21.11.25

Νίκη Μισαηλίδη: Διονύσης Στεργιούλας, Στο ίδιο δωμάτιο, Θεσσαλονίκη, 2022, Νησίδες


«Στο ίδιο δωμάτιο με τον θάνατο και την ποίηση»  

 Νίκη Μισαηλίδη

«Μόνο με όρους της αρχαίας τραγωδίας μπορεί να περιγραφεί η σύντομη ζωή της σημαντικής ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου, που δημιούργησε το έργο της στη

Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου», αναφέρει ο Διονύσης Στεργιούλας στον Πρόλογο του θεατρικού μονολόγου Στο ίδιο δωμάτιο (εκδ. Νησίδες, 2024, ISBN: 978-618-5228-86-6), τον οποίο υπογράφει ο ίδιος. Η φράση αυτή λειτουργεί ως προγραμματική δήλωση για τη δραματουργική και αισθητική πρόθεση του συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί να ανασυστήσει, μέσα από την ποιητική πυκνότητα του λόγου και τη θεατρική ένταση του μονολόγου, την τραγικότητα της γυναίκας – ποιήτριας, της Ανθούλας Σταθοπούλου. Ο Διονύσης Στεργιούλας, μεθοδικά και με σεβασμό στην ιστορικότητα του προσώπου, αποτυπώνει τη ζωή και το έργο της Σταθοπούλου όχι ως απλή βιογραφική αφήγηση, αλλά ως υπαρξιακή αναμέτρηση ανάμεσα στη δημιουργία και στην απώλεια, στον έρωτα και στη φθορά, στη φωνή και στη σιωπή.

Ο μονόλογος αναπτύσσεται με σαφείς αναφορές στη δομή της αρχαίας τραγωδίας — ηρωίδα, χώρος περιορισμένος, χορικά τραγούδια που λειτουργούν ως μνήμη και αντήχηση του συλλογικού πόνου — ενώ ο συγγραφέας αξιοποιεί τη θεατρική φόρμα για να αποδώσει μια ψυχική τοπογραφία. Η γλώσσα είναι λυρική, διαποτισμένη από ρυθμική εσωτερικότητα και συμβολισμούς, ενώ η ρητορική του κειμένου αντλεί από τη λογοτεχνική παράδοση του μεσοπολέμου, ενσωματώνοντας διακειμενικά στοιχεία που συνομιλούν με το έργο του Γιώργου Βαφόπουλου και άλλων ποιητών της εποχής. Τα διακείμενα λειτουργούν ως «κλειδιά», τα οποία ξεκλειδώνουν την ερμηνεία του έργου κι αναδεικνύουν τη συγχρονική και διαχρονική σχέση συνύπαρξης των ποιητικών στοιχείων κατά την Κρίστεβα.

Ο Στεργιούλας καταφέρνει έτσι να μετατρέψει τον βιογραφικό πυρήνα σε θεατρική πράξη μνήμης και αναστοχασμού, όπου η Ανθούλα Σταθοπούλου εμφανίζεται ως μια «σύγχρονη Αντιγόνη» της πνευματικής δημιουργίας, εγκλωβισμένη ανάμεσα στην ιστορική λήθη και τη διαρκή ανάγκη αυτο-έκφρασης.

Οι επιμέρους ενότητες του έργου, «Στο δωμάτιο της Νίτσας», «Ο Γιώργος», «Οι φίλες του σανατορίου», «Μνήμες», «Οι Λογοτέχνες – Η θάλασσα», «Πεθαίνουν οι ποιητές;» και «Έξοδος», συνιστούν δραματικά αυτόνομα αλλά και θεματικά συνεκτικά τμήματα του μονολόγου, μέσα από τα οποία αναπτύσσεται η βιογραφική, πνευματική και υπαρξιακή πορεία της Ανθούλας Σταθοπούλου. Ο Στεργιούλας δομεί τον μονόλογό του με τρόπο κυκλικό και ρυθμικό, προτείνοντας μια εσωτερική «μουσική» αφήγηση, όπου κάθε ενότητα λειτουργεί ως κίνηση μιας συναισθηματικής συμφωνίας. Η δραματουργική αρχιτεκτονική του έργου παραπέμπει σε μια «ποιητική παρτιτούρα» μνήμης και φθοράς, όπου ο χρόνος δεν εκτυλίσσεται γραμμικά αλλά βιωματικά, μέσα από αναδρομές, θραύσματα και συνειρμούς.

Τα αγαπημένα και τα χαμένα πρόσωπα – η νεκρή μητέρα, η αδελφή, ο αδελφός, αλλά και ο σύζυγος και ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος – συγκροτούν ένα «χορικό των νεκρών», το οποίο λειτουργεί ως εσωτερικός καθρέφτης της ηρωίδας και οργανώνει τη δραματουργική και ψυχική αρχιτεκτονική του έργου. Οι φωνές των απόντων, άλλοτε ψίθυροι και άλλοτε ηχηρές αναμνήσεις, αποτελούν την ηχητική και συναισθηματική υπόκρουση του έργου, επιτείνοντας την αίσθηση της μόνωσης και του αναπόφευκτου τέλους. Παράλληλα, οι φίλες του σανατορίου, μορφές καθημερινής τρυφερότητας και συλλογικής μοίρας, προσδίδουν στο κείμενο μια διάσταση κοινοτικής εμπειρίας μέσα στο πλαίσιο του πόνου και της ασθένειας. Ο εσωτερικός λόγος της Ανθούλας (σσ. 24-25) συνιστά μια στιγμή αυτογνωσίας που ισοδυναμεί με δραματική αποκάλυψη («αναγνώριση») κατά τα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας. Ο καθρέφτης, ως σκηνικό και συμβολικό αντικείμενο, αποκτά σχεδόν μεταφυσική διάσταση: δεν αντανακλά μόνο τη σωματική αλλοίωση της ασθένειας, αλλά και τη διάλυση της ταυτότητας, τη ρήξη ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι»:

«Νιώθω ότι δεν έχω τίποτα να τους πω./Το μυαλό μου έχει αδειάσει./Δείχνω ότι μοιράζομαι τη χαρά τους/ότι ξεχνώ πού βρίσκομαι/ότι ξεχνώ πως από όσους έρχονται εδώ/οι ογδόντα στους εκατό πεθαίνουν./ Μα μόλις κάθε βράδυ κλείνω τα μάτια/ένα σκοτάδι κατακλύζει τη σκέψη μου./Κάνω προσπάθεια να είμαι αισιόδοξη/ή να φαίνομαι. Τους ξεγελώ. Σχεδόν όλους./ Αλλά πώς να κοροϊδέψω τον εαυτό μου;/ Ξέρω πως ο καθρέφτης δεν λέει ψέματα./Έχω αλλάξει πολύ τελευταία.»

Ο καθρέφτης ως σύμβολο αυτογνωσίας, αναγνώρισης και ρήξης της ταυτότητας συνδέεται άμεσα με τη θεωρία του καθρεφτικού σταδίου (le stade du miroir) του Ζακ Λακάν. Έτσι, ο/η αναγνώστης/-στρια καθίσταται μάρτυρας μιας ψυχικής εξομολόγησης που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και στο όραμα, στην απελπισία και στη νηφαλιότητα. Μέσα από την απλότητα του λόγου και τη μετρημένη ποιητική φόρτιση, ο Στεργιούλας αναδεικνύει τη δραματική αντίφαση της ανθρώπινης ύπαρξης: την ανάγκη για ζωή ακόμη και μπροστά στη βεβαιότητα του τέλους.

Ο Δ. Στεργιούλας, με λεπτότητα και δραματουργική οικονομία, υφαίνει στον λόγο του πλήθος πολιτισμικών αναφορών: από τον Τολστόι και τη ρωσική ηθική της αγάπης, μέχρι τη μουσική του Βάγκνερ και τα μικρασιατικά τραγούδια των προσφύγων, δημιουργώντας ένα διακειμενικό πεδίο όπου η προσωπική μνήμη συναντά τη συλλογική ιστορία. Η αναφορά στη Μυρτιώτισσα, φίλη και συνοδοιπόρο της Ανθούλας, υπογραμμίζει τη θέση των γυναικών δημιουργών στην περιφέρεια του ανδροκρατούμενου λογοτεχνικού κανόνα και συνδέει την τραγική μοίρα της Σταθοπούλου με το ζήτημα της γυναικείας καλλιτεχνικής φωνής. Έτσι, μέσα από την πυκνότητα του λόγου και τη δραματική του απλότητα, ο συγγραφέας αισθητοποιεί τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας με τρόπο βαθιά λυρικό και υπαρξιακό. Οι ενότητες του έργου δεν λειτουργούν απλώς ως επεισόδια βιογραφικής αφήγησης, αλλά ως σταθμοί μιας εσωτερικής κάθαρσης, μιας πορείας προς τη συμφιλίωση με τη μνήμη, την απώλεια και, τελικά, με τον ίδιο τον θάνατο. Ο μονόλογος γίνεται έτσι τόπος αυτογνωσίας και τελετουργίας, όπου η δραματική ποίηση δεν είναι μόνο τέχνη αλλά μετατρέπεται σε μορφή επιβίωσης.

Στο ερώτημα «Πεθαίνουν οι ποιητές;» η Ανθούλα Σταθοπούλου εκφέρει μια σειρά από ερωτήματα που παραπέμπουν όχι μόνο στην αγωνία του/της δημιουργού για την υστεροφημία, αλλά και στην οντολογική προβληματική της ύπαρξης.
«Πεθαίνουν οι ποιητές;/Πεθαίνει το έργο τους;/Πεθαίνουν λίγο λίγο εν ζωή/και ζουν μετά τον θάνατο τους;/Όσο ζουν κοιτούν τον ουρανό/κι όταν πεθαίνουν κοιτούν από ψηλά τη γη;/Θα διαβάζουν ποτέ τα ποιήματά μου/κορίτσια κι αγόρια πριν κοιμηθούν;/Θα τα απαγγέλουν στον αγαπημένο /ή στην αγαπημένη τους;/Ή θα χαθούν μέσα στον χρόνο/μέσα στα σκοτεινά του μονοπάτια;» (σ. 35), αναρωτιέται η ηρωίδα, διατυπώνοντας με ποιητική απλότητα ένα από τα πιο θεμελιώδη ερωτήματα της ανθρώπινης δημιουργίας: την αναζήτηση νοήματος μέσα στη φθαρτότητα. Στο σημείο αυτό, ο Στεργιούλας αποτυπώνει με εξαιρετική ενάργεια τον διχασμό ανάμεσα στη βιολογική θνητότητα και την πνευματική αθανασία. Ο εσωτερικός μονόλογος μετατρέπεται σε μετα-ποιητικό σχόλιο, όπου η ίδια η ποιήτρια στοχάζεται για την αντοχή της τέχνης της μέσα στον χρόνο, για τη διαρκή αναμέτρηση ανάμεσα στη λήθη και στη μνήμη. Η ρητορική των ερωτήσεων αποδίδει τη βαθιά υπαρξιακή της αγωνία, αλλά και την ανάγκη της για διαβεβαίωση — πως το έργο της δεν θα σβήσει, πως η τέχνη μπορεί να υπερβεί τον θάνατο.

Ο Στεργιούλας, διεισδύοντας στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, συγκροτεί ένα ψυχογράφημα εξαιρετικής ευαισθησίας και ακρίβειας. Η ηρωίδα του δεν είναι απλώς ένα ποιητικό πρόσωπο, αλλά ένα υποκείμενο σε διαρκή στοχασμό για τη φύση της δημιουργίας και του «είναι». Με τρόπο που θυμίζει τη λακανική σύλληψη του Εγώ ως φαντασιακού και πάντα ελλειμματικού, η Σταθοπούλου βιώνει τη δική της «διάσπαση» ανάμεσα στον εσωτερικό της κόσμο και στην εικόνα της ως δημιουργού. Η ποίηση γίνεται για εκείνη τόπος αυτογνωσίας, αλλά και μηχανισμός αντίστασης απέναντι στην οριστικότητα του τέλους. Έτσι, το ερώτημα «Πεθαίνουν οι ποιητές;» μετατρέπεται σε υπαρξιακή απορία για την αντοχή της τέχνης, αλλά και σε θεατρικό απόηχο της τραγωδίας της ανθρώπινης συνείδησης. Μέσα από την απλότητα του λόγου, ο Στεργιούλας υψώνει μια μετα-θεατρική σπουδή πάνω στη μνήμη, τη δημιουργία και την απουσία, επιβεβαιώνοντας πως η ποίηση, όπως και το θέατρο, παραμένει η πιο επίμονη μορφή αντίστασης στη λήθη.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η επιλογή του συγγραφέα να κλείνει κάθε ενότητα με ένα τραγούδι. Τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, του Μάρκου Βαμβακάρη και άλλων δημιουργών αλλά και η αναφορά στη μουσική του Βάγκνερ, εντάσσονται οργανικά στη δραματουργία. Η μουσική λειτουργεί ως δεύτερη φωνή του μονολόγου, σχολιάζοντας συναισθηματικά όσα τα λόγια αδυνατούν να πουν. Η μουσική, επανεισάγει στο έργο τη λειτουργία του «χορού» της αρχαίας τραγωδίας: αποτελεί το ηχητικό και συναισθηματικό σχόλιο που συνοψίζει την ψυχική κατάσταση της ηρωίδας και λειτουργεί ως καθαρτήριο στοιχείο. Εκεί όπου η γλώσσα σιωπά, η μελωδία αναλαμβάνει να εκφράσει την απώλεια, τη νοσταλγία, την επιθυμία.

Στο ίδιο δωμάτιο υπερβαίνει τα όρια του θεατρικού μονολόγου, αναδεικνύοντας τη διαλεκτική σχέση λογοτεχνίας και θεάτρου, ζωής και τέχνης. Ο Διονύσης Στεργιούλας επαναφέρει στο προσκήνιο μια μορφή «το έργο [της οποίας, όπως και άλλων γυναικών] είχε υποτιμηθεί ή είχε αποσιωπηθεί όσο ζούσαν ή και για μεγάλο διάστημα μετά τον θάνατό τους.» (σ. 10), προσφέροντας ένα θεατρικό κείμενο που συνδυάζει ιστορική τεκμηρίωση, φιλολογική ευαισθησία και βαθιά υπαρξιακή συγκίνηση. Στο ίδιο δωμάτιο αποτελεί συνεπώς όχι μόνο μια θεατρική πράξη ανάμνησης, αλλά και μια ερμηνευτική προσέγγιση της θηλυκής φωνής μέσα στη νεοελληνική ποιητική παράδοση. Όπως οι στίχοι της ηρωίδας, έτσι και το ίδιο το έργο θέτει ένα διαχρονικό ερώτημα: Πεθαίνουν οι ποιητές ή απλώς αλλάζουν δωμάτιο;

Βιβλιογραφία

  1. Kristeva, J. (1969). Σημειωτική: Recherches pour une semanalyse. Paris: Seuil.
  2. Lacan, J. (1966). Écrits. Paris: Seuil.
  3. Στεργιούλας, Δ. (2024). Στο ίδιο δωμάτιο. Θεσσαλονίκη: Νησίδες.

 https://www.periou.gr/niki-misailidi-dionysis-stergioulas-sto-idio-domatio-thessaloniki-2022-nisides-isbn-978-618-5228-86-6/?fbclid=IwY2xjawOC6xhleHRuA2FlbQIxMABicmlkETBTNEp1OHc0WDlibWRsc0hkc3J0YwZhcHBfaWQQMjIyMDM5MTc4ODIwMDg5MgABHr3I6vPUHveiABfrqMCG_faKFD8eM2IX16UyKakjFNqRcRP3-DY-WnHDt9aF_aem_H07qPUbtUK56nw4Bw7EQyQ

Δεν υπάρχουν σχόλια: