-bookjournal, τ. 138-
Να ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι, διαβάζοντας το βιβλίο, δυνάμωνε διαρκώς μέσα μου η αίσθηση ότι μερικά βιβλία μπορεί να τα γράψει μόνον ο Θωμάς Κοροβίνης! Τι εννοώ; Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό πορτρέτο, με ένα μυθιστόρημα που περιγράφει σκέψεις, συναισθήματα, καταστάσεις, με ένα βιβλίο που σκιαγραφεί χαρακτήρες. Κατά βάση έχουμε μια αυτοναφορική εξομολόγηση, μια σπουδή στην ανθρωπογεωγραφική σύνθεση του Πειραιά. «Ένα-δύο-τρία γκολ, παντού πανικός, Θρίαμβος-νίκη-Ολυμπιακός», να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Το επίτευγμα του βιβλίου είναι ότι ο Κοροβίνης
συνταιριάζει πράγματα ετερόκλητα μεταξύ τους: «Παντρεύει»
τον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό, με αφήγηση εσκεμμένα άνιση,
παραληρηματική με μακροπερίοδο λόγο, με το ιδιόλεκτο της
εποχής και της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας στην οποία
εντάσσεται και ο «Μπέμπης».
«Τι σόι κόσμος ήταν αυτός, η πρώτη γενιά της παραδαρμένης
προσφυγιάς, απορώ και εξίσταμαι, άφησαν όλα τα μπερεκέτια τους στη Μικρά Ασία, τους μισούς τους ρίξανε στη φωτιά και στο μαχαίρι ή τους κατάπιε τ’ αλμυρό νερό, τους άλλους μισούς τους πέταξαν εδώ» γράφει ο Κοροβίνης, δια στόματος Μπέμπη.
Το ύφος του, αυτό είναι που καθιστά ξεχωριστό αυτό το
βιβλίο, μέσα στην ποικιλία που χαρακτηρίζει, ούτως ή άλλως
συνολικά τα μυθιστορήματα του Θωμά. Εδώ οι ήρωες του
μυθιστορήματος δεν εκφέρουν λόγο ξερό, κοφτό, στακάτο,
μάγκικο, με σύντομες προτάσεις. Εδώ έχουμε ατελείωτες
σχοινοτενείς πολλές φορές προτάσεις, παθιασμένους μονόλογους
και δυνατούς διαλόγους που δεν «σηκώνουν» την τελεία. Ίσως
γιατί ο Μπέμπης «μιλούσε» στον Θωμά με πάθος, άλλωστε, όταν
σκεφτόμαστε, δεν τεμαχίζουμε τις σκέψεις μας σε μικρές μικρές
μονάδες, σε σύντομες προτάσεις; Σε οποιαδήποτε διανοητική
κατάσταση κι αν βρισκόμαστε, και ειδικά όταν κάτι, μια έγνοια, μια
σκέψη, ένα βίωμα, ένα συναίσθημα, έστω και για λίγο, μας παθιάζει, τότε δεν μας σταματά τίποτε. Ιδίως όταν μας βασανίζει
κάτι και θέλουμε να μοιραστούμε τις σκέψεις μας με κάποιον, τότε
δεν ξέρουμε τι πάει να πει τελεία. Ιδίως όταν έχουμε να κάνουμε με
ήρωες που βρίσκονται σε τέτοια ψυχική κατάσταση, που είναι
βασανισμένοι.
«ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου ως τα πέρατα, τ’ αγαπούσα τρελά τα γράμματα…» …οι εταιρείες ξαμολούσαν τους μπόγιες στις φτωχογειτονιές να ξετρυπώσουν κελεπούρια, κάθονταν και με χάζευαν, δεν ήταν μόνο η κλίση μου, και η εξάσκηση, η τελειομανία μου, μαγεύονταν κι από τα δάχτυλά μου, τέτοια δάχτυλα, τόσο μακριά και ευλύγιστα δε γεννήθηκαν, έλεγαν, ταχυδακτυλουργός, υπερβολές θα πεις, μα, όπως και να ’χει, δούλευα σκληρά, χρόνος υπάρχει, όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο είναι τεμπελχανάδες, έκλεβα απ’ τον ύπνο, απ’ το χουζούρι, απ’ τις τσάρκες, απ’ τις γκομενίτσες, γιατί, διακονούσα τη θρησκεία μου, με πίστη φανατική, ευλάβεια και ευγνωμοσύνη, το θεό μου, τη μουσική
εκεί είδα το πρώτο «όραμα», ας τ’ ονομάσω έτσι, λοιπόν από τότε δίπλα στην πραγματική ζωή που αντιλαμβανόμαστε όλοι με τις αισθήσεις μας, ζω παράλληλα μιαν άλλη, μια δεύτερη ζωή, που δε βάζει κανένα εμπόδιο στην πρώτη, μη ορατή για τους υπόλοιπους, μυστική ζωή, φευγάτη, γεμάτη όνειρα αλλά και ανεκπλήρωτους πόθους, λαχτάρες, φόβους και μυστήριες
καταδιώξεις που μου φέρνουν πανικό, έρχομαι σε αφασία, τότε παλεύω να αντισταθώ, να ξεγλιστρήσω, μα δε μπορώ,» αυτά είναι μερικά μόνο χαρακτηριστικά αποσπάσματα που επέλεξα, για να τεκμηριώσω την παραπάνω θέση.
Είναι εκπληκτική αυτή η γραφή, πετυχαίνει το ακατόρθωτο,
καταφέρνει να προχωράει μάλιστα στην ουσία με μια απροσδόκητη είναι αλήθεια εσωτερική συνοχή! Με μακροπερίοδο
λόγο, ή μάλλον με περιόδους που χωρίζονται με κόμματα αντί για
τελείες, χωρίς παραγράφους αλλά με υποκεφάλαια σε κάθε ενότητα, το ύφος μου θύμισε σε πολλά σημεία Σαραμάγκου.
Η γλώσσα του βιβλίου δεν περιορίζεται, δεν περιχαρακώνεται σε κανένα σημείο, βρίσκεται σε ένα συνεχές κυνηγητό με τη αφήγηση προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει την παραμικρή νοητική απόχρωση από την έναρξη μέχρι την κατακλείδα, ενσωματώνοντας κάθε διαδρομή που ενδέχεται να
περιέχει η τεθλασμένη πορεία προς την τελική κρυστάλλωση.
«…Δε στέριωσα πουθενά είναι αλήθεια αλλά ποιός μουσικός έπιασε ένα στασίδι και δεν ξεκουνήθηκε, είναι η μοίρα του σιναφιού μας, η φύση της δουλειάς μας, αν θες, περιπλανώμενοι είμαστε, σαν τους τσιγγάνους, το καραβάνι μας είναι η ορχήστρα μας, η περιουσία μας είναι τα όργανά μας, έβαζα πλώρη για λιμάνια ονειρικά, βυθιζόμουν σ’ έναν ωκεανό ομορφιάς και
έξαρσης, τρικυμιζόμουν μέσα στο φανταστικό μου κόσμο, ανεβοκατεβαίνοντας απ’ τον αφρό ως τον πάτο, εκεί μέσα εξαφανιζόταν κάθε δαιμόνιο, κάθε θλιβερή σκιά, γινόμουν ο καραβοκύρης του εαυτού μου, ο κυρίαρχος του κόσμου.. λένε πως είμαι σκοτεινός, λέω πως είμαι φωτεινός, αν γουστάρετε φως, τρυπήστε το σκοτάδι μου και τρυπώστε μέσα στις σπηλιές μου να ερευνήσετε, τότε θα σας φωτίσει ο ήλιος μου ο κρυφός, εμείς τζάμπα ηλεκτρισμό δεν πουλάμε, η πιο μεγάλη καργιόλα είναι η ίδια η ζωή, γιατί όλοι έχουν μέσα τους για σένα μια κολοβή, μια παρεξηγημένη ταυτότητα, αν θες να μάθεις, σάμπως δεν τα ξέρεις…»
Το βιβλίο διαβάζεται και ως χρονικό μιας εποχής. Άλλη εποχή («τότε τη δίαιτα την έκανες από ανάγκη») Παλιομπούζουκο…όλα τα σεκλέτια του ντουνιά τα χωράει το έρμο, τόσο φιλόξενο είναι»
Μποέμ τύπος ο Μπέμπης με στακάτη πενιά, προσωπικότητα αυτοκαταστροφική, όπως αποκαλύπτεται και στο βιβλίο. Μπουζουξής με παίξιμο διαφορετικό από των υπολοίπων, γεγονός που συντηρεί τον μύθο του έως και σήμερα, παρόλο που δεν είχε ηχογραφήσει και πολλά πράγματα, μολονότι δε είχε συνθέσει πολλά δημοφιλή τραγούδια.
Στο μυθιστόρημα του Κοροβίνη οι προτάσεις είναι ατελείωτες, ο λόγος παραληρηματικός, οι περιγραφές χειμαρρώδεις, μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδύεται ο σπαραγμός και το προσωπικό αδιέξοδο του «Μπέμπη». Aυτός ο ασθματικός μονόλογος, με τις πολλές υφέσεις και τις ακόμη περισσότερες εξάρσεις καθηλώνει, μια και η ψυχική διάθεση του πρωταγωνιστή της ιστορίας είναι τόσο οριακή που παρακολουθούμε μαζί του μαγεμένοι τη σαγήνη που του ασκούν πράγματα απλά, καθημερινά. Σε μερικές περιπτώσεις, ένα ολόκληρο κεφάλαιο είναι δυνατό να αποτελείται από μία και μόνη σχοινοτενή πρόταση, που ξεκινά κανονικά, αλλά στην πορεία στρέφεται ατελείωτα γύρω από τον εαυτό της, για να συμπεριλάβει, σε μια ενιαία ροή, αντικρουόμενες διαθέσεις και έτσι αποδίδει τις αλλεπάλληλες παλινωδίες, τους δισταγμούς και την αναποφασιστικότητα του Μπέμπη.
«…το λαϊκό τραγούδι, βρίσκεται κάποιος δικός μας, παίρνει ένα
επεισόδιο, ένα περιστατικό, και σκαρώνει επάνω του μια ιστορία ολόκληρη…» έτσι εδώ και ο Θωμάς Κοροβίνης. Αντιλαμβάνεστε ότι η υφολογική επιλογή του ήταν η ενδεδειγμένη για να αποδοθεί η καταιγιστική σκέψη του χαρακτήρα που έπλασε (θυμηθείτε με
πόση μαστοριά είχε φιλοτεχνήσει τους χαρακτήρες στον
βραβευμένο Γύρο του Θανάτου ή όταν είχε συνθέσει εκείνο το
εκπληκτικό γράμμα στον Γιώργο Ιωάννου.
Δεν είναι σίγουρα ο πρώτος που επιλέγει αυτό το υφολογικό
τερτίπι με την αφήγηση. Έγραψα πριν για τον Σαραμάγκου, το έχει
κάνει κι ο Μπέρντχαρντ αλλά κι ο μέγιστος Λάσλο Κρασναχορκάι.
Αναφέρομαι στην αποτύπωση αυτού του παραληρηματικού
κόσμου του ήρωα. Έχουμε όμως, θεωρώ, μια τομή στο συνολικό
έργο του Κοροβίνη, ένα βήμα που κάνει προς στο μεταμοντέρνο.
Μας έχει συνηθίσει να ακολουθούμε την προφορικότητα των
χαρακτήρων του, εδώ, ωστόσο, έχουμε μια μια εξαιρετική σύνθεση λυρικότητας αλλά τραχύτητας συνάμα. Μια υποτιθέμενη
καταρρακτώδη απεύθυνση σε κάποιο πρόσωπο με έναν
ευρηματικό παραληρηματικό μονόλογο, έναν χειμαρρώδη λόγο για μια περσόνα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου