ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
(Μία αναφορά στην Α Αθηναϊκή Σχολή)
του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»
και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών
Αποτελεί δίχως καμιά αμφιβολία αλήθεια πως μέσα στον σύγχρονο ρυθμό της ποιητικής γραφής στην Ελλάδα, πολλές φορές (αν όχι όλες) λησμονούμε τα θεμέλια της. Τους ανθρώπους που κλήθηκαν από την μοίρα της εποχής τους να πρωτοχαράξουν εικόνες ποιητικές επάνω στο χαρτί (που στην εποχή τους ακόμη κι αυτό ήταν σπάνιο και ακριβό) και υπό το φως των κεριών και της λάμπας ενίοτε, άρχισαν να σχηματίζουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε με τόση ευκολία μέσων, ποιητικό λόγο.
Αποφάσισα σε τούτο το κείμενο, μίαν γενική αναφορά στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό εκείνο θεμέλιο της αμέσως μετεπαναστατικής Ελλάδας και όχι μια αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, διότι θεωρώ πως κατ’ αναλογίαν η αναφορά μας δημοσίως σε όλους αυτούς τους ελαχίστους τον αριθμό μα όχι και εντελώς ξεπερασμένους στις μέρες μας και ανάξιου λόγου, είναι εντελώς αντιστρόφως ανάλογη της προσφοράς τους.
Ότι σήμερα για εμάς θεωρείται δεδομένο, εκείνη την εποχή θεωρείτο ως και υπήρξε πρωτοποριακό, πρωτόφαντο. Αποσυρθείτε για λίγο από την Ελλάδα του 2023 του τεχνικού πολιτισμού (ο πολιτισμός ο πραγματικός είναι κάτι εντελώς διαφορετικό) και με τα μάτια σας κλειστά και την ψυχή σας δεκτική, μεταφερθείτε νοερά τότε, εκεί στην μακρινή εποχή όπου αναφέρομαι κοντά διακόσια χρόνια πίσω στο παρελθόν. Μια Ελλάδα που ακόμη δεν είχε ξεπλύνει τα αίματα από μιαν επανάσταση που πρόσμεναν ολάκερες γενιές Ελλήνων μα οι καιροί δεν την επέτρεπαν, καταφέρνει να αποκτήσει διαμέσου και των διεθνών συγκυριών μα πιότερο ενός πεισματικού αγώνα, μίαν κάποια μορφή αυτονομίας, έστω και τυπική, ακόμη και ως προτεκτοράτο υπό την σκέπη των μεγάλων δυνάμεων.
Ένα όνειρο που έπαιρνε έστω και εν μέρει σχήμα και μορφή. Συγκλονιστική κατάσταση από μόνη της. Κι αυτό το μικρό κρατίδιο του τότε με το που άνοιξε τα μάτια του σε εκείνον τον σκληρό κόσμο του 19 αιώνα (δίχως να σημαίνει πως ο κόσμος αυτός δεν είναι εξίσου σκληρότατος και σήμερα), ένιωσε μαζί με τις πρώτες του βαθιές ανάγκες ελεύθερες την μεγάλη ανάγκη, να μάθει γράμματα. Κι όχι μόνον να μάθει γράμματα χρηστικά που θα βοηθήσουν στην πρακτική επιβίωση, αλλά να σκαλίσει ότι αισθάνονταν, ότι έκρυβε κατάβαθα στην ψυχή του για αιώνες. Είναι να αναρωτιέται κανείς πως βρήκε το κουράγιο και την διάθεση, έπειτα από τέτοιο τιτάνιο αγώνα για κάτι τέτοιο.
Μόνον και μόνον λοιπόν, τούτες οι εικόνες οφείλουν να μας συγκλονίζουν όλους εμάς τους απογόνους όλων αυτών των ανθρώπων, τόσο ως πολίτες όσο και ως ανθρώπους πνευματικούς. Η αύρα λοιπόν όλου αυτού του κόσμου που ερχόταν, από πολύ μακριά έπρεπε με κάποιον τρόπο να εκφραστεί γιατί όχι και διαμέσου της ποίησης, της κορωνίδους για εμέ του λογοτεχνικού λόγου. Και ναι η ποίηση είναι η κορωνίς του λογοτεχνικού μας λόγου, διότι ο ποιητής αν είναι καλός, μπορεί να καταστεί η ψυχή ενός ολάκερου λαού μέσα σε ελάχιστες γραμμές και μερικούς καλοδουλεμένους στίχους. Να καταστεί ο εκφραστής τόσο μιας εποχής, όσο και όλων των αιώνων.
Βεβαίως τα πράγματα εξ αρχής δεν ήταν εύκολα για εκείνους τους μακρινούς πρωτοπόρους των νεοελληνικών μας γραμμάτων. Βεβαίως και ο λαός είχε (και έχει ως σήμερα) άλλες πιο βασικές ζωτικής σημασίας, προτεραιότητες. Όμως ακόμη και μόνον αυτή η ανάγκη για πνευματική ζωή, έστω και αν αυτή η πνευματική ζωή δεν αφορούσε παρά ελαχίστους τις πρώτες μέρες της ανεξαρτησίας (έστω και τυπικής επιμένω) καταδεικνύει σαφώς, πως το ζήτημα άρχισε ήδη να ωριμάζει, η νεοελληνική κοινωνία άρχιζε να αναπτύσσει ένα κάποιο ενδιαφέρον ΚΑΙ για την πνευματική ζωή. Και τούτο ήταν εξαιρετικά σημαντικό.
Η αλήθεια μου είναι, πως πιστεύω στον κοινωνικό ρόλο του λογοτέχνη – ποιητή. Ποτέ δεν δέχθηκα την άποψη πως ότι σκαλίζουμε επάνω στο χαρτί εμείς οι οποίοι θέλουμε να μας ονομάζουν λογοτέχνες (έστω και αν πολλές φορές καθόλου δεν τιμούμε αυτόν τον ρόλο), κάνουμε ότι κάνουμε για ψυχοθεραπεία, για εμάς και μόνον ή για μερικούς φίλους και γνωστούς. Κομμάτι του ρόλου μας οφείλει να αποτελεί η συναίσθηση πως επιτελούμε και κοινωνικό έργο,. Πως εκφράζουμε την καλή ή κακή εποχή μας και πως θίγουμε και προσεγγίζουμε τα θέματα μας με σκοπό ΚΑΙ διδακτικό, προς τους άλλους. Έτσι ορίζω τον ρόλο ενός λογοτέχνη. Ως ανθρώπου όντος κοινωνικού, ο οποίος γράφει τόσο με σκοπό την κατάθεση της ψυχής του προς τον δημόσιο λόγο, αλλά και με απώτερο σκοπό την διδαχή, τον παραδειγματισμό ακόμη και του τελευταίου συνανθρώπου, με τον οποίον μαζί συναποτελούμε την κοινωνία.
Η προσπάθεια λοιπόν των πνευματικών ανθρώπων εκείνης της πρώτης εποχής, ήταν αρχικά το να βρουν τα πατήματα τους επάνω στην κοινωνία. Προς τούτο και από την “εποχή της εξόρμησης' ήτοι τα πρώτα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια ως και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, προσπάθησαν να γράψουν επηρεασμένοι σαφώς από τα ξενικά κινήματα του ρομαντισμού κυρίως του οποίου η αύρα υπήρχε στην πνευματική ατμόσφαιρα του καιρού τους παντού σε όποιον είχε την διάθεση και την δυνατότητα να την νιώσει, μα σχετικά σύντομα (αν αναλογιστεί κανείς την διαφορά φάσης που η χώρα μας δέχεται τις κάθε λογής επιρροές από το εξωτερικό, τις επεξεργάζεται και δρα), άρχισαν να σκαλίζουν και στίχους τους οποίους είχαν εμπνευστεί από θέματα Ελληνοκεντρικά και κυριότερο από την Ελληνική επανάσταση με έντονο το βουκολικό στοιχείο, προσπαθώντας να στερεώσουν το βήμα τους, επάνω σε Ελληνικές παραστάσεις και βιώματα, να έλθουν πιο κοντά στην βάση όλων των πραγμάτων μιας κοινωνίας, τον απλό λαό.
Σκεφθείτε δε πως αν κάποιος είχε πολεμήσει σε εκείνον τον ανέλπιδο επικράτησης αγώνα της εθνεγερσίας και είχε επιζήσει των μαχών (και των διώξεων αργότερα δυστυχώς σε καιρούς φαινομενικά ειρηνικούς), υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να ζούσε ακόμη ανάμεσα στους ανθρώπους που πρωτοέγραψαν ποίηση στην Ελλάδα.
Έτσι τα δύο κεντρικά λογοτεχνικά ρεύματα που φύσηξαν στον τόπο μας αρχικά, η Σχολή των Αθηνών καθώς και η ομήγυρη του Σολωμού στα Επτάνησα, άρχισαν να γεννούν και να ανδρώνουν τις πρώτες εκείνες ποιητικές μορφές, του Αλέξανδρου Ρίζου - Ραγκαβή, του Παπαρηγόπουλου, του Βασιλειάδη, του Αλέξανδρου Σούτσου και φυσικά του κάπως μεταγενέστερου πιότερο της εποχής της ακμής αυτού του κινήματος (από τα 1850 ως τα 1870), Αχιλλέα Παράσχου, τον οποίον θεωρώ ακόμη εξαιρετικά σημαντικό, διαχρονικό και γιατί όχι και επίκαιρο μιας και δεν συνέθεσε μόνον θανατολαγνικής διαθέσεως ποιήματα και στίχους μα και κοινωνικά τέτοια ως το αμίμητον “'Έπεσαν όλα έπεσαν το πάν εις τέφραν κείται, υψούνται μόνον τράπεζαι και μόνον τραπεζίται !” κλπ.
Σήμερα, την εποχή μιας περίεργης θολοκουλτούρας και υποβάθμισης σαφώς της ποιότητας του ποιητικού κυρίως λόγου στην Ελλάδα μας, μια εποχή ψυχασθενικών σχεδόν “εσωτερικής καύσεως” ποιητικών μονολόγων δίχως “μεγάλες ιδέες” ή και κοινωνικά οράματα επάνω από το κεφάλι και την ψυχή της κοινωνίας μας, με τις διάφορες ιδεολογίες ριγμένες κατάκοπες και ηττημένες στην αρένα, όλες εκείνες οι μορφές θεωρούνται πλέον από τους “ειδικούς” και μη ξεπερασμένες. Και όχι μόνον αυτό, μα και ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να τους προσάψει την κάθε εύκολη κατηγορία, περί της γλώσσας που χρησιμοποίησαν, περί της μη ζωντανής αποτύπωσης των συναισθημάτων, περί μεγαλοστομίας, περί ακυρολεξίας και πόσα άλλα, τα οποία εμείς ως μετά Χριστόν προφήτες ερχόμαστε να τονίσουμε και να κατηγορήσουμε.
Όμως θεωρώ πως (και προς τούτο συντάσσω και αυτό το μικρό γενικής αναφοράς κείμενο ως ένα άτυπο in memoriam σε μίαν εποχή) πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τίποτε δεν βρήκαν έτοιμο και κάτι δημιούργησαν, έστω και την πρώτη με τα λάθη και τις στρεβλώσεις της βάση ποιητική (και ενίοτε και ποιοτική αν εντρυφήσει κανείς στο έργο τους), οφείλουν να μας παραδειγματίζουν και εμείς οφείλουμε τον δέοντα σεβασμό στην μνήμη των ιερών τους σκιών,
Κανείς δεν μπορεί να κτίσει τον τρίτο όροφο ενός οικοδομήματος, εάν δεν έχει κτίσει τον δεύτερο, κανείς τον δεύτερο εάν δεν έχει κτίσει τον πρώτο και ούτω καθεξής. Δεν πρέπει λοιπόν να λησμονεί κανείς όπου θεωρεί τον εαυτό του πνευματικό άνθρωπο, την συμβολή όλων αυτών των μορφών στον αρχικό σχηματισμό του ποιητικού λόγου στην Ελλάδα, διότι ως λέγει και ο Μακρυγιάννης, αυτός ο αγράμματος αγωνιστής που διατηρούν τα απομνημονεύματα του τέτοιαν αμεσότητα ακόμη και σήμερα που νομίζεις πως τον έχει απέναντι σου και τα λέτε ως παλιοί φίλοι, την Ελλάδα αυτήν την έχουμε όλοι μαζί. Με τα αρνητικά και με τα θετικά της. Όλοι μαζί. Το ίδιο ισχύει και για την πνευματική, πολιτισμική συνέχεια αυτού του πολύπαθου τόπου. Από το εγώ στο εμείς. Γραμμή ευθεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου