Έτσι φαντάζεσαι. Συχνά όμως δεν είναι.
Ξαφνική πετριά στο νερό κύκλος και κύκλος έγκλειστον δείχνει
την πληγή που τσάκισε την ηρεμία και τώρα αφηγείται:
πρώτα η σιωπή∙ και τα λησμονημένα κόκκινα φύλλα
στο χώμα κείτονται ή στον αέρα κοκόρια αποκεφαλισμένα
ελάχιστα ελπίζουν. Άγνωστα τα ηχηρά παιχνίδια — σιωπή
πεθαμένη. Ακροβολισμένα σκυλιά μοιράζονται το σκοτάδι.
Ήσυχα κοιμάται το κοπάδι — ήσυχα; Και ποια ψυχή κρύβει
το ποίμνιο; Κινδύνους μαχαίρια κραυγές∙ σαν όνειρο κακό
σαν τον Νοέμβρη που θα ’ρθει απειλητικός με τις ομίχλες
και τους κοκκινολαίμηδες και τα πουλιά σούστες ανα-
πνοές ακόμα. Όσο θηλάζει η ερημιά τις χαμηλές φωνές
τ’ ανείδωτα άνθη κάθε διαβάτη. Μονάχος και μοναχή
όλη η ζωή μ’ ένα παράθυρο μονάχα, εκείνος μυστική γλώσσα
προτού καν αρθρώσει την εικόνα, άρρωστο παιδί που
λυπάται μόλις βραδιάσει — γυρίζει ο τροχός στο κενό
στο τίποτε. Μα εάν τα κόκαλα περπατούνε ακόμα ρίξε
ένα βλέμμα κι εδώ, δρόμος είναι κι ο θάνατος, δέντρο
στον κάμπο που αντέχει, δες πώς τα βραπτσιάνια*
τρίβονται στο χώμα εξοικειωμένα για τα ψηλά πετάγματα
και για τα μαύρα κάτω. Εν τέλει φαντάσου τα αν μπορείς
πέραν της υπεροψίας των αιώνων. Φιλικά πλησίασε η μοναξιά.
~
από τη συλλογή Χαιρετισμοί, εκδ. Νεφέλη, 1999
πηγή
Ήσυχα κοιμάται το κοπάδι — ήσυχα; Και ποια ψυχή κρύβει
το ποίμνιο; Κινδύνους μαχαίρια κραυγές∙ σαν όνειρο κακό
σαν τον Νοέμβρη που θα ’ρθει απειλητικός με τις ομίχλες
και τους κοκκινολαίμηδες και τα πουλιά σούστες ανα-
πνοές ακόμα. Όσο θηλάζει η ερημιά τις χαμηλές φωνές
τ’ ανείδωτα άνθη κάθε διαβάτη. Μονάχος και μοναχή
όλη η ζωή μ’ ένα παράθυρο μονάχα, εκείνος μυστική γλώσσα
προτού καν αρθρώσει την εικόνα, άρρωστο παιδί που
λυπάται μόλις βραδιάσει — γυρίζει ο τροχός στο κενό
στο τίποτε. Μα εάν τα κόκαλα περπατούνε ακόμα ρίξε
ένα βλέμμα κι εδώ, δρόμος είναι κι ο θάνατος, δέντρο
στον κάμπο που αντέχει, δες πώς τα βραπτσιάνια*
τρίβονται στο χώμα εξοικειωμένα για τα ψηλά πετάγματα
και για τα μαύρα κάτω. Εν τέλει φαντάσου τα αν μπορείς
πέραν της υπεροψίας των αιώνων. Φιλικά πλησίασε η μοναξιά.
~
από τη συλλογή Χαιρετισμοί, εκδ. Νεφέλη, 1999
πηγή
Ο Μάρκος Μέσκος (Έδεσσα, 1935 - Θεσσαλονίκη, 2019) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Έδεσσα. Σπούδασε στο τμήμα γραφικών τεχνών και διακόσμησης του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών, από όπου και αποφοίτησε το 1968. Αρχικά εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του, έπειτα, από το 1965, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία της Αθήνας, αλλά και ως επιμελητής εκδόσεων. Από το 1981 είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου και υπήρξε συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των Χειρογράφων, ενώ το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Ασχολήθηκε με διάφορα είδη λόγου, όπως την πεζογραφία και το δοκίμιο, αλλά εστίασε κυρίως στην ποίηση. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα νεοελληνικά γράμματα ήταν το 1956 με το ποίημα Ειρήνη στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, όπου χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Συνεργάστηκε με ποιήματά και μελέτες του στα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης, Εφημερίδα των ποιητών, Καινούργια Εποχή, Νέα Εστία, Νέα Πορεία, Ο Λογοτέχνης, Μαρτυρίες, Σημειώσεις, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, Αντί, Ελίτροχος, Το Δέντρο, Γράμματα και Τέχνες κ.ά. Το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Μέσκου έχει μια ιδιότυπη θέση στη μεταπολεμική λογοτεχνία, κυρίως λόγω της ταυτόχρονης διασύνδεσης του με την παράδοση και τη νεοτερικότητα. Ο Μέσκος ήταν πολιτικοποιημένος και αυτό φαίνεται και στις συνεντεύξεις του, στις οποίες είχε αναφερθεί στις πληγές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, την αριστερά, τη δεξιά και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Έδειξε συμπάθεια στην αριστερά και είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «ουμανιστής κομμουνιστής χωρίς κομματική ταυτότητα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου