Χλόη Κουτσουμπέλη, Ιερεμιάδα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2023.
Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική πεζογραφία δίνει, όσο μπορώ να την παρακολουθήσω, πολύ ενδιαφέροντες καρπούς. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας το μυθιστόρημα Ιερεμιάδα, της ποιήτριας και πεζογράφου Χλόης Κουτσουμπέλη. Πρόκειται για πεζογραφικό έργο που η δημιουργός του ωστόσο είναι πάνω απ’ όλα ποιήτρια και μ’ αυτόν τον τρόπο γράφει, καθοδηγούμενη από το πνεύμα της ποίησης.
Θα ήθελα να ξεκινήσω πιάνοντας το νήμα από το τέλος, παίρνοντας σαν αφετηρία μια φράση που η συγγραφέας γράφει στο σύντομο σημείωμα της στο τέλος του βιβλίου. Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μέσα στις πρωτόγνωρες για όλους μας και δύσκολες εκείνες μέρες του τρόμου, λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης του ιού covid και της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Πράγματι, το μυθιστόρημα μοιάζει να ξεπηδά μέσα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου αφού αναφέρεται σε κάποια μυστηριώδη ασθένεια που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αφανίσει τη ζωή πάνω στη γη. Προσοχή, όμως, διότι η ίδια η συγγραφέας σπεύδει να μας υπενθυμίσει ότι παρ’ όλα αυτά δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας να αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα. Η θέση της με βρίσκει σύμφωνο. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Εξάλλου η πραγματικότητα και η ίδια η ζωή είναι ένα φαινόμενο τόσο σύνθετο που είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί στο σύνολό της μέσα από τη γλώσσα. Μια από τις ικανότητες της λογοτεχνίας, ωστόσο, κι ένα από τα πολλά καθήκοντά της, είναι ίσως η εκπομπή προειδοποιητικών σημάτων. Η λογοτεχνία μπορεί να προειδοποιεί απλώς μ’ έναν έμμεσο τρόπο και να βλέπει σαν μια ενότητα παρελθόν παρόν και μέλλον ταυτόχρονα. «Πρόθεσή μου», συνεχίζει η Χλόη Κουτσουμπέλη, «ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που να διερευνά τις σχέσεις εξουσίας». Κι εδώ μας υπενθυμίζει μια ολόκληρη λογοτεχνική παράδοση που έφτασε στο αποκορύφωμά της γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα, ξεκινώντας λίγο πριν και καταλήγοντας λίγα χρόνια μετά το τέλος του φοβερού δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Συνήθως όταν μιλάμε για δυστοπία στη λογοτεχνία, το πρώτο έργο που έρχεται στο μυαλό μας είναι το Οργουελικό 1984. Έχω τη γνώμη, αν και αυτό βέβαια δεν είναι θέμα της αποψινής συζήτησης, ότι οι σημερινές δυτικές κοινωνίες στις οποίες κυριαρχεί ένα είδος ολοκληρωτικής δημοκρατίας, έχουν ενσωματώσει πολλά από τα στοιχεία που διαβάζουμε στο μυθιστόρημα του Όργουελ και τα οποία μας φαίνονται τρομακτικά και εξωπραγματικά. Τρομακτικά είναι απολύτως αλλά εξωπραγματικά δυστυχώς δεν είναι καθόλου και πολύ φοβάμαι ότι το μέλλον θα είναι πολύ χειρότερο. Αυτό όμως, όπως είπα και πριν, είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη συγγενεύει ωστόσο με όλες τις προηγούμενες λογοτεχνικές δυστοπίες, επειδή θέτει με τη σειρά του, αν και μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, επείγοντα πολιτικά ζητήματα. Ο μυστηριώδης ιός που στο μυθιστόρημα έχει αφανίσει το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας, ξεκινά προσβάλλοντας τη μνήμη και τον λόγο του ασθενούς. Έτσι έχουμε έναν παγκόσμιο πληθυσμό που ασθενεί μαζικά, χάνοντας δυο από τις βασικές ανθρώπινες ιδιότητες, τη μνήμη και τη γλώσσα. Στο μυθιστόρημα, βέβαια, οι άνθρωποι χάνουν τις βασικές τους ανθρώπινες ιδιότητες εξαιτίας ενός ιού που ονομάζεται Κένταυρος. Στη δική μου, αυθαίρετη ίσως ανάγνωση, ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει τον Κένταυρο με μια αόρατη υπερεξουσία, μ’ αυτό το τερατώδες οικονομικό-πολεμικό σύστημα, το οποίο εγκληματεί σε πλανητική κλίμακα και καταστρέφει τον κόσμο έχοντας αποκτήσει πελώριες δυνατότητες ελέγχου των πληθυσμών και απέναντι στο οποίο μοιάζουμε όλοι ανυπεράσπιστοι. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύω, που στο μυθιστόρημα, ο ιός επιτίθεται πρώτα στη μνήμη και στον λόγο. Η εξουσία και σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η τερατώδης πλανητική εξουσία της εποχής μας, είναι εχθρός του πολιτισμού. Και πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τη μνήμη και τον λόγο.
Η κατάσταση στον σταθμό έχει καταντήσει απάνθρωπη, διαμορφώθηκε μια ταξική κοινωνία που αναπαράγει όλη την ανισότητα και την αδικία. Μια ελίτ που αποφασίζει για την τύχη των ενοίκων του κατώτερου ορόφου που αποτελούν το υπηρετικό προσωπικό της, διαβάζουμε σ’ ένα άλλο σημείο του βιβλίου. Οι επιζώντες λοιπόν αναπαράγουν με τη σειρά τους όλες τις σχέσεις εξουσίας που υπήρχαν πριν από την καταστροφή κι έτσι είμαστε και πάλι υποχρεωμένοι να ξαναρχίσουμε και πάλι από την αρχή σ’ ένα ατελείωτο ράβε-ξήλωνε του κόσμου και της Ιστορίας. Και το μεγάλο ερώτημα που θέτει αυτό το βιβλίο πιστεύω, ένα ερώτημα που είναι πανάρχαιο και διαρκώς επανέρχεται πιο κρίσιμο από ποτέ, είναι το ερώτημα που θέτει η Άννα σ’ ένα σημείο του βιβλίου: Και τότε στο μοιραίο σταυροδρόμι, όταν έρθουμε αντιμέτωποι με τη Σφίγγα, τι θα απαντήσουμε στην κρίσιμη ερώτηση;
Αυτή είναι η δική μου, προσωπική ανάγνωση που σχετίζεται με την πολιτική διάσταση του βιβλίου. Επειδή όμως εδώ μιλάμε πάνω απ’ όλα για ένα έργο λογοτεχνίας, θα ήθελα να τονίσω και να επιμείνω στην αξία και την ομορφιά του κειμένου. Από την αρχή ο αναγνώστης εισέρχεται σ’ έναν κόσμο ερειπωμένο και σ’ ένα τοπίο σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής μέσα στο οποίο προσπαθούν να επιβιώσουν οι ελάχιστοι επιζώντες. Φτάσαμε πια σε ένα σημείο όπου όλες οι συμφορές μοιάζουν φυσιολογικές, αφηγείται η Μπριγκίτε σ’ έναν από τους παράλληλους μονολόγους του βιβλίου. Σ’ ένα άλλο σημείο, δίνεται μια εικόνα από μια εγκαταλελειμμένη πόλη:
Σπασμένες βιτρίνες, αναποδογυρισμένοι κάδοι σκουπιδιών, ψηλά κτίρια που είχαν καταρρεύσει, άγρια πρασινάδα που είχε εισχωρήσει στις πολυκατοικίες, θηριώδη φυτά που είχαν σπάσει το τσιμέντο στους δρόμους. Και πτώματα που σάπιζαν παντού, κόκαλα και μισολιωμένοι σκελετοί. Προσπαθούσαμε να κοιτάμε μόνο μπροστά καθώς διασχίζαμε με τα πόδια τους άδειους δρόμους για να κατευθυνθούμε προς το λιμάνι. Τεράστια γκρίζα ποντίκια, χοντρά σαν γάτες, έτρεχαν σε κοπάδια ανάμεσα στα πτώματα…
Σ’ ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον για μένα, κομμάτι του βιβλίου, η Άννα και πάλι, κάνει μια αναφορά στον πίνακα Λας μενίνας του Ντιέγκο Βελάσκεθ, ένα από τα πιο αινιγματικά αριστουργήματα της δυτικής τέχνης, ένα έργο που μας υπενθυμίζει ότι η τέχνη όπως και η μητριά της η ζωή, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι κατόπτρων που θα συνεχίζεται αιώνια μέχρι που να μας δοθεί η χάρη κάποτε ν’ ανακαλύψουμε, μέσα στο πλήθος των απατηλών αντανακλάσεων, την εικόνα του αληθινού μας προσώπου.
Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ και σ’ ένα άλλο κομμάτι του βιβλίου που μου έκανε εντύπωση. Μέσα στις διαδοχικές και παράλληλες αφηγήσεις των ηρώων, παρεμβάλλεται ξαφνικά σε κάποιο σημείο και η αφήγηση του συγγραφέα Μπάρυ, η οποία φαινομενικά δεν έχει καμία σχέση με την υπόλοιπη ιστορία. Πρόκειται για ένα είδος παρέκβασης ή για μια σύντομη παραβολή. Το σύντομο αυτό κομμάτι ονομάζεται «Η γυναίκα και η σκιά της» και το αναφέρω εδώ επειδή θεωρώ ότι έχει μια ιδιαίτερη αξία μέσα στο κείμενο και ταυτόχρονα τέτοια αρτιότητα και αυτοτέλεια που θα μπορούσε να σταθεί και ξεχωριστά σαν ένα μικρό, ανεξάρτητο κείμενο.
Είναι μια από τις ιστορίες που στο βιβλίο αφηγούνται μεταξύ τους οι επιζώντες για να συνεχίσουν να ζουν. Επειδή οι ιστορίες, όπως λέγεται και στο βιβλίο, είναι ένα αντίβαρο στον θάνατο και στην απώλεια και όσο αφηγούμαστε παραμένουμε ζωντανοί. Θυμηθείτε την Σεχραζάντ από τις χίλιες και μια νύχτες ή τη δική μας Πηνελόπη που ξηλώνει κάθε νύχτα το υφαντό της, περιμένοντας.
Κι έτσι κάθε μέρα ξαναρχίζει από την αρχή ο κόσμος και όλα καταστρέφονται και όλα γεννιούνται ξανά μέσα σ’ έναν αέναο κύκλο απελπισίας και ελπίδας και αυτό είναι πιστεύω και μια βαθιά πίστη αυτού του μυθιστορήματος που κλείνει με την επιστροφή του Ισαάκ που ξαναβρίσκει τη μεγάλη χαμένη του αγάπη, την Άννα, και της περνά ένα δαχτυλίδι με πευκοβελόνες στο δάχτυλο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από το Στάλκερ του Α. Ταρκόφσκι. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου