ούτε οι νεκροί μπορούν να θάψουν τους νεκρούς τους. Η λήθη ήταν το μοναδικό δημοκρατικό πράγμα στην Κολομβία· τους κάλυπτε όλους, καλούς και κακούς, δολοφόνους και ήρωες, όπως το χιόνι στο διήγημα του Τζόις που πέφτει πάνω σ’ όλους αδιακρίτως.
Ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο είναι ο πολιτικός γελοιογράφος με τη μεγαλύτερη επιρροή στη χώρα –ένας ζωντανός μύθος– όπως και ο προκάτοχός του, Ρικάρντο Ρεντόν. Ο Ρεντόν, έπειτα από μία διαπρεπή σταδιοδρομία, αυτοκτόνησε το 1931 αφήνοντας πίσω του ένα αινιγματικό σκίτσο. Βρισκόμαστε στο 2010, στο κέντρο της Μπογκοτά, όπου ο Μαγιαρίνο σκοπεύει να πάει πεζός στην περίφημη λυρική σκηνή Teatro Colón για τη μεγαλειώδη βράβευσή του από την κυβέρνηση. Έπειτα από τέσσερις δεκαετίες λαμπρής καριέρας, έχει όλη τη χώρα στα πόδια του. Η επίδραση των σκίτσων του υπήρξε τέτοια, ώστε μπορούσε να προκαλεί φοβερές ανατροπές σε κυβερνητικές διαδικασίες, δικαστικές αποφάσεις, να κλονίζει τα θεμέλια ενός υπουργείου, να ανατρέπει έναν δήμαρχο, να προκαλεί φόβο στους πολιτικούς. Καθώς ένας λούστρος περιποιείται τα παπούτσια του, ο Μαγιαρίνο είχε την αίσθηση ότι ο Ρεντόν πέρασε από μπροστά του.
Ίσως ήταν μία από αυτές τις πλαστές αναμνήσεις που έχουμε όλοι. Τι παράξενο πράγμα που είναι η μνήμη: μας επιτρέπει να θυμόμαστε κάτι που δεν έχουμε ζήσει.
Στη διάρκεια της αφήγησης του μύθου, ο Βάσκες κάνει εμμονικώς αναφορές στη μνήμη, στις στρατηγικές και τα τερτίπια της. Στην πλάνη της μνήμης οφείλονται πολλές λαθεμένες εκτιμήσεις, που ενδέχεται να φέρνουν απρόβλεπτες ανατροπές.
Ο Μαγιαρίνο κατά την πορεία του προς τη λυρική σκηνή συναντά την τέως σύζυγό του Μαγδαλένα (που έχει τον ίδιο προορισμό) με τα τοξωτά φρύδια, το ειρωνικό της χαμόγελο και την υπέροχη φωνή –ικανή για κάθε είδους μαγεία– χαρακτηριστικά πολύ γνώριμα στον ίδιο από τη συμβίωσή τους:
Α, μα αυτή ήταν η Μαγδαλένα: μία έξοχη αναγνώστρια της πραγματικότητας, ιδίως αυτής της περιχαρακωμένης και φτωχής πραγματικότητας, αυτής της μελαγχολικής και έμφοβης πραγματικότητας, που ήταν ο Μαγιαρίνο.
Ο Βάσκες δημιουργεί έναν πολύ ενδιαφέροντα γυναικείο χαρακτήρα, τον οποίο ψυχογραφεί σε βάθος και αφήνει να δρα με συνέπεια – τουλάχιστον στις μεγάλες αποφάσεις ζωής. Το ίδιο συμβαίνει με όλους τους δευτερεύοντες ήρωές του. Διεισδύει στο βάθος της συνείδησής τους, της μνήμης, της αναγκαίας ή τυχαίας λήθης.
Αυτό που υπήρξε βεβαιότητα παύει ενδεχομένως να υπάρχει με την πάροδο του χρόνου, όπως συμβαίνει και με ένα τυχαίο ή προσχεδιασμένο γεγονός. Όλα χάνουν τη δύναμη που είχαν όταν συνέβαιναν, η αλήθεια αμφισβητείται, η εικόνα αυτού που έχει ιδωθεί αλλοιώνεται, χάνει τη θέση της μέσα στον χρόνο και στον χώρο, όλα, μνήμες και πλάνες αποκτούν μια άλλη διάσταση. Όμως, πού πάει το παρελθόν όταν αλλάζει;Πόσο βαθιά κρύβονται στο υποσυνείδητο τα γεγονότα που πρόσβαλαν, ντρόπιασαν κι ωστόσο συνεχίζουν να είναι αδιαμφισβήτητα, παρά το φυσιολογικό ξέβαμμα από τον χρόνο ή την επισυσσώρευση άλλων λιγότερο επώδυνων, που ωστόσο αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας; Το κείμενο βρίθει στοχασμών και υπαρξιακών αναζητήσεων:
Η ζωή είναι η καλύτερη γελοιογράφος. Η ζωή φτιάχνει την ίδια μας τη γελοιογραφία... Καταλαβαίνετε ασφαλώς πως δεν μιλάω μόνο για τα εξωτερικά γνωρίσματα, αλλά για τα μυστηριώδη χνάρια που αφήνει η ζωή στα χαρακτηριστικά μας, το ηθικό τοπίο, ναι, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το ονομάσω, το ηθικό τοπίο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μας καθώς η ζωή περνάει, καθώς προχωράμε κάνοντας λάθη ή το σωστό, καθώς πληγώνουμε τους άλλους ή πασχίζουμε να μην το κάνουμε, καθώς λέμε ψέματα ή εξαπατούμε ή επιμένουμε, κάποτε με θυσίες μεγάλες, στο πάντα επίμοχθο έργο τού να λέμε την αλήθεια.
Στην πλάνη της μνήμης οφείλονται πολλές λαθεμένες εκτιμήσεις, που ενδέχεται να φέρνουν απρόβλεπτες ανατροπές.
Κατά τη βράβευση, ο Μαγιαρίνο αποθεώνεται. Ο ίδιος αισθάνεται υπερήφανος για τον εαυτό του.
Φυσικά, υπάρχουν και πολιτικοί που δε διαθέτουν τέτοια χαρακτηριστικά, που είναι σαν να μην είχαν πρόσωπο. Αυτοί είναι οι πιο δύσκολοι, γιατί πρέπει να επινοηθούν, οπότε τους κάνω την εξής χάρη: δεν έχουν προσωπικότητα κι εγώ τους δίνω μία. Θα ’πρεπε να μου είναι ευγνώμονες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν είναι σχεδόν ποτέ. […] Οι σπουδαίοι γελοιογράφοι δεν περιμένουν χειροκρότημα από κανέναν, κι ούτε σκιτσάρουν για να κερδίσουν, σκιτσάρουν για να ενοχλήσουν, για να φέρουν σε αμηχανία, για να τους βρίσουν. […] Οι πολιτικές γελοιογραφίες μπορεί να μεγαλοποιούν την πραγματικότητα, αλλά δεν την επινοούν. Μπορεί να διαστρεβλώνουν, αλλά δεν ψεύδονται ποτέ.
Πόση βεβαιότητα είχε εκφραστεί με την τελευταία φράση!
Ο Βάσκες αναφέρεται στα αρχικά όνειρα του ήρωά του, στην εκτροπή σε άλλη κατεύθυνση, αυτή που τον έκανε πετυχημένο, με παράπλευρες απώλειες εξαιτίας της, γιατί:
Δεν υπάρχει γελοιογραφία χωρίς κεντρί, όπως δεν υπάρχει χωρίς μέλι. Δεν υπάρχει γελοιογραφία αν δεν υπάρχει υπονόμευση, γιατί κάθε αξιομνημόνευτη εικόνα ενός πολιτικού είναι εκ φύσεως υπονομευτική: αφαιρεί την ισορροπία απ’ τον επίσημο και αποκαλύπτει τον απατεώνα. Αλλά ούτε νοείται γελοιογραφία που να μη φέρνει χαμόγελο, έστω και πικρό, στο πρόσωπο του αναγνώστη.
Η συνέχεια της ανάδρομης αφήγησης αφορά τον γάμο με τη Μαγδαλένα, τη γέννηση της κόρης τους Μπεατρίς, την πορεία του γάμου, τη μετοίκηση στο σπίτι του βουνού.
…είχε συνηθίσει να βλέπει τον κόσμο μέσα από οθόνες και σελίδες, ν’ αφήνει τη ζωή να ’ρχεται σ’ αυτόν αντί να την κυνηγάει ως τις κρυψώνες της, σαν να ’χε συνειδητοποιήσει ότι τα επιτεύγματά του του το επέτρεπαν κι ότι τώρα, μετά από τόσα χρόνια, η ζωή ήταν αυτή που έπρεπε να τον ψάχνει.
Χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, με εξαιρετικούς σχολιασμούς, ο Βάσκες ιχνογραφεί τις ανθρώπινες σχέσεις, τους κάθε είδους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων, τη φθορά του έρωτα.
…φθαρμένοι κι αυτοί από τις διάφορες στρατηγικές που διαθέτει η ζωή για να φθείρει τους ερωτευμένους, απ’ τα υπερβολικά ταξίδια ή την υπερβολική παρουσία, απ’ το συσσωρευμένο βάρος των ψεμάτων ή των ανοησιών ή των προσβολών ή των λαθών, των πραγμάτων που λέγονται σε λάθος στιγμή και με άμετρα ή ακατάλληλα λόγια ή αυτά που, μη βρίσκοντας ίσως κατάλληλα ή μετρημένα λόγια, δεν ειπώθηκαν ποτέ, ή επίσης φθαρμένοι από μια κακή μνήμη, ναι, απ’ την ανικανότητα να θυμηθούν το ουσιώδες και να ζήσουν μέσα σ’ αυτό...
Η εξέλιξη της πορείας του διάσημου σκιτσογράφου προέκυψε από μία όχι τόσο τυχαία συνάντηση με την παιδική φίλη της κόρης του, Σαμάντα Λεάλ. Ο Μαγιαρίνο είναι η πολιτική συνείδηση της χώρας, όπως κάποτε ο Ρεντόν. Ένα σκίτσο του υπήρξε μοιραίο για εκείνον που αφορούσε. Ποια όμως ήταν η εκ των υστέρων επίδραση στον ίδιο τον σκιτσογράφο;
Δικαιοσύνη κι αδικία δεν είχαν σημασία. Ένα μόνο πράγμα άρεσε στο κοινό περισσότερο από την ταπείνωση, κι αυτό ήταν...
Η γραφή του Βάσκες επίμονα διεισδυτική, άλλοτε θυμίζει Χαβιέρ Μαρίας και άλλοτε Μπάνβιλ, ωστόσο έχει την ολοδική του σφραγίδα, και τις δικές του εμμονές με το παρελθόν ως μία ρευστή ύλη που λειτουργεί ως επαναπροσδιοριστικό στοιχείο τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η επιρροή του παρελθόντος στους χαρακτήρες του είναι αναπότρεπτη και ο ίδιος τούς αντιμετωπίζει ως όντα προς μία εκ νέου διερεύνηση.
Προστιθέμενη αξία στο βιβλίο δίνει η εξαιρετική, όπως πάντα άλλωστε, μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Οι υπολήψεις
Juan Gabriel Vásquez
μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Ίκαρος
192 σελ.
ISBN 978-960-572-290-6
Τιμή €13,30
Juan Gabriel Vásquez
μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Ίκαρος
192 σελ.
ISBN 978-960-572-290-6
Τιμή €13,30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου