Τῆς ἐξορίας ἡ γῆ
εἶναι ραγισμένο
ἔδαφος.
Μὴν τὸ πατᾶς
μὴν πηδᾶς πάνω
του
ψάξε μόνο τὴ μνήμη
σου
Διαφορετικὰ γκρεμίζεται
καὶ βυθίζεσαι
Γιλὰ Μοσσάεντ, «Δέρμα ἀπὸ πεταλοῦδες»
O ΠΕΡΙΚΛΗΣ μὲ ὅλη τὴν
οἰκογένεια καὶ τοὺς μελλόνυμφους ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα μὲ ἀφορμὴ τὸν γάμο
τοῦ μικροῦ γιοῦ, τοῦ Τάσου. Εἶχε φύγει λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ δώδεκα μὲ τοὺς
γονεῖς στὸ Σίδνεϋ τῆς Αὐστραλίας. Πρὶν τελειώσει τὸ δημοτικό. Σχολιαρόπαιδο.
Πρώτη φορὰ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τότε. Στὴν ἀρχὴ ἦταν καὶ τὰ ἔξοδα βέβαια. Μετὰ
συνεχῶς τὸ ἀνέβαλε. Δίσταζε. Σὰν νὰ φοβόταν νὰ ἔρθει ἀντιμέτωπος
μὲ τὰ παλιά. Τελευταῖα κατάφερε νὰ ἐπανασυνδεθεῖ μὲ συγγενεῖς. Τὸ
ἀποφάσισε ἐπί τέλους. Ὁ γάμος θὰ γινόταν στὴ Σαντορίνη. Τὸ γλέντι
στὸ ξενοδοχεῖο «Ἀνδρομέδα» τοῦ πρωτεξάδερφου. Ὅλα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ
ἀπ’ ἐκεῖνον κι ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ ξενοδοχείου. Κατέφτασαν ἀεροπορικῶς
στὸ «Μακεδονία». Ἤθελαν νὰ περάσουν πρῶτα ἀπὸ τὸ χωριὸ οἰκογενειακῶς
πρὶν φύγουν γιὰ Σαντορίνη. Θὰ ἔμεναν μιὰ βραδιὰ σὲ μιὰ θεία καὶ θὰ ἔφευγαν
τὴν ἑπομένη. Ὁ ἴδιος θὰ ἐπέστρεφε μετὰ τὸν γάμο νὰ μείνει λίγο ἀκόμα.
Ζήτησε νὰ πάει πρῶτα μιὰ βόλτα μονάχος. Τοὺς ἄφησε στὴ θεία καὶ βγῆκε.
Βαδίζοντας στὸ δρόμο κλότσησε μιὰ πέτρα.
Εἶχε χρόνια νὰ τὸ κάνει, πῶς τοῦ ἦρθε ἄραγε; Μικρὸς τὸ συνήθιζε. Ἀσυναίσθητα
πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι. «Σὰν νὰ ἐπιστρέφω ἀπὸ τὸ σχολεῖο», μουρμούρισε.
Τὸ διώροφο ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὸ εἶχαν ἀφήσει μισοτελειωμένο,
ὅταν ἔφυγαν. Γιαπί.
Ἦταν τότε ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 ποὺ
ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἀνασκουμπώνεται κάπως. Πρόσφυγες σχεδὸν ὅλοι στὸ
χωριὸ ἄρχιζαν δειλὰ-δειλὰ νὰ χτίζουν τὰ σπίτια τους. Φτώχεια καὶ ἀνέχεια
ὡστόσο. Κάποιοι εἶχαν φύγει ἐσωτερικοὶ μετανάστες στὴν Ἀθήνα. Ἐργάτες
στὰ ὑφαντουργεῖα, μερικοὶ θυρωροί. Τὰ παιδιὰ πουλοῦσαν λαχεῖα. Δὲν
ὑπῆρχαν πολλὲς δουλειές. Ἄρχισε ἡ μετανάστευση στὸ ἐξωτερικό. Μετά,
μὲ τὴ Χούντα ποὺ σάρωσε τὰ πάντα, ἦρθε κι ἔδεσε τὸ πρᾶγμα. Ὁ δρόμος τῆς
μετανάστευσης διανοίχτηκε μαζὶ μὲ ἐκεῖνον τῆς προσφυγιᾶς. Ὁ κόσμος
ἔφευγε ὄχι μόνο λόγῳ ἀνεργίας καὶ ἀνέχειας ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γλιτώσουν
ἀπὸ τοὺς ἀσφαλῖτες. Πολλοὶ φοβοῦνταν μὴν τοὺς μπουζουριάσουν. Οἱ περισσότεροι
οἰκονομικοὶ μετανάστες στὴ Γερμανία, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε γωνιὰ τῆς
γῆς. Σουηδία, Καναδᾶ, Αὐστραλία. Τὸ μισὸ χωριὸ εἶχε ἀδειάσει. Τὸ σπίτι
γιὰ χρόνια μαράζωνε μισοτελειωμένο, ὥσπου πουλήθηκε.
Πέρασε τὴν αὐλόπορτα. Μπροστά του ὀρθωνόταν ἕνα φροντισμένο
ἀγροτόσπιτο. Δὲν τοῦ θύμιζε τίποτε ἀπὸ τὸ γιαπὶ ποὺ εἶχαν ἀφήσει. Ἔφερε
ἕνα γῦρο τὴν αὐλή. Τίποτα, ἑτοιμάστηκε νὰ πεῖ καὶ τότε εἶδε τὴ ροδιὰ
λίγο πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι. Κρατοῦσε ἀκόμη, μὲ τὰ λιγοστὰ ρόδια νὰ παίρνουν
νὰ ροδίζουν. Τὴν εἶχε φυτέψει ὁ παπποῦς, ὅταν ἔσκαψαν γιὰ τὰ θεμέλια
τοῦ σπιτιοῦ. Σφίχτηκε. Στὰ μάτια του πρόβαλε τὸ χαμόσπιτο ὅπου ζοῦσαν
ὅλοι μαζί, σὲ ἕνα δωμάτιο, ἐνῷ χτιζόταν τὸ διώροφο. Οἱ μολόχες πυρὲς
ἀπὸ τὸ κόκκινο στὸν ἥλιο. Ἔκατσε λίγο στὴν αὐλή. Ζήτησε νὰ μπεῖ μέσα νὰ
δεῖ τὸ σπίτι ὅπου ποτὲ δὲν πρόλαβαν νὰ ζήσουν. Ἀνέβηκε στὸ μπαλκόνι. Ἡ
εἰκόνα ἀπὸ τὴ φωτογράφηση μὲ τὴ μάνα καὶ τὴν ἀδερφὴ στὴ σκάλα χωρὶς
κάγκελα, θολή. Ἔφυγε μὲ ἕναν κόμπο στὸν λαιμό. Πῆγε στὰ μνήματα. Στὴν
παλιὰ ἐκκλησιά. Μετὰ κάθισε στὸ «Καφὲ Λάκης». Τότε ἦταν τὸ «Καφεπαντοπωλεῖον,
ὁ Νῖκος». Ἀναζητοῦσε πρόσωπα νὰ τοῦ θύμιζαν κάτι ἀπὸ τότε. Τόσα χρόνια
ἀνάμεσα... Ὅλα ἴδια... Ὅλα διαφορετικά, ὅλα ἀλλιῶς.
Ζοῦσαν καλὰ στὴν Αὐστραλία. Εἶχαν τὶς δουλειές, τὰ σπίτια τους. Προπάντων
σχολεῖα, ποὺ ἄνοιγαν δρόμους γιὰ ὅλους. Παράλληλα, γιὰ τὰ δικά τους εἶχαν
συλλόγους κι ἑλληνικὰ σχολειά, ἐκκλησιές. Βάφτιζαν κι ἔκαναν τελετὲς
γάμων καὶ κηδειῶν στὶς ἐκκλησιές τους. Ὅλα καλά, ἀλλὰ τοὺς ἔτρωγε τὸ σαράκι
τῆς νοσταλγίας. Ὅλο τὸ ἀπωθοῦσαν. Τὸ ξεχνοῦσαν τάχα, κι αὐτὸ ὅλο ἀναπηδοῦσε
κι ἔβγαινε στὴν ἐπιφάνεια στὶς πιὸ ἀκατάλληλες στιγμές. Ἄντε, τὶς ἄϋπνες
νύχτες στὸ κρεβάτι ἐντάξει. Ὅταν ἐρχόταν καὶ στὶς πιὸ χαρούμενες ἢ
ὀδυνηρὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς, στοὺς γάμους καὶ στὶς κηδεῖες, ἔ τότε ἦταν
δύσκολα. Γίνονταν ἄνω κάτω κι ἄντε νὰ κρυφτοῦν κι ἄντε νὰ συνέλθουν.
Μιλοῦσε σπαστὰ ἑλληνικὰ ὁ Περικλῆς. Ἡ
προφορὰ ἰδιαίτερη. Μίξη ἑλληνικῆς, τουρκικῆς καὶ ἀγγλικῆς. Οἱ γονεῖς,
Πόντιοι πρόσφυγες, τουρκόφωνοι. Στὸ σπίτι μιλοῦσαν τούρκικα. Στὸ σχολεῖο
ἀγγλικά, στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο ἀγγλικὰ μὲ λίγα ἑλληνικά. Ἡ γυναῖκα
του, κι αὐτὴ παιδὶ πρώτης γενιᾶς μεταναστῶν ἀπὸ τὰ Γιαννιτσά. Σλαβομακεδόνες.
Στὸ δικό του σπίτι μπῆκαν καὶ τὰ σλαβομακεδονικά. Τὰ παιδιὰ γρήγορα
ἀπώθησαν τὶς μητρικὲς γλῶσσες τῶν γονιῶν. Προσπάθησαν νὰ κρατήσουν
λίγα ἑλληνικὰ πλάϊ στὰ ἀγγλικὰ ποὺ κυριαρχοῦσαν στὸ σχολεῖο καὶ ἔξω.
Ἔπρεπε νὰ ἐνταχθοῦν, καὶ ἡ μεταναστευτικὴ πολιτικὴ κι ἐκπαίδευση
βοηθοῦσαν πολύ. Ὁ ἴδιος δὲν σπούδασε, ἔγινε ἕνας πετυχημένος μαγαζάτορας.
Μεγάλωσε μὲ ἄνεση τὰ παιδιὰ καὶ φρόντισε νὰ σπουδάσει ἐκεῖνα. Τὴ μεγάλη,
καρδιοχειρουργό· τὸν μικρό, δικηγόρο. Καὶ ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ τὸν παντρέψουν
κι αὐτόν. Ἀναστάσης, τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα. Τὸν φώναζαν «Τάσος».
Συνῆλθε κάπως στὸ καφέ. Πῆγε νὰ πάρει τοὺς δικούς του νὰ κάνουν
ἕναν γῦρο στὸ χωριό. «Νὰ γνωρίσετε τὸν τόπο μας», εἶπε μὲ πάθος στὰ παιδιά. Μήπως
θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ τὸν τόπο μου; διερωτήθηκε. Τὸν τόπο
ΜΟΥ; ἀναρωτήθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ βυθίστηκε σὲ σκέψη.
Πέρασαν ἀπὸ τὸ γήπεδο. Ὁ πατέρας ἦταν τερματοφύλακας.
Τὸν βλέπει νὰ πέφτει μπροστὰ ἀπὸ τὸ τέρμα νὰ πιάνει τὴν μπάλα. Κι ὁ ἴδιος
ἦταν καλός. Μπορεῖ νὰ γινόταν ποδοσφαιριστής, ἂν δὲν ἔφευγαν. Τὸ σχολεῖο...
λουκέτο. Στὴν ταμπέλα δὲν ἔγραφε «Διθέσιον Δημοτικὸν Σχολεῖον Λειβαδοχωρίου».
Ἦταν Πολιτιστικὸς Σύλλογος Γυναικῶν πλέον. Ἡ αὐλή, παρατημένη. Τὰ
λίγα γέρικα πεῦκα, τὰ μόνα ποὺ ἐπιβίωσαν ἀπὸ τὸν πευκώνα καὶ τὸν ὀπωρῶνα
τοῦ σχολείου, ψυχορραγοῦσαν. Ἡ αἰωνόβια γκορτσιὰ στὸ κέντρο τῆς αὐλῆς
μὲ τὴ μεγάλη κουδούνα δὲν ὑπῆρχε πιά. Ἀναρωτήθηκε γιὰ τὴν κουδούνα.
Μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας. Ἤθελε νὰ τὴν ξανάβλεπε.
Ἠχοῦσε κιόλας στὰ ἀφτιά. Διάλειμμα. Νά, τὸ μικρὸ μαυράκι μὲ τὸ μονίμως
σχισμένο ἀπὸ τὸ παιχνίδι κάμποτο σορτσάκι. Πετάγεται ἀπὸ τὴν πόρτα
πρὸς τὴν αὐλή. Βγάζει ἀπὸ τὴν τσέπη τὸ κουβάρι ἀπὸ κουρέλια. Παλιὰ ροῦχα,
ποὺ εἶχε κόψει καὶ συρράψει ἡ μάνα, γιὰ νὰ ὑφάνει κουρελοῦ. Τὸ κλοτσάει,
καλεῖ τοὺς συμμαθητὲς νὰ κάνουν παιχνίδι. Χαμήλωσε τὸ βλέμμα, μὴν
τὸν δοῦν τὰ παιδιὰ καὶ ἡ γυναῖκα του. Ὅλα τοῦ φαίνονταν τόσο ἔρημα, τόσο
ξένα. Ἔνιωσε νὰ μετεωρίζεται στὸ κενό. Αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε ἀπεῖχαν ἀπὸ
τὸν τόπο του, τὸν τόπο τῆς μνήμης. Ἀπομυθοποιοῦσαν τὶς ὑπέροχες νοσταλγικὲς
εἰκόνες τῆς φαντασίας. Μήπως θὰ ἦταν καλύτερα νὰ μέναμε μὲ
τὶς εἰκόνες τῆς φαντασίας; Τὸν κυρίευσε θλίψη. Ὅμως οἱ εἰκόνες
ἦταν ἐκεῖ μέσα του ἀναλλοίωτες, σκέφτηκε στὴν προσπάθειά του νὰ μὴ τὸν
πάρει ἀπὸ κάτω. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ τόπος μπροστά του, στὴν πραγματικὴ διάσταση
τοῦ παρόντος. Ἴσως ἔτσι θὰ ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ ἔβρισκε ἰσορροπία καὶ γαλήνη
μέσα του, ἀναλογίστηκε χωρὶς νὰ τὸ πιστεύει. Κομμάτια καὶ θρύψαλα.
Ἄντε νὰ τὰ ἑνώσεις. Ἄντε νὰ ράψεις τὰ κομμάτια σου σὲ ἕνα κορδόνι, νὰ
ξετυλίξεις τὸ κουβάρι μέσα σου καὶ νὰ ὑφάνεις τὴν κουρελοῦ τῆς ζωῆς
σου. Ὅπως ἔραβε ἡ μάνα μὲ τὸ βελόνι τὰ κουρέλια. Τὰ τύλιγε σὲ
κουβάρι καὶ τὰ ξετύλιγε στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ ὑφάνει τὴν κουρελοῦ, νὰ
τὴ στρώσει, νὰ ζεστάνει τὸ σπίτι, τὶς ψυχές τους. Ἔστρεψε τὸ βλέμμα πρὸς
τὸν σπουργίτη, ποὺ πῆρε μὲ τὸ ράμφος μιὰ πευκοβελόνα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ χώθηκε
βιαστικὰ κάτω ἀπὸ τὰ κεραμίδια, ὅπου ἔχτιζε τὴ φωλιά του.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ
τόπος μέσα μας (ἐκδ. Ἁρμός, 2020).
Ἡ Δέσποινα Καϊτατζῆ-Χουλιούμη ζεῖ
στὶς Σέρρες ἀπ' ὅπου κατάγεται. Εἶναι Κλινικὴ Ψυχολόγος (MSc), ποιήτρια,
συγγραφέας καὶ μεταφράστρια, μέλος τῆς Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν Θεσσαλονίκης.
Ἐργάστηκε σὲ δημόσιες μονάδες Ἐκπαίδευσης, Ἀποκατάστασης καὶ Ψυχικῆς
Ὑγείας στὴ Σουηδία καὶ στὴν Ἑλλάδα. Ἐξέδωσε ἕξι ποιητικὲς συλλογές,
ἡ τελευταία της ἔχει τίτλο Μὲ λένε Εὔα (ἐκδόσεις Μανδραγόρας,
2023). Ἐξέδωσε τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ὁ τόπος μέσα μας (ἐκδόσεις
Ἁρμός), ἐνῷ ἀνθολόγησε καὶ μετέφρασε τέσσερα βιβλία σουηδικῆς ποίησης.
Ποιήματα καὶ διηγήματά της μεταφράστηκαν καὶ δημοσιεύτηκαν σὲ ἄλλες
γλῶσσες. Τὸ 2024 κυκλοφόρησε ἀνθολογία ποιημάτων της στὰ ἱσπανικὰ
μὲ τίτλο Los hijos de Eva σὲ μετάφραση τοῦ José Antonio
Moreno Jurado ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Padilla Libros, Sevilla. Τὸ 2023 τῆς
ἀπονεμήθηκε Τιμητικὴ διάκριση στὸ 1ο Διεθνὲς Φεστιβὰλ Ποίησης Σερρῶν
τοῦ Συνδέσμου Φιλολόγων καὶ τὸ 2024 τῆς ἀπονεμήθηκε τιμητικὴ διάκριση
γιὰ τὸ ποιητικό της ἔργο καὶ τὴν κοινωνικὴ προσφορά της ἀπὸ τὴν Λέσχη
Λάϊονς Σερρῶν Στρυμονιᾶς.
Σημαντικὴ ἐνημερωση γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱστολογίου:
Δεῖτε ἐδῶ: Γιάννης Πατίλης: Πλανόδιον –
Ἱστορίες Μπονζάι. Στροφή .

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου