Άννα Ρω
Ο Θωμάς Κοροβίνης καταθέτει στο αναγνωστικό κοινό το προσωπικό του βίωμα μέσω του γοητευτικού αφηγήματος: “Σταυροί στο ακροθαλάσσι”, και γίνεται κοινωνός της Θρακιώτικης ιστορίας, παράδοσης και σοφίας. Στη σκυταλοδρομία λόγου διακοσίων είκοσι σελίδων, όπου
εναλλάσσονται οι διάλογοι μεταξύ γιαγιάς και εγγονού, κυλά ρυθμική και κρυστάλλινη η γλώσσα του τόπου του, κεντώντας δεξιοτεχνικά τα ξόμπλια της θρακιώτικης παράδοσης. Η ζωντανή ροή του λόγου απομειώνει στο ελάχιστο τη μουσειολογική προσέγγιση του παρελθόντος, δίνοντας προστιθέμενη αξία στο αφήγημα, στο σώμα του οποίου διαχέεται, κατά τα λεγόμενα του Νάσου Βαγενά περί συμβόλων της λογοτεχνικής γλώσσας: Αυτή η αίσθηση μιας οργανικής, μιας «φυσικής» συναίρεσης των σημαινόντων με τα σημαίνοντα*.
Ο
Θωμάς Κοροβίνης, στην πολύχρονη πορεία του, έχει καταθέσει τριάντα πέντε έργα
πλουτίζοντας τον λογοτεχνικό του καμβά, σχεδόν, με όλα τα λογοτεχνικά είδη.
Έχει αποσπάσει το Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας Αμντί Ιπεκτσί για την έρευνα και
ανάδειξη της σχέσης τούρκικης και ελληνικής λαϊκής κουλτούρας, το κρατικό
βραβείο μυθιστορήματος για το έργο “Ο γύρος του θανάτου” και το βραβείο Νίκου
Θέμελη για το μυθιστόρημα “`55”. Καθώς, διακρίνεται για την πολύπτυχη
ιδιοσυγκρασία του, εκτός από τη λογοτεχνία, το αποτύπωμά του είναι ορατό στη
σύνθεση, στιχουργική και ερμηνεία λαϊκών τραγουδιών.
Επιμέλεια
συνέντευξης για το ΣημειΩματάριο: Άννα Ρω
Με
ποιο σημείο στίξης θα ταυτίζατε το βασικότερο χαρακτηριστικό σας;
Με
το θαυμαστικό! Γιατί όπως έλεγε ο πολυφίλητος Μάνος Ελευθερίου “τα θαύματα
γίνονται δίπλα μας”! Τα θαύματα, ομορφιές και θηριωδίες, ανθούν, συμβαίνουν και
παρέρχονται -αν και οι θηριωδίες μακροβιότερες- κι εμείς δεν παίρνουμε ή
κάνουμε πως δεν παίρνουμε χαμπάρι. Ό, τι ωραιότερο έζησα το χρωστάω στην
εκμετάλλευση της έκπληξης, ό, τι δεν πρόλαβα, -παρά την τόλμη μου- στην
απάθεια, το κλείσιμο, την αδιαφορία μου της στιγμής.
Νιώσατε
ποτέ, πως αυτή η μακρά θητεία στη λογοτεχνία, στη μουσική, στην έρευνα και σε
τόσους άλλους τομείς πλάτυνε τον δρόμο προς την αυτογνωσία σας;
Διευρύνθηκαν
σίγουρα οι δρόμοι της αυτογνωσίας μου, παρόλο που η βαθύτερη γνωριμία με τον
εαυτό σου είναι μαχαίρι δίκοπο, απ’ τη μια γίνεσαι σοφότερος, απ’ την άλλη
έχεις όλο και λιγότερα γελαστούρια. Το μεγαλύτερο κέρδος σου όμως απ’ αυτό το
οδοιπορικό της δημιουργίας είναι το κέρδος των άλλων ως ηθικό αντίκρισμα μέσα
σου μα και ως επικοινωνιακή πρόκριση αλλά και ως μια μορφή αγάπης.
Ποιο
ήταν το εφαλτήριο που σας οδήγησε σε αυτή την κατάθεση προς το αναγνωστικό
κοινό, του αφηγήματος: «Σταυροί στο ακροθαλάσσι»;
Ένα
ισόβιο χρέος απέναντι στα πάθη των άμεσων προγόνων μου και η ανάγκη να αναδείξω
μια ακόμη αγιάτρευτη πληγή στο σώμα της πρόσφατης ιστορίας μας μας, καθώς οι
ιθύνοντες άφησαν τις εγκαταλελειμμένες νάρκες της Γερμανικής Κατοχής στο έλεος
της τύχης με εκατοντάδες απλήρωτες ζωές νεαρών συμπατριωτών μας.
Ποια,
τα σημεία των οριζόντων του;
Η
εκπληκτική περσόνα της γιαγιάς μου Ελπινίκης, κράμα ιώβιας υπομονής, πολύπαθου
βίου, εύστοχης σαρκαστικής θυμοσοφίας και κιβωτού της προσφυγικής μνήμης και η
επιδραστικότητα της παρουσίας της στην κοινότητα. Οι σπαρταριστοί και ουσιώδεις
διάλογοι ως εργαλείο λογοτεχνίας, έτσι ώστε στη συνάθροισή τους να αποτελούν τη
μορφή ενός αυτοτελούς μυθιστορήματος. Ο πόνος των ανταλλάξιμων προσφύγων και η
διακήρυξη του καημού από το “ελληνικό” σφάλμα της παράδοσης της Ανατολικής
Θράκης.
Πιστεύετε,
πώς η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να διατηρήσει άσβεστη την ταυτότητα προσώπων,
όπως η γιαγιά Ελπινίκη, στο διηνεκές και κατ` επέκταση την ταυτότητα του
εκάστοτε κοινωνικού-ιστορικού γίγνεσθαι;
Πιστεύω
και στα δύο. Πάνε παρέα. Στα δικά μας π. χ. η Μιχαλιέσσα και ο παππούς του
Βιζυηνού, η Ακριβούλα και η Φραγκογιαννού του κυρ-Αλέξανδρου, ο καπετάν Μιχάλης
του Καζαντζάκη, ο Πατούχας του Κονδυλάκη, οι κεντρικοί ήρωες του Στρατή Δούκα
και της Διδώς Σωτηρίου, η Λωξάντρα της Ιορδανίδου, και άλλοι λογοτεχνικοί ήρωες
εμπεριέχουν την ελπίδα να διαιωνίζουν τρόπος του λέγειν το κοινωνικοπολιτικό
γίγνεσθαι της εποχής τους και την σύνολη ατμόσφαιρά της.
Τι
έχετε να πείτε σε όσους απωθούνται από τη χρήση εντόπιας γλώσσας στη
λογοτεχνία;
Συγγραφείς
ή αναγνώστες, ας μετακομίσουν σε άλλη χώρα. Δεν τους υπολήπτομαι, είναι
ανιστόρητοι και μου είναι ξένοι. Προσωπικά δεν είμαι όψιμος συλλέκτης γλωσσικών
στοιχείων της ελληνικής που φυραίνει αλλά νιώθω εραστής και ιδίως φορέας μιας
παράδοσης αιώνων. Ως δημιουργός, ελληνοκεντρικός άχρι θανάτου, με συνειδητή
πρόθεση επιχειρώ να διαφυλάξω την μέχρι χθες ζώσα, όχι μνήμη, αλλά ευρύτατη
προφορική και γραπτή χρήση του ανεξάντλητου και πολύσημου πλούτου των αστικών
και λαϊκών ιδιωμάτων. Χωρίς αυτά, η γλώσσα μας, που έχει εξακολουθητική
λειτουργία μαζί τους απ’ τον καιρού του Ομήρου και του Αριστοφάνη, είναι άνευρη
και ανέραστη.
Υπάρχει
ανεξερεύνητο συγγραφικό πεδίο ή άλλο που θα θέλατε να είχατε κατακτήσει;
Θαυμάζω
ανεπιφύλακτα κάποιους δοκιμιογράφους αριστερών πολιτικών δοκιμίων και ιδίως αν
έχουν επιρροή στην βελτίωση της ζωής των δευτεροκλασάτων και των παριών αλλά
δεν γεννήθηκα γι’ αυτό.
Αν
δημιουργούσατε ένα απάνθισμα λογοτεχνικών έργων, ποια θα τοποθετούσατε πρώτα
στην κατάταξη επιλογής σας;
Να
πρωτοπώ την Ιλιάδα και το Ψαλτήριον του Δαβίδ, κάποιους πάλι θα αδικήσω.
Αν
ποτέ, οι άνθρωποι εμπιστεύονταν για οδηγό την πυξίδα τής καρδιάς, πιστεύετε πως
θα ήταν ο κόσμος καλύτερος;
Δεν
αρκεί, προτιμώ την χρυσή ισορροπία αγαθού αισθήματος, λαμπερού μυαλού και
φλογερού ενστίκτου.
Δυο
προτάσεις-οδοδείκτες προς έναν νέο δημιουργό θα επεσήμαναν ό,τι…;
Μάχη,
εργατικότητα, συνεργατικότητα, αυτά πάνε μαζί και σεβασμός στους προπάτορες
δημιουργούς, ποτέ έπαρση, κι αυτά μαζί.
*
Άρθρο του Νάσου Βαγενά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου