Οδός Ευτυχίδου, Χρύσα Φάντη, Σμίλη, Αθήνα 2023
Ένας καλός κινηματογράφος, όπως και ένα καλό θεραπευτήριο, θέλει στυλ, μεράκι και ανοιχτοσύνη.
Μπαίνοντας στο Παλάς δεν γινόταν να μη σε συνεπάρει το αρ ντεκό στους τοίχους και τις οροφές του, να μη γοητευτείς από την άνεση και τα προτερήματα ενός κινηματογράφου με σύγχρονες προδιαγραφές. Από την άλλη η Κασταλία δεν ήταν ποτέ μαιευτήριο, ήταν μια άσημη συνοικιακή κλινική, πολύ εξυπηρετική ωστόσο. Εδώ θα βγάλετε εσύ και η αδελφή σου τα κρεατάκια και τις αμυγδαλές, εδώ θα έρχεται ο Σταμάτης για να του καθαρίσουν τ’ αυτιά, εδώ μια ωραία πρωία θα πάψει να βασανίζεται ο Θάνος. Δύο
νούμερα απόσταση από την είσοδο της κλινικής, στο ύψος του αλσυλλίου που, μόλις
μερικές δεκαετίες πριν από τη γέννησή σου, άρχισε να διαμορφώνεται σε αυτό που
θα αποτελούσε αργότερα το Άλσος Παγκρατίου, βρισκόταν και το πατρικό του
Σταμάτη, ένα μονόπατο νεοκλασικό, με αυλή, πηγάδι και τρία χαμηλά παράσιτα. Το
αποκαλείς «πατρικό», γιατί έτσι το αποκαλεί κι εκείνος, «πατρικό του».
Επί
της ουσίας, πρόκειται για το σπίτι δυο γυναικών, της γιαγιάς Μαρίας και τη
θείας Φωτεινής. Ένα συνηθισμένο μεσοαστικό σπίτι, από εκείνα που μύριζαν κερί
και λιβάνι και στα οποία μπορούσες πάντα να βρεις μερικά ζευγάρια κάλτσες
έτοιμες για καρίκωμα και πέντ’ έξι τόπια μαλλί για πλέξιμο. Για τους
υπόλοιπους, και εννοώ τους αρσενικούς ενοίκους του, ίσως δεν ήταν παρά ένα
πέρασμα. Αλλά αν το καλοσκεφτείς, όλα τα σπίτια ένα πέρασμα είναι. Αν δεν έχεις
τα κότσια να τα αφήσεις πίσω σου χωρίς ενοχή, μπορεί μια μέρα να σε βρουν
κρεμασμένο από το ταβάνι ή από κανένα κλαδί στον κήπο τους. Αν δεν σπάσεις
λουκέτα, δεν βαρέσεις τις πόρτες τους, δεν πηδήξεις από κανένα παράθυρο, με
άλλα λόγια, αν δεν τα εγκαταλείψεις έγκαιρα, τον καιρό που είσαι νέος, σε
ρουφάνε στο πι και φι όπως οι σύγχρονες σκούπες.
(«Σαν τις παλιές καλές τοιχογραφίες», σ. 20-21)
***
Τι νιώθει ένας δέντρο την ώρα που φλέγεται; Πώς αντιδρά όταν
αρχίζει να λαμπαδιάζει; Πού πάνε οι μνήμες εκείνων που το φύτεψαν όταν οι ρίζες
του παίρνουν φωτιά; Τη μέρα που η Αγγελική σε γέννησε, φυσούσε, λέει, αρειμάνια
και έβρεχε καταρρακτωδώς. Στο Παγκράτι πολλά δέντρα ξεριζώθηκαν και στην αυλή
της γιαγιάς Μαρίας, λίγα μέτρα απόσταση από την κλινική Κασταλία, ένας κεραυνός
χτύπησε τη μουριά που επί δεκαετίες τους σκίαζε.
Πώς είναι ο κορμός μιας μουριάς; Λείος και μαλακός; Τραχύς
με άτσαλες προεξοχές, αγκάθια και σκλήθρες; Κι αν είναι βελούδινος, παραμένει
το ίδιο βελούδινος όταν πέφτει στο χώμα; Το ίδιο εχέμυθος στα μυστικά των
ανθρώπων; Θυμάσαι τις ιστορίες που άκουγες γι’ αυτή τη μουριά, όπου η γιαγιά
Μαρία έδενε τον Σταύρο και τον Σταμάτη όταν ήταν μικροί, άλλοτε για να τους
απομακρύνει από τα πόδια της (όπως έλεγε) και άλλοτε για να μην της το σκάσουν,
και αναρωτιέσαι αν αυτό που συνέβη στην αυλή της συνέβη πράγματι τη βραδιά που
γεννήθηκες.
Αναρωτιέσαι αλλά την ίδια στιγμή, μια άλλη φωνή μέσα σου αναρωτιέται
κι αυτή: Ε, και; Γιατί θα έπρεπε αυτό να σε απασχολεί, τη στιγμή που
αμφιβάλλεις όχι μόνο για την ακρίβεια αυτών που ακούς, αλλά και για πολλά από
αυτά που εσύ καταθέτεις και εξιστορείς; Όπως και να το πάρεις όμως, δεν είναι
και ό,τι καλύτερο να σε συνδέουν με μια τέτοια εικόνα. Άραγε, από τότε ένα σε
θεωρούσαν «διαολόπαιδο», σωστό δαιμόνιο κ.λπ.; Από εκεί και τα μαύρα φτερά, που
μολις μεγάλωναν έσπευδαν να σου τα κόψουν με το ψαλίδι;
Βάζεις στο μικροσκόπιο γεγονότα και σκηνικά, αλλά τι κοινό
έχεις πλέον με εκείνο το οκτάχρονο ή τον
έφηβο που τρελαινόταν με το πρώτο χνούδι που ανακάλυπτε πάνω στο μάγουλό του;
Σε νιώθω. Όσο δύσκολο σου είναι να συλλάβεις τα σημάδια το χρόνου πάνω σου,
άλλο τόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις προς τα πίσω τα ίχνη του, και μαζί με
αυτά τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη συνοικία, να πλανηθείς σε
στέκια γνωστά, μαγαζιά απ’ όπου ψώνιζες διάφορα, πράγματα που για χρόνια
φύλαγες αχρησιμοποίητα και άλλα που, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ίδια κιόλας μέρα
τα πετούσες ׄ να απαριθμήσεις εκείνα
που, από τη μια μέρα στην άλλη, κατέβασαν ρολά χωρίς να δώσουν τη σκυτάλη σε
άλλα, να τα επαναφέρεις στη μνήμη σου, αν και δεν γνωρίζεις ή δεν βρίσκεις τον
λόγο.
Δεν μπορείς να πεις αν το περιβάλλον που περιγράφεις είναι
το ίδιο με εκείνο στο οποίο πράγματι έζησες και όχι αυτό μέσα το οποίο μόνο
κατά φαντασία υπήρξες. Βαδίζεις στα παλιά λημέρια σου, επισκέπτεσαι πάλι το
πατρικό σου (οδός Ευτυχίδου, πέμπτος όροφος, δεύτερη πόρτα δεξιά όπως
ανεβαίνεις την κοινόχρηστη σκάλα), αλλά δεν είσαι σίγουρος ότι μέσ’ από τα
απομεινάρια εκείνης της πολυκατοικίας του ’60, θα μπορέσεις ν’ αναγνωρίσεις το
παιδικό σου δωμάτιο, αν θα ήσουν σε θέση να διακρίνεις κάτι περισσότερο από
έναν άγνωστο, αφιλόξενο χώρο.
(σ. 374-375)
***
«Ξεκίνα, γιόκα μου, να προλάβουμε το καΐκι».
«Μα, γιαγιά, είναι μακριά η θάλασσα».
«Κοντά μακριά, τι σημασία έχει;»
«Δεν έχει;»
Πιο δύσκολα ετοιμάζεις κάποιον για την αποδημία παρά για τον
γάμο του. Η περιποίηση μιας ηλικιωμένης δεν είναι εύκολη υπόθεση, έχει
δουλίτσα, προπαντός αν αυτή δεν υπήρξε κοκέτα. Υπήρξες κοκέτα, Κατίνα μου; Τώρα
όμως αστράφτεις, το στόμα σου κόκκινο, η πούδρα άψογα απλωμένη κι ούτε μια
τρίχα στα πεταχτά ρουθούνια σου, τα σπηλαιώδη, ανοιχτά σου ρουθούνια.
Στην Οδό Ευτυχίδου, ο αφηγητής, λίγο πριν κλείσει τα
εβδομήντα του χρόνια, βρίσκεται αντιμέτωπος με καταστάσεις πρωτόγνωρες και
ερωτήματα που δεν έθεσε όταν αυτά θα μπορούσαν ίσως να απαντηθούν. Εικόνες από
τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, ποικίλα οικογενειακά βιώματα κι ένα
πακέτο επιστολών του πατέρα του από τον καιρό του Εμφυλίου θα τον γυρίσουν πίσω
στον χρόνο, στη γέννηση και την ενηλικίωσή του σε ένα αθηναϊκό διαμέρισμα της
δεκαετίας του ’60. Στη δευτεροπρόσωπη αφήγησή του, μέσ’ από έναν νοερό διάλογο
με τον εαυτό του και τους οικείους του, βγαίνουν στην επιφάνεια γεγονότα
άγνωστα ή αμφίσημα – θραύσματα του περασμένου αιώνα από το Παγκράτι και τους
κατοίκους του.
(από το οπισθόφυλλο)
***
Η Χρύσα Φάντη γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε παιδαγωγικά και
νομικά στο ΕΚΠΑ και επί μια δεκαετία (1992 - 2002) έζησε διαδοχικά στο Κάιρο,
τη Μόσχα, τη Δαμασκό και τη Λευκωσία της Κύπρου. Ασχολήθηκε με τη δικηγορία,
και από το 1985 μέχρι το 2012 εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στη δημόσια
εκπαίδευση. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα εξής έργα: Το δόντι του λύκου, (διηγήματα) Πατάκης,
2007, Η ιστορία της Σ. (μυθιστόρημα), Γαβριηλίδης, 2016, Σε θολά νερά,
(διηγήματα), Σμίλη, 2021, Κάτι απ’ το
χνάρι τους (δοκίμια σε συνεργασία με τη συγγραφέα Ευσταθία Δήμου), Σμίλη, 2022.
Έχει συμμετάσχει σε διάφορους συλλογικούς τόμους και ανθολογίες («Στην αγκαλιά
του κανένα», Hotel Μετανάστευση, Πατάκης, 2007, «Terra incognita», 36 Χρυσά
διηγήματα για το καλοκαίρι, Liberal, 2019, «Η πρώτη φορά», Ο πατέρας έφυγε,
Intellectum, 2021, «Η κυρία Μ.», Ξένο σώμα, Κοινωνία των δεκάτων, 2022΄, «Ο
άλλος Αύγουστος», Αύγουστος του ’22, διηγήματα για τη Μικρασιατική Καταστροφή,
Fractal, 2022, «Γράμμα στην Ελισάβετ», 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση,
Αφιερώματα, 2021, Γραφείον Ποιήσεως, Cultureboοk, 2022, «Η άλλη όψη», Η φωνή
της, Καστανιώτης 2023, κ. ά.). Εκτενή αποσπάσματα από έργα της έχουν
συμπεριληφθεί στην περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diPgeneration
(Μανδραγόρας, 2017, 2018). Παρουσιάσεις βιβλίων, συνεντεύξεις με συγγραφείς και
ανθρώπους της τέχνης, άρθρα και διηγήματά της έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί
στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το μυθιστόρημα Οδός Ευτυχίδου είναι το πέμπτο
πεζογραφικό βιβλίο της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου