Της Χρύσας Φάντη*
Η Διονυσοπούλου παραλλάσσει τον μύθο συνειδητά, τον
"εκμοντερνίζει": έτσι στο κείμενο έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο
απλό «Που ’χε τη δυστυχία στον κόσμο αυτόν ναρ ’θεί/ Απόκοσμος και λαμπερός»,
τον οποίο, με την πρόφαση του έρωτα, θα θελήσει να κατασπαράξει η μηντιακή
κοινωνία μας, ακριβώς επειδή αυτός δεν δίνει την παραμικρή σημασία στην εικόνα:
«ΕΚ ΡΗΞΗ/ ΑΥΤΟ ΕΙΝΕΚΡΗΞΗ/ Θα σπάσω Θα τεμαχίσω Θα κατακερματίσω/ Το λατρεμένο
είδωλό μου/ Να δούμε τότε τι θα προσκυνάτε/ Τίποτα ρέπλικες; Μπορεί./ Μα εγώ
δεν θα ’μαι κει». Και λίγο παρακάτω: «Διαστρεβλώσατε Διαστρεβλώσατε
Διαστρεβλώσατε/ Το βλέμμα μου/ Όταν είδα το πρόσωπό μου/ Σ’ εκείνο το παγωμένο
ρέμα/ Κι είπατε/ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΘΕΛΕΙ ΕΜΑΣ/ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΘΕΛΕΙ/ Πονάει πολύ η
απόρριψη/ Αναλαμβάνει τότε η παραπληροφόρηση/ ΚΑΙ/ ΦΗΜΕΣ ΦΗΜΕΣ ΦΗΜΕΣ/ Από στόμα
σε στόμα Από χώρα σε χώρα/ Από αιώνα σ’ αιώνα Από χέρι σε χέρι/ Ένα ψέμα πετάει
μαζί με τ’ αγέρι».
Προχωρώντας πέρα από τον Οβίδιο, που μεταμορφώνει τους ήρωες
του (τον Νάρκισσο στο ομώνυμο λουλούδι, και την Ηχώ σε πέτρα), και τον Φρόιντ
που εισάγει για πρώτη φορά την έννοια του ναρκισσισμού στην ψυχανάλυση το 1910,
στην τρίτη έκδοση του βιβλίου του «Three Essays on the Theory of Sexuality», ως
ένα δεδομένο στάδιο σεξουαλικής εξέλιξης που αφορά και τα δύο φύλα, η
Διονυσοπούλου επικεντρώνεται εδώ, στο
φαινόμενο του καθρέφτη, όπου ο καθένας προβάλλει στον άλλον την προσωπική του
επιθυμία βγάζοντας τα συμπεράσματα που επιθυμεί ή φορτώνει τα δικά του
ελαττώματα στον πλησίον.
Ο δεύτερος άξονας του μακροσκελούς αυτού ποιήματος είναι το
κατεξοχήν λυρικό κομμάτι, εκείνο δηλαδή που αναφέρεται στον έρωτα του Νάρκισσου
με την Ηχώ. Εδώ οι στίχοι έχουν τη μουσικότητα άριας και οι σπάνιες παρεμβάσεις
της Ηχούς –πραγματικές ή φαντασιακές─ δίνουν μια σπηλαιώδη αίσθηση στο κείμενο:
«Μηη φοβάσαι/ Στο όοονειρό σου μπαίνω/ Σ’ αγαπούσα ως νύμφη σ’ αγαπάω ως
βράχος/ Μα εσύ/ Δεν άδραξες ποτέ σου τη στιγμή/ Τώρα μηδέν Έρωτας έρμος/ Να σε
αγγίξω δεν μπορώ/ Στα βλέφαρά σου κολυμπώ». Για ν’ ακουστεί η φωνή του
Νάρκισσου λίγες σελίδες πάρα κάτω, σκιαγμένη και θλιβερή αλλά και
θριαμβική-στεντόρεια εντέλει: «Βαλσαμωμένε μου έρωτα, αγάπη μου πικρή/ Τι κι αν
λουλούδι εγώ και πέτρα εσύ;/ Ο έρωτας από είδη δεν γνωρίζει». Η Ηχώ όμως
παρεμβαίνει σποραδικά και σε άλλα σημεία παίρνοντας τις καταλήξεις του
Νάρκισσου και μετατρέποντάς τις σε άλλες λέξεις, σηματοδοτώντας έτσι την
απόσταση που χωρίζει τους δύο ερωτευμένους πριν από την τελική ένωση μέσω της
μεταμόρφωσης: «Δεν λιποψύχησα ποτέ Μονάχα τώρα/ Λίγο πριν απ’ το τέλος /έλος
έλος έλος έλος έλος».
Καπιταλισμός ενάντια στη Φύση, μηντιακή πραγματικότητα,
γκλάμουρ και ψέμα απέναντι σ’ έναν απόλυτο έρωτα που ξεπερνάει κάθε εμπόδιο,
έλξη από τη διαφορετικότητα αλλά και απομύζηση από μια κοινωνία εχθρική και
ανελέητη, μαθημένη να ζει σε μια εικονική πραγματικότητα, μύθος που συμπλέκεται
με το σήμερα ανανεώνοντας τα χαρακτηριστικά του, σε μια άρτια σύνθεση ερωτική,
γλωσσοκεντρική, όπου και όσο χρειάζεται εννοιολογική.
*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου