10.3.23

“Μεγάλη βοή κατέβαινε” (της Βαρβάρας Ρούσσου)


Τα όνειρα χτυπιούνται και σκορπίζονται συντρίμμια/ κι εγώ που πάσχισα να φτιάξω επί γης/ παράδεισο.                                                                                                                                                             Έζρα Πάουντ, Canto 117

 Δημήτρης Πέτρου, Εικοστός κόσμος, Πόλις 2022

Η στροφή της σύγχρονης ποίησης προς την ιστορία, παλιότερη και νεότερη, δεν είναι καινοφανής. Όσο προχωρούμε προς τα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο πόλεμος και η Κατοχή συνιστούν για τη σύγχρονη ποίηση περισσότερο μακρινό πεδίο αναφοράς που διαμεσολαβείται από το μετεμφυλιακό τραύμα, το μεταπολεμικό κλίμα και κυρίως την ήττα της αριστεράς εκβάλλοντας πιο καθοριστικά σε γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας. Η πτώση του αποτυχημένου υπαρκτού σοσιαλισμού και η μετέπειτα ματαίωση της ελπίδας για ένα νέο κόσμο ελευθερίας μετατρέπεται σε καταστατική θλίψη που γίνεται αναπόδραστη απογοήτευση, αν όχι αδιέξοδη απελπισία. Αν και μη βιωμένα άμεσα, για τις/τους ποιήτριες/ές που γεννήθηκαν μετά το 1980, αλλά διαμεσολαβημένα, κυρίως από τη δημόσια ιστορία, τα γεγονότα αυτά αποτελούν την αναδρομική ιστορική βάση η οποία τροφοδοτεί την επιστροφή ποιητικών συλλογών και μεμονωμένων ποιημάτων στο ιστορικό παρελθόν.  Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος τονίζει αυτή την πλευρά της ποίησης όσων γράφουν από το 2000 και εξής παρατηρώντας ότι: «η κυρίαρχη ποιητική μελαγχολία χάνει την αριστερή ριζοσπαστική της λειτουργία και αντιμετωπίζει ένα φάσμα από την απελπισία ώς την παραίτηση».[1]

Σε αυτό το πλαίσιο, αυτός καθαυτός ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ως καθολική παγκόσμια ή βασικά ευρωπαϊκή εμπειρία, φαντάζει μακρινός με πηγή είτε την επίσημη είτε, συνήθως, τη δημόσια ιστορία και απομακρύνεται πολύ ως ποιητική θεματολογία. Είναι λοιπόν παράξενο που ο Πέτρου (γ. 1970) στην τέταρτη συλλογή του επικεντρώνεται σε αυτόν τον πόλεμο, και πιο παράξενο αν αναλογιστούμε τις προηγούμενες συλλογές του όπου το ατομικό είναι κυρίαρχο και το τοπικό (το περιοριστικό επαρχιακό  ελληνικό κλίμα) αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς, ιδίως στις δύο πρώτες, ενώ η ανάκληση του ιστορικού παρελθόντος τον απασχολεί λιγότερο. Η ορατή μεταστροφή γεννά το ερώτημα του υφολογικού και γενικότερου χειρισμού ενός τέτοιου ιδιόμορφου πυρήνα από ένα υποκείμενο διαμορφωμένο στο πρώτο τρίτο του 21ου αιώνα με βασικές καταβολές στο τελευταίο τρίτο του 20ου (γ. 1970).

Ο τίτλος της συλλογής συνιστά έναν απροσδόκητο συνδυασμό: το «εικοστός», που συνήθως συνάπτεται με το «αιώνας», αποδίδεται τώρα στο «κόσμος». Ο κόσμος του εικοστού αιώνα στη συλλογή γίνεται ο αναπόδραστα σφραγισμένος από τον Β΄ Παγκόσμιο. Όμως η σύνθεση του Πέτρου δεν αγκιστρώνεται αποκλειστικά στον ίδιο τον πόλεμο αλλά και στις μεταγενέστερες αντανακλάσεις του που εντέλει δομούν τον κόσμο του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα  φτάνοντας έως και τον 21ο. Σε μια οδυνηρή σύντηξη ο Β΄ Π. Π. γίνεται συγκροτητικό στοιχείο του παρόντος. Έτσι ο «κόσμος» του τίτλου γίνεται αντιληπτός ως ο «μη λογικός κόσμος» που προέκυψε από αυτόν τον πόλεμο και αντιτίθεται στο μότο του Wittgenstein που προτάσσεται στο βιβλίο: να που το παράλογο που ο Θεός απορρίπτει το δημιουργεί ο άνθρωπος.

Ιδιαίτερη μνεία στο εξώφυλλο είναι, νομίζω, απαραίτητη. Πέρα από τον αισθητικό χαρακτήρα του, ο συμβολικός συναρμόζεται με τον Εικοστό κόσμο. Ο πίνακας του Klee, του 1935, δείγμα αφηρημένου εξπρεσιονισμού, σηματοδοτεί το πολεμικό κλίμα. Η Βαλπουργία νύχτα αποτελεί στη λαϊκή τευτονική παράδοση το πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη καθώς το βράδυ της 30ης Απριλίου γιορτάζεται η έλευσή της με τελετές που έχουν απώτερη ρίζα σε εκείνες των μαγισσών.[2] Ωστόσο ο πίνακας έγινε ενώ ο Κλέε είχε διωχθεί από του ναζί ήδη το 1933 ως εκπρόσωπος της «παρακμασμένης» τέχνης.

Τη συλλογή απαρτίζουν ένα προλογικό ποίημα «Είμαι αυτός που δεν γνωρίζω» -το οποίο εισάγει τον αφηγητή-φωνή εκφοράς του λόγου- και τρία μέρη: «Ραψωδία για το βεληνεκές» με οκτώ ποιήματα, «Κάθοδος» με τρεις διακριτές ενότητες-ποιήματα, και «Ευγονική» με ένα ουσιαστικά εκτενές ποίημα. Τα δεκατρία ποιήματα του βιβλίου συντείνουν σε ένα όλο έτσι που ο Εικοστός κόσμος γίνεται αντιληπτός ως μια ενιαία σύνθεση.

Ο Πέτρου διαλέγεται με εμβληματικές επικολυρικές και δραματικές συνθέσεις.  Η αρχή γίνεται με το παράδειγμα που ρεαλιστικά πρόβαλε τον πόλεμο και αποτέλεσε το κατεξοχήν πολεμικό έπος: την ομηρική Ιλιάδα, ως απώτερη αλλά αναγνωρίσιμη μερική ρίζα της σύνθεσης, ιδίως για την πρώτη ενότητα: «-Την πρώτη φορά που πόλεμο τραγούδησα/τότε που οι θεοί την αθάνατη νύχτα ζούσαν/ και τα όνειρα είχαν το δικό τους πρόσωπο,/μακριά μαλλιά, σίδερο και στήθος» ξεκινά το 7ο ποίημα και «Μήνιν άειδε, θεά» το 8ο της ενότητας που αρθρώνεται σε μια σειρά σύνθετων μακρών παρομοιώσεων κατά το ομηρικό πρότυπο. Ο τίτλος «Ραψωδία για το βεληνεκές» αποτελεί διπλή παραπομπή τόσο στον Όμηρο όσο και στα όπλα για τα οποία διάσπαρτες αναφορές δίνουν το στίγμα των μαχών: «Πρώτη ξεκίνησε η μηχανή της Κρουπ/δώδεκα κύλινδροι σε πλήρη αρμονία.».[3]

Η διαχείριση των γεγονότων σε αυτήν, όπως και στις επόμενες ενότητες (π.χ. ποίημα ΙΙ της δεύτερης), αποδεικνύεται εύστοχη διαφεύγοντας τη διολίσθηση  στην  αδιέξοδη κυριολεκτική αφηγηματικότητα. Η απαραίτητη αφαίρεση, που σε μερικά σημεία αποβαίνει κρυπτική, συνδυάζεται με επιλεγμένα πραγματολογικά στοιχεία-ιστορικές αναφορές («Πρώτο έσπασε το Σύμφωνο./», «Πρώτη έπεσε η Βαρσοβία.»). Η συρρίκνωση του πραγματολογικού στοιχείου δεν επιβαρύνει τη σύνθεση με τον όγκο της πληροφορίας. Εξάλλου ο Εικοστός κόσμος δε στοχεύει σε αφηγήσεις γεγονότων αλλά στην αφαιρετική συναίρεσή τους που την αποδίδει μια πρωτοπρόσωπη ποιητική φωνή ενίοτε με σχεδόν οραματικό τόνο (π.χ. 7ο ποίημα της ενότητας). Πρόκειται επίσης και για έναν διάλογο, όπως υποδεικνύουν οι παύλες, με το «Δάσκαλο» («Δάσκαλε, τα τροχήλατα/καταπίνουν την απόσταση…» και «Όμως τι απέγιναν εκείνοι που έπαιξαν με τη φωτιά, Δάσκαλε;») του οποίου η ταυτότητα/ταύτιση παραμένει αινιγματική. Διακριτά ακόμη στοιχεία της ενότητας αλλά και όλου του βιβλίου: οι αντιθέσεις των εικόνων (σκληρότητα -πολέμου ειρηνικά τοπία: «Η σίκαλη βαδίζει στα χωράφια./Πίσω της ο άνεμος λικνίζεται/ανάμεσα σε ερπύστριες και ορύγματα,/ στο δρόμο που βγάζει δυτικά.// Άνοιξη σε κάμπο που λιγοστεύει την ανάσα του./ Ταχύτητα και ελιγμός./ Κόντρα και ακινησία./Ο κινητήρας σε σύγκρουση με τον καμβά./»), η διελκυστίνδα μεταξύ συλλογικού (οι ανώνυμοι πολεμιστές «Ο λοχαγός υποφέρει./Κάποια Χριστούγεννα σε ξένους λόφους./ ή «Πρώτος χτύπησε ο πολυβολητής/ο γιος του αρτοποιού από την Έσση», «στο τιμόνι ο λογιστής, διοικητής ο φαρμακοποιός/από το Μπάντεν-Μπάντεν») και προσωπικού (ο παρών-απών αφηγητής με λυρικές παρεμβολές: «Ποτάμι, πώς να σε πω/και να μην πέσουν μέσα βόμβες; ).

Όλα τα παραπάνω συλλειτουργούν στη σύζευξη του αυστηρά επιλεγμένου πραγματολογικού υλικού με το προσωπικό στοιχείο συμπυκνωμένο στο «εγώ» της ποιητικής φωνής που διυλίζει εξισορροπητικά το υλικό.

Εμφανής στη δεύτερη ενότητα («Κάθοδος»), την «Εις Άδου κάθοδον», ο διάλογος με την Έρημη χώρα (τροφοδοτημένη και από τα οδυνηρά ίχνη του Μεγάλου Πολέμου): στο ποίημα ΙΙ η έναρξη γίνεται με μέρος του στίχου «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός,…» που μεταποιείται σε «Ο Απρίλης είναι ο μήνας/που εκρήγνυνται οι αντιδραστήρες.» (Τσέρνομπιλ) δείγμα της σύνδεσης του Β΄ Παγκοσμίου με όλο το λοιπό 20ο αιώνα/κόσμο. Στο ποίημα Ι γίνεται αναφορά στον Πάουντ με τα Cantos του οποίου μπορεί να αναγνωριστεί υφολογικά διάλογος σε ορισμένα σημεία της σύνθεσης. Στο  ΙΙΙ μνημονεύονται λογοτεχνικές μορφές και ο αντίκτυπός του πολέμου σε ένα (Πάουντ) ή περισσότερα εμβληματικά πρόσωπα (Χαρμς, Μπένγιαμιν, Ροτ, Τσβάιχ, Τσβετάγιεβα, Σινόπουλος κ.ά.) γίνεται και ο αντίκτυπος, στο τέλος της αλυσίδας, στο σύγχρονο ποιητικό υποκείμενο. Αποφεύγοντας ο Πέτρου το διαρκώς επανερχόμενο ερώτημα για το ρόλο της τέχνης σε χαλεπούς καιρούς μένει στην ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων: τη μοίρα των λογοτεχνών και στοχαστών που αντιτάχθηκαν ή που βίωσαν τον πόλεμο.

Η τρίτη ενότητα προετοιμασμένη από την «Κάθοδο» προοιωνίζει το μέλλον που η παγκόσμια ήττα προδικάζει δυσοίωνο, όπως το μότο από τον Λεοντάρη αναγγέλλει: «Περίλυπο το σύμπαν/κι όλοι οι λαοί ηττημένοι». Ο τίτλος «Ευγονική» αφενός αντλεί από τα απάνθρωπα αντίστοιχα ναζιστικά πειράματα που σκόπευαν σε ένα ανώτερο βιολογικά αλλά κανονιστικά πειθαρχημένο  ανθρώπινο είδος αφετέρου λειτουργεί ειρωνικά: η παγκόσμια μεταπολεμική ελπίδα για ειρήνη και ευ-γονία αποδείχτηκε αυταπάτη. Στο επίκεντρο της τελευταίας ενότητας, περισσότερο από τις δύο προηγούμενες, η επικέντρωση στον εαυτό, η μάχη για τον αυτοκαθορισμό, φαίνεται ότι έχει αποτελέσει το φίλτρο απ’ όπου πέρασε κάθε ποιητική αναφορά στον πόλεμο έτσι που η επιστροφή σε αυτόν και τα γεγονότα του γίνεται επιστροφή αυτογνωσίας στο εγώ. Στην ενότητα αυτή, όπως και στο  προλογικό ποίημα,  η πρωτοπρόσωπη φωνή εκφοράς παραπέμπει στο εγώ του Άξιον εστί αλλά διατηρεί σημαντική απόσταση τόσο από το ύφος όσο και από τη στόχευση αυτού του λόγου. Ο υψηλός προφητικός ελυτικός τόνος με το ορμητικό εγώ εδώ χαμηλώνει και το υποκείμενο γίνεται «το σπασμένο παιχνίδι/στα χέρια της Ιστορίας», διασπασμένο πρόσωπο («βασιλιάς υπήκοος χώρας κοσμικής, κληρονόμος παράταιρος,/τυμβωρύχος, διπλωμάτης και ισορροπιστής/ενίσταμαι.[…] Πρεκάριος ηγεμόνας και ωτακουστής./Ηγέτης λογχοφόρος./Ιδρυτής»[…] «Περίλυπος ως τα βάθη της σάρκας μου εγώ-») που του παραδίδεται ένας κόσμος ξένος («Η νόσος των ψυχιατρείων με τη νόσο των εξουσιαστών.[…] Η εταιρεία έχει κυρτωμένες πόρτες./Η Ιστορία δεν μπορεί να κρυφτεί.[…]Στόχος τα νέα αυτοκίνητα, η εξελιγμένη κλίνη./Η εταιρεία χτίζει σπίτια, χωρίζει το χώρο»[…]Ο καθρέφτης της κοινωνίας μου ράγισε.») διαμορφωμένος ερήμην του («Ήμουν εκεί, όμως δεν ήμουν.[…]Όχι, δεν ήμουν εκεί.[…]Εγώ ήμουν αλλού»). Το τέλος που ο Πέτρου επιφυλάσσει για τον κόσμο απαντά, συνεχίζοντας το διάλογο με τον Ελιοτ, στον προφητικό στίχο του για το τέλος του κόσμου.

Μορφολογικά ο ελεύθερος στίχος του Πέτρου με ψήγματα εμμετρότητας, με εμπρόθετους διασκελισμούς και παύση-τέλος στίχου και με τη συχνή παρουσία της παύλας και με την εναλλαγή πολυσύλλαβων με σύντομους στίχους κινείται μεταξύ ήρεμης αφήγησης, χαμηλόφωνου τόνου και σιωπής που επιβάλλουν οι θεματικές συνιστώσες.

Ο Πέτρου απομακρύνεται από κάθε εμπλοκή με ζητήματα εθνικής ταυτότητας και διαχείρισης εθνικού παρελθόντος προσδίδοντας, όπως υποδεικνύει και ο τίτλος, μια ευρύτερη οπτική στη σύνθεσή του την οποία ελέγχει απόλυτα ώστε διόλου να μη αποβεί το βιβλίο ένας δοξαστικός λόγος (και πιθανά ευρωκεντρικός) για τον αντιφασιστικό/ηρωικό (όπως προβλήθηκε) χαρακτήρα του πολέμου αυτού ή να εκληφθεί ως γενικόλογη αντιπολεμική ραψωδία. Εδώ ο λόγος είναι για την καθολική ανθρώπινη ήττα. Παράλληλα, η σύνθεση συντηρεί την πολιτική της διάσταση χωρίς να την προβάλλει κυρίαρχα: είναι ο ιστός της Ιστορίας που οδηγεί από τον  Β΄ Π.Π. στο σήμερα («Από τις στέπες με το ψηλό χορτάρι/ στα λαγούμια του Βερντέν-από τις ποντικότρυπες/ του Ντον στις ζεστές πέτρες των Χανίων-// στους νεκρούς των μαγνητικών πειραμάτων-/ στις κυκλικές ανυψώσεις των ηλεκτρονίων-// μέχρι την υγιεινή διατροφή/στους τοίχους ενός άλφα-άλφα διαμερίσματος-…»). Είναι ακόμη το ρήγμα ανάμεσα στον προ-πολεμικό κόσμο και τις υποσχέσεις του μεταπολεμικού που γέννησαν άλλου είδους πολέμους.[4]

Η σύνθεση του Πέτρου ενταγμένη στην τάση επαναθεώρησης της Ιστορίας μέσω της πύκνωσης που διακρίνει τον ποιητικό λόγο δεν εντάσσεται απλά στο χώρο της μνήμης ως κεντρικής ποιητικής έννοιας. Ο Πέτρου ισορροπώντας -και εντέλει η ισορροπία νομίζω αποτελεί το κύριο γνώρισμα του βιβλίου, προϊόν συστηματικής επεξεργασίας του για χρόνια- ανάμεσα στο έλλειμμα και στην περίσσεια μνήμης (κατά Judt[5]) ανάμεσα στην αφαίρεση και το συγκεκριμένο, μέσα δηλαδή από τη μελαγχολία της ύστερης νεωτερικότητας, σκιαγραφεί το μεταπολεμικό κόσμο, το «βουνό από ερείπια» που όταν ξαναχτίστηκε δεν μπόρεσε να απαντήσει «αν άξιζε τον κόπο».[6]  Ενώ φαίνεται στην τελευταία ενότητα η περιχαράκωση του συγκεχυμένου ατόμου στον εαυτό του, στο τέλος, η αίσθηση της συλλογικότητας, η δυνατότητα της μετατροπής της μελαγχολίας σε εξέγερση μένει ανοιχτή τόσο μέσω της επανάληψης στίχων «Μεγάλη βοή» και «Μεγάλη βοή κατέβαινε» και «Μεγάλη βοή κατέβαινε από τα βουνά.» όσο και με το τέλος: «όπως το φως πέφτει πάνω στο σίδερο/μέρα χειμωνιάτικη σκληραίνει την όραση/πλήθος απόκληρο σηκώνεται όρθιο/και σκάβει με τα νύχια τα βουνά.//Μεγάλη βοή-».

 

[1] https://www.hartismag.gr/hartis-15/klimakes/pws-oa-exelixoei-h-poihtikh-genia-toy-2000

[2]  Η αξιοποίηση του συγκεκριμένο θέματος δεν είναι καινοφανής: απαντά ως λογοτεχνικό μοτίβο αλλά και σε μουσικές συνθέσεις.

[3] Το βαρύ σιδηροδρομικό κανόνι προϊόν της βαριάς γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας

[4] Βλ. για το μεταπολεμικό κόσμο συνοπτικά Norman Davies, « Η Ευρώπη διαιρεμένη και αδιαίρετη», στο Ιστορία της Ευρώπης, κεφ. XII, τόμος Β’, Νεφέλη, Αθήνα 2009.

[5] Tony Judt, “The Past is a Foreign Country: Myth and Memory in Postwar Europe”, Daedalus 21, no. 4, (Fall 1992), 99. Βλ. για την κατασκευή των «μύθων» γύρω από τις μνήμες του Β΄Π.Π. βλ.  Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα, 2008

[6] Enzo Traverso, Aριστερή Μελαγχολία, Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα). Μτφρ. Νίκος Κούρκουλος Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017, 46

 https://www.oanagnostis.gr/quot-megali-voi-katevaine-quot-tis-varvaras-royssoy/?fbclid=IwAR1i8UFToUH-mHlE7PWAsXtOM7NEz8cSoUw-s3t4wC7GIDKcsg2F6fMZTXc

Δεν υπάρχουν σχόλια: