8.11.25

Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζῆ-Χου­λιού­μη: Ἄν­τε νὰ τὰ ἑνώ­σεις


Τῆς ἐξο­ρί­ας ἡ γῆ 

εἶ­ναι ρα­γι­σμέ­νο ἔδα­φος. 

Μὴν τὸ πα­τᾶς 

μὴν πη­δᾶς πά­νω του 

ψά­ξε μό­νο τὴ μνή­μη σου 

Δια­φο­ρε­τι­κὰ γκρε­μί­ζε­ται 

καὶ βυ­θί­ζε­σαι

Γι­λὰ Μοσ­σά­εντ, «Δέρ­μα ἀπὸ πε­τα­λοῦ­δες»

O ΠΕ­ΡΙ­ΚΛΗΣ μὲ ὅλη τὴν οἰ­κο­γέ­νεια καὶ τοὺς μελ­λό­νυμ­φους ἦρ­θαν στὴν Ἑλ­λά­δα μὲ ἀφορ­μὴ τὸν γά­μο τοῦ μι­κροῦ γιοῦ, τοῦ Τά­σου. Εἶ­χε φύ­γει λί­γο πρὶν ἀπὸ τὰ δώ­δε­κα μὲ τοὺς γο­νεῖς στὸ Σί­δνεϋ τῆς Αὐ­στρα­λί­ας. Πρὶν τε­λειώ­σει τὸ δη­μο­τι­κό. Σχο­λια­ρό­παι­δο. Πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἐρ­χό­ταν ἀπὸ τό­τε. Στὴν ἀρ­χὴ ἦταν καὶ τὰ ἔξο­δα βέ­βαια. Με­τὰ συ­νε­χῶς τὸ ἀνέ­βα­λε. Δί­στα­ζε. Σὰν νὰ φο­βό­ταν νὰ ἔρ­θει ἀν­τι­μέ­τω­πος μὲ τὰ πα­λιά. Τε­λευ­ταῖα κα­τά­φε­ρε νὰ ἐπα­να­συν­δε­θεῖ μὲ συγ­γε­νεῖς. Τὸ ἀπο­φά­σι­σε ἐπί τέ­λους. Ὁ γά­μος θὰ γι­νό­ταν στὴ Σαν­το­ρί­νη. Τὸ γλέν­τι στὸ ξε­νο­δο­χεῖο «Ἀν­δρο­μέ­δα» τοῦ πρω­τε­ξά­δερ­φου. Ὅλα εἶ­χαν ἑτοι­μα­στεῖ ἀπ’ ἐκεῖ­νον κι ἀπὸ τὸ προ­σω­πι­κὸ τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. Κα­τέ­φτα­σαν ἀε­ρο­πο­ρι­κῶς στὸ «Μα­κε­δο­νία». Ἤθε­λαν νὰ πε­ρά­σουν πρῶ­τα ἀπὸ τὸ χω­ριὸ οἰ­κο­γε­νεια­κῶς πρὶν φύ­γουν γιὰ Σαν­το­ρί­νη. Θὰ ἔμε­ναν μιὰ βρα­διὰ σὲ μιὰ θεία καὶ θὰ ἔφευ­γαν τὴν ἑπο­μέ­νη. Ὁ ἴδιος θὰ ἐπέ­στρε­φε με­τὰ τὸν γά­μο νὰ μεί­νει λί­γο ἀκό­μα. Ζή­τη­σε νὰ πά­ει πρῶ­τα μιὰ βόλ­τα μο­νά­χος. Τοὺς ἄφη­σε στὴ θεία καὶ βγῆ­κε.

       Βα­δί­ζον­τας στὸ δρό­μο κλό­τση­σε μιὰ πέ­τρα. Εἶ­χε χρό­νια νὰ τὸ κά­νει, πῶς τοῦ ἦρ­θε ἄρα­γε; Μι­κρὸς τὸ συ­νή­θι­ζε. Ἀσυ­ναί­σθη­τα πῆ­ρε τὸν δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι. «Σὰν νὰ ἐπι­στρέ­φω ἀπὸ τὸ σχο­λεῖο», μουρ­μού­ρι­σε. Τὸ διώ­ρο­φο ἀπέ­ναν­τι ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία τὸ εἶ­χαν ἀφή­σει μι­σο­τε­λειω­μέ­νο, ὅταν ἔφυ­γαν. Για­πί.

       Ἦταν τό­τε ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’60 ποὺ ὁ κό­σμος ἄρ­χι­σε νὰ ἀνα­σκουμ­πώ­νε­ται κά­πως. Πρό­σφυ­γες σχε­δὸν ὅλοι στὸ χω­ριὸ ἄρ­χι­ζαν δει­λὰ-δει­λὰ νὰ χτί­ζουν τὰ σπί­τια τους. Φτώ­χεια καὶ ἀνέ­χεια ὡστό­σο. Κά­ποιοι εἶ­χαν φύ­γει ἐσω­τε­ρι­κοὶ με­τα­νά­στες στὴν Ἀθή­να. Ἐρ­γά­τες στὰ ὑφαν­τουρ­γεῖα, με­ρι­κοὶ θυ­ρω­ροί. Τὰ παι­διὰ που­λοῦ­σαν λα­χεῖα. Δὲν ὑπῆρ­χαν πολ­λὲς δου­λειές. Ἄρ­χι­σε ἡ με­τα­νά­στευ­ση στὸ ἐξω­τε­ρι­κό. Με­τά, μὲ τὴ Χούν­τα ποὺ σά­ρω­σε τὰ πάν­τα, ἦρ­θε κι ἔδε­σε τὸ πρᾶγ­μα. Ὁ δρό­μος τῆς με­τα­νά­στευ­σης δια­νοί­χτη­κε μα­ζὶ μὲ ἐκεῖ­νον τῆς προ­σφυ­γιᾶς. Ὁ κό­σμος ἔφευ­γε ὄχι μό­νο λό­γῳ ἀνερ­γί­ας καὶ ἀνέ­χειας ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ γλι­τώ­σουν ἀπὸ τοὺς ἀσφα­λῖ­τες. Πολ­λοὶ φο­βοῦν­ταν μὴν τοὺς μπου­ζου­ριά­σουν. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι οἰ­κο­νο­μι­κοὶ με­τα­νά­στες στὴ Γερ­μα­νία, ἀλ­λὰ καὶ σὲ κά­θε γω­νιὰ τῆς γῆς. Σου­η­δία, Κα­να­δᾶ, Αὐ­στρα­λία. Τὸ μι­σὸ χω­ριὸ εἶ­χε ἀδειά­σει. Τὸ σπί­τι γιὰ χρό­νια μα­ρά­ζω­νε μι­σο­τε­λειω­μέ­νο, ὥσπου που­λή­θη­κε.

Πέ­ρα­σε τὴν αὐ­λό­πορ­τα. Μπρο­στά του ὀρ­θω­νό­ταν ἕνα φρον­τι­σμέ­νο ἀγρο­τό­σπι­το. Δὲν τοῦ θύ­μι­ζε τί­πο­τε ἀπὸ τὸ για­πὶ ποὺ εἶ­χαν ἀφή­σει. Ἔφε­ρε ἕνα γῦ­ρο τὴν αὐ­λή. Τί­πο­τα, ἑτοι­μά­στη­κε νὰ πεῖ καὶ τό­τε εἶ­δε τὴ ρο­διὰ λί­γο πί­σω ἀπὸ τὸ σπί­τι. Κρα­τοῦ­σε ἀκό­μη, μὲ τὰ λι­γο­στὰ ρό­δια νὰ παίρ­νουν νὰ ρο­δί­ζουν. Τὴν εἶ­χε φυ­τέ­ψει ὁ παπ­ποῦς, ὅταν ἔσκα­ψαν γιὰ τὰ θε­μέ­λια τοῦ σπι­τιοῦ. Σφί­χτη­κε. Στὰ μά­τια του πρό­βα­λε τὸ χα­μό­σπι­το ὅπου ζοῦ­σαν ὅλοι μα­ζί, σὲ ἕνα δω­μά­τιο, ἐνῷ χτι­ζό­ταν τὸ διώ­ρο­φο. Οἱ μο­λό­χες πυ­ρὲς ἀπὸ τὸ κόκ­κι­νο στὸν ἥλιο. Ἔκα­τσε λί­γο στὴν αὐ­λή. Ζή­τη­σε νὰ μπεῖ μέ­σα νὰ δεῖ τὸ σπί­τι ὅπου πο­τὲ δὲν πρό­λα­βαν νὰ ζή­σουν. Ἀνέ­βη­κε στὸ μπαλ­κό­νι. Ἡ εἰ­κό­να ἀπὸ τὴ φω­το­γρά­φη­ση μὲ τὴ μά­να καὶ τὴν ἀδερ­φὴ στὴ σκά­λα χω­ρὶς κάγ­κε­λα, θο­λή. Ἔφυ­γε μὲ ἕναν κόμ­πο στὸν λαι­μό. Πῆ­γε στὰ μνή­μα­τα. Στὴν πα­λιὰ ἐκ­κλη­σιά. Με­τὰ κά­θι­σε στὸ «Κα­φὲ Λά­κης». Τό­τε ἦταν τὸ «Κα­φε­παν­το­πω­λεῖ­ον, ὁ Νῖ­κος». Ἀνα­ζη­τοῦ­σε πρό­σω­πα νὰ τοῦ θύ­μι­ζαν κά­τι ἀπὸ τό­τε. Τό­σα χρό­νια ἀνά­με­σα... Ὅλα ἴδια... Ὅλα δια­φο­ρε­τι­κά, ὅλα ἀλ­λιῶς.

Ζοῦ­σαν κα­λὰ στὴν Αὐ­στρα­λία. Εἶ­χαν τὶς δου­λειές, τὰ σπί­τια τους. Προ­πάν­των σχο­λεῖα, ποὺ ἄνοι­γαν δρό­μους γιὰ ὅλους. Πα­ράλ­λη­λα, γιὰ τὰ δι­κά τους εἶ­χαν συλ­λό­γους κι ἑλ­λη­νι­κὰ σχο­λειά, ἐκ­κλη­σιές. Βά­φτι­ζαν κι ἔκα­ναν τε­λε­τὲς γά­μων καὶ κη­δειῶν στὶς ἐκ­κλη­σιές τους. Ὅλα κα­λά, ἀλ­λὰ τοὺς ἔτρω­γε τὸ σα­ρά­κι τῆς νο­σταλ­γί­ας. Ὅλο τὸ ἀπω­θοῦ­σαν. Τὸ ξε­χνοῦ­σαν τά­χα, κι αὐ­τὸ ὅλο ἀνα­πη­δοῦ­σε κι ἔβγαι­νε στὴν ἐπι­φά­νεια στὶς πιὸ ἀκα­τάλ­λη­λες στιγ­μές. Ἄν­τε, τὶς ἄϋ­πνες νύ­χτες στὸ κρε­βά­τι ἐν­τά­ξει. Ὅταν ἐρ­χό­ταν καὶ στὶς πιὸ χα­ρού­με­νες ἢ ὀδυ­νη­ρὲς στιγ­μὲς τῆς ζω­ῆς, στοὺς γά­μους καὶ στὶς κη­δεῖ­ες, ἔ τό­τε ἦταν δύ­σκο­λα. Γί­νον­ταν ἄνω κά­τω κι ἄν­τε νὰ κρυ­φτοῦν κι ἄν­τε νὰ συ­νέλ­θουν.

       Μι­λοῦ­σε σπα­στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ὁ Πε­ρι­κλῆς. Ἡ προ­φο­ρὰ ἰδιαί­τε­ρη. Μί­ξη ἑλ­λη­νι­κῆς, τουρ­κι­κῆς καὶ ἀγ­γλι­κῆς. Οἱ γο­νεῖς, Πόν­τιοι πρό­σφυ­γες, τουρ­κό­φω­νοι. Στὸ σπί­τι μι­λοῦ­σαν τούρ­κι­κα. Στὸ σχο­λεῖο ἀγ­γλι­κά, στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ σχο­λεῖο ἀγ­γλι­κὰ μὲ λί­γα ἑλ­λη­νι­κά. Ἡ γυ­ναῖ­κα του, κι αὐ­τὴ παι­δὶ πρώ­της γε­νιᾶς με­τα­να­στῶν ἀπὸ τὰ Γιαν­νι­τσά. Σλα­βο­μα­κε­δό­νες. Στὸ δι­κό του σπί­τι μπῆ­καν καὶ τὰ σλα­βο­μα­κε­δο­νι­κά. Τὰ παι­διὰ γρή­γο­ρα ἀπώ­θη­σαν τὶς μη­τρι­κὲς γλῶσ­σες τῶν γο­νιῶν. Προ­σπά­θη­σαν νὰ κρα­τή­σουν λί­γα ἑλ­λη­νι­κὰ πλάϊ στὰ ἀγ­γλι­κὰ ποὺ κυ­ριαρ­χοῦ­σαν στὸ σχο­λεῖο καὶ ἔξω. Ἔπρε­πε νὰ ἐν­τα­χθοῦν, καὶ ἡ με­τα­να­στευ­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ κι ἐκ­παί­δευ­ση βο­η­θοῦ­σαν πο­λύ. Ὁ ἴδιος δὲν σπού­δα­σε, ἔγι­νε ἕνας πε­τυ­χη­μέ­νος μα­γα­ζά­το­ρας. Με­γά­λω­σε μὲ ἄνε­ση τὰ παι­διὰ καὶ φρόν­τι­σε νὰ σπου­δά­σει ἐκεῖ­να. Τὴ με­γά­λη, καρ­διο­χει­ρουρ­γό· τὸν μι­κρό, δι­κη­γό­ρο. Καὶ ἔφτα­σε ἡ ὥρα νὰ τὸν παν­τρέ­ψουν κι αὐ­τόν. Ἀνα­στά­σης, τὸ ὄνο­μα τοῦ πα­τέ­ρα. Τὸν φώ­να­ζαν «Τά­σος».

Συ­νῆλ­θε κά­πως στὸ κα­φέ. Πῆ­γε νὰ πά­ρει τοὺς δι­κούς του νὰ κά­νουν ἕναν γῦ­ρο στὸ χω­ριό. «Νὰ γνω­ρί­σε­τε τὸν τό­πο μας», εἶ­πε μὲ πά­θος στὰ παι­διά. Μή­πως θὰ ἔπρε­πε νὰ πῶ τὸν τό­πο μου; διε­ρω­τή­θη­κε. Τὸν τό­πο ΜΟΥ; ἀνα­ρω­τή­θη­κε γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ καὶ βυ­θί­στη­κε σὲ σκέ­ψη.

       Πέ­ρα­σαν ἀπὸ τὸ γή­πε­δο. Ὁ πα­τέ­ρας ἦταν τερ­μα­το­φύ­λα­κας. Τὸν βλέ­πει νὰ πέ­φτει μπρο­στὰ ἀπὸ τὸ τέρ­μα νὰ πιά­νει τὴν μπά­λα. Κι ὁ ἴδιος ἦταν κα­λός. Μπο­ρεῖ νὰ γι­νό­ταν πο­δο­σφαι­ρι­στής, ἂν δὲν ἔφευ­γαν. Τὸ σχο­λεῖο... λου­κέ­το. Στὴν τα­μπέ­λα δὲν ἔγρα­φε «Δι­θέ­σιον Δη­μο­τι­κὸν Σχο­λεῖ­ον Λει­βα­δο­χω­ρί­ου». Ἦταν Πο­λι­τι­στι­κὸς Σύλ­λο­γος Γυ­ναι­κῶν πλέ­ον. Ἡ αὐ­λή, πα­ρα­τη­μέ­νη. Τὰ λί­γα γέ­ρι­κα πεῦ­κα, τὰ μό­να ποὺ ἐπι­βί­ω­σαν ἀπὸ τὸν πευ­κώ­να καὶ τὸν ὀπω­ρῶ­να τοῦ σχο­λεί­ου, ψυ­χορ­ρα­γοῦ­σαν. Ἡ αἰ­ω­νό­βια γκορ­τσιὰ στὸ κέν­τρο τῆς αὐ­λῆς μὲ τὴ με­γά­λη κου­δού­να δὲν ὑπῆρ­χε πιά. Ἀνα­ρω­τή­θη­κε γιὰ τὴν κου­δού­να. Με­γα­λύ­τε­ρη ἀπὸ τὴν καμ­πά­να τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ἤθε­λε νὰ τὴν ξα­νά­βλε­πε. Ἠχοῦ­σε κιό­λας στὰ ἀφτιά. Διά­λειμ­μα. Νά, τὸ μι­κρὸ μαυ­ρά­κι μὲ τὸ μο­νί­μως σχι­σμέ­νο ἀπὸ τὸ παι­χνί­δι κά­μπο­το σορ­τσά­κι. Πε­τά­γε­ται ἀπὸ τὴν πόρ­τα πρὸς τὴν αὐ­λή. Βγά­ζει ἀπὸ τὴν τσέ­πη τὸ κου­βά­ρι ἀπὸ κου­ρέ­λια. Πα­λιὰ ροῦ­χα, ποὺ εἶ­χε κό­ψει καὶ συρ­ρά­ψει ἡ μά­να, γιὰ νὰ ὑφά­νει κου­ρε­λοῦ. Τὸ κλο­τσά­ει, κα­λεῖ τοὺς συμ­μα­θη­τὲς νὰ κά­νουν παι­χνί­δι. Χα­μή­λω­σε τὸ βλέμ­μα, μὴν τὸν δοῦν τὰ παι­διὰ καὶ ἡ γυ­ναῖ­κα του. Ὅλα τοῦ φαί­νον­ταν τό­σο ἔρη­μα, τό­σο ξέ­να. Ἔνιω­σε νὰ με­τε­ω­ρί­ζε­ται στὸ κε­νό. Αὐ­τὰ ποὺ ἔβλε­πε ἀπεῖ­χαν ἀπὸ τὸν τό­πο του, τὸν τό­πο τῆς μνή­μης. Ἀπο­μυ­θο­ποιοῦ­σαν τὶς ὑπέ­ρο­χες νο­σταλ­γι­κὲς εἰ­κό­νες τῆς φαν­τα­σί­ας. Μή­πως θὰ ἦταν κα­λύ­τε­ρα νὰ μέ­να­με μὲ τὶς εἰ­κό­νες τῆς φαν­τα­σί­ας; Τὸν κυ­ρί­ευ­σε θλί­ψη. Ὅμως οἱ εἰ­κό­νες ἦταν ἐκεῖ μέ­σα του ἀναλ­λοί­ω­τες, σκέ­φτη­κε στὴν προ­σπά­θειά του νὰ μὴ τὸν πά­ρει ἀπὸ κά­τω. Ἀπὸ τὴν ἄλ­λη ὁ τό­πος μπρο­στά του, στὴν πραγ­μα­τι­κὴ διά­στα­ση τοῦ πα­ρόν­τος. Ἴσως ἔτσι θὰ ἦταν πιὸ εὔ­κο­λο νὰ ἔβρι­σκε ἰσορ­ρο­πία καὶ γα­λή­νη μέ­σα του, ἀνα­λο­γί­στη­κε χω­ρὶς νὰ τὸ πι­στεύ­ει. Κομ­μά­τια καὶ θρύ­ψα­λα. Ἄν­τε νὰ τὰ ἑνώ­σεις. Ἄν­τε νὰ ρά­ψεις τὰ κομ­μά­τια σου σὲ ἕνα κορ­δό­νι, νὰ ξε­τυ­λί­ξεις τὸ κου­βά­ρι μέ­σα σου καὶ νὰ ὑφά­νεις τὴν κου­ρε­λοῦ τῆς ζω­ῆς σου. Ὅπως ἔρα­βε ἡ μά­να μὲ τὸ βε­λό­νι τὰ κου­ρέ­λια. Τὰ τύ­λι­γε σὲ κου­βά­ρι καὶ τὰ ξε­τύ­λι­γε στὴ συ­νέ­χεια, γιὰ νὰ ὑφά­νει τὴν κου­ρε­λοῦ, νὰ τὴ στρώ­σει, νὰ ζε­στά­νει τὸ σπί­τι, τὶς ψυ­χές τους. Ἔστρε­ψε τὸ βλέμ­μα πρὸς τὸν σπουρ­γί­τη, ποὺ πῆ­ρε μὲ τὸ ράμ­φος μιὰ πευ­κο­βε­λό­να ἀπὸ τὴ γῆ καὶ χώ­θη­κε βια­στι­κὰ κά­τω ἀπὸ τὰ κε­ρα­μί­δια, ὅπου ἔχτι­ζε τὴ φω­λιά του.

 

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ διη­γη­μά­των Ὁ τό­πος μέσα μας (ἐκδ. Ἁρμός, 2020).

Ἡ Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζῆ-Χου­λιού­μη ζεῖ στὶς Σέρ­ρες ἀπ' ὅπου κα­τά­γε­ται. Εἶ­ναι Κλι­νι­κὴ Ψυ­χο­λό­γος (MSc), ποι­ή­τρια, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρά­στρια, μέ­λος τῆς Ἑται­ρεί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἐρ­γά­στη­κε σὲ δη­μό­σιες μο­νά­δες Ἐκ­παί­δευ­σης, Ἀπο­κα­τά­στα­σης καὶ Ψυ­χι­κῆς Ὑγεί­ας στὴ Σου­η­δία καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα. Ἐξέ­δω­σε ἕξι ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἡ τε­λευ­ταία της ἔχει τί­τλο Μὲ λέ­νε Εὔα (ἐκ­δό­σεις Μαν­δρα­γό­ρας, 2023). Ἐξέ­δω­σε τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὁ τό­πος μέ­σα μας (ἐκ­δό­σεις Ἁρ­μός), ἐνῷ ἀν­θο­λό­γη­σε καὶ με­τέ­φρα­σε τέσ­σε­ρα βι­βλία σου­η­δι­κῆς ποί­η­σης. Ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τά της με­τα­φρά­στη­καν καὶ δη­μο­σιεύ­τη­καν σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες. Τὸ 2024 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀν­θο­λο­γία ποι­η­μά­των της στὰ ἱσπα­νι­κὰ μὲ τί­τλο Los hi­jos de E­va σὲ με­τά­φρα­ση τοῦ Jo­sé An­to­nio More­no Ju­ra­do ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Pa­dil­la Li­bros, Se­vil­la. Τὸ 2023 τῆς ἀπο­νε­μή­θη­κε Τι­μη­τι­κὴ διά­κρι­ση στὸ 1ο Διε­θνὲς Φε­στι­βὰλ Ποί­η­σης Σερ­ρῶν τοῦ Συν­δέ­σμου Φι­λο­λό­γων καὶ τὸ 2024 τῆς ἀπο­νε­μή­θη­κε τι­μη­τι­κὴ διά­κρι­ση γιὰ τὸ ποι­η­τι­κό της ἔρ­γο καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ προ­σφο­ρά της ἀπὸ τὴν Λέ­σχη Λάϊ­ονς Σερ­ρῶν Στρυ­μο­νιᾶς.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: