24.5.25

Πολλοί κατακλυσμοί


Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης 

 Χλόη Κουτσουμπέλη «Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός», εκδ. Θίνες, 2025

Ας αποφαίνονται κάποιοι κριτικοί, για το πολυκαιρισμένο του συμβόλου. Από μόνο του τίποτα δεν είναι εξαντλημένο όσες φορές κι αν επανέρχεται στο προσκήνιο – το κατ’ αναλογίαν παράδειγμα των λέξεων βεβαιώνει του λόγου το αληθές. Κι εδώ έγκειται μία ακόμη μαγική ιδιότητα, ανάμεσα σε

πολλές άλλες, της λογοτεχνικής γραφής που ανοικειώνοντας το τετριμμένο και το σύνηθες μπορεί όχι απλώς να το ανακαινίζει ή να το αναπαλαιώνει αλλά να το αναγεννά και το αναπαρθενεύει ολωσδιόλου καινοτόμο και πρωτότυπο.

Μιλώ στην προκειμένη για το σύμβολο του Νώε με την Κιβωτό του, που δεύτερη φορά (αν δεν κάνω λάθος) εμφανίζεται σε πολύ μικρό διάστημα ως θεματική βάση έμπνευσης και ως βασικό περίγραμμα πλοκής μιας λογοτεχνικής αφήγησης. Η πρώτη ήταν του υποφαινόμενου (ΝΩΕ, εκδ. Κίχλη, 2024), μια αλληγορία για την εξελισσόμενη οικολογική και πολιτισμική κατάρρευση, και δεύτερη τούτη δω της Κουτσουμπέλη, (Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός, Θίνες, 2025) σε άλλη πλέον βάση, με το θέμα της γυναικείας κατάστασης στο επίκεντρο – κι αν κάτι, ας μου επιτραπεί το σχόλιο, ενώνει τις διαφοροποιούμενες αυτές εκδοχές του μύθου πέραν του ορατού κοινωνικού ενδιαφέροντος μιας δια της επιστροφής στο παρελθόν παραγωγής λόγου για το σήμερα, είναι και η επίγνωση πως αξιοποιώντας τις βιβλικές γραφές, κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης, όπου η αρχετυπική βάση, το μεταίχμιο ανάμεσα στη μητριαρχία και στην πατριαρχία, το όριο μεταξύ μύθου και λόγου και η μήτρα εντέλει του νυν πολιτισμού, μπορεί η λογοτεχνική αφήγηση να πιάσει το νήμα απ’ την αρχή.

Εν συντομία: μαζί με όλα τα ζωικά είδη που ύστερα από θεϊκή εντολή περισυνέλεξε ο Νώε στην Κιβωτό του προς διάσωση, πήρε επίσης τους τρεις γιους, τις τρεις νύφες αλλά εγκατέλειψε τη γηραιά και ως εκ τούτων ανίκανη να τεκνοποιήσει σύζυγό του, Εμζάρα, τη θέση της οποίας κατέλαβε η δεκαεξάχρονη Σιγκάλ. Η αφήγηση εκφέρεται διά των επιστολών που απευθύνει η Σιγκάλ προς την Εμζάρα και των επιστολών που απευθύνει η Εμζάρα προς τον τριτότοκο γιο της: δύο διακριτά αφηγηματικά σύμπαντα, κατοικημένα από το βλέμμα δύο διαφορετικών αφηγηματικών υποκειμένων και οργανωμένα υπό τη μορφή δύο ανεκπλήρωτων εγχειρημάτων επικοινωνίας, που προϊούσης της αφήγησης διασταυρώνονται ως προς το πνεύμα, το ύφος, τον σκοπό και τον προορισμό τους, για να σκιαγραφήσουν τη γυναικεία κατάσταση εν μέσω και υπό την επιβολή του αντρικού λόγου, προτείνοντας άλλα μοντέλα ύπαρξης έξω από το σωτηριολογικό χάπι εντ της Παλαιάς Διαθήκης.

Στο αφηγηματικό κέντρο το γυναικείο πρόσωπο με φορείς αφενός τη Σιγκαλ αφετέρου την Εμζάρα και εντέλει τις αντιστικτικά ήσσονες συζύγους των γιων του Νώε. Η Σιγκάλ επιβιβάζεται στην Κιβωτό ως δυνάμενη να τεκνοποιήσει, η Εμζάρα απορρίπτεται ως μη δυνάμενη. Ούτε η συζυγική σχέση ούτε τα τρία παιδιά που απέκτησε μαζί του δεν επαρκούν ως λόγος για τη σωτηρία της. Η ικανότητα τεκνοποιΐας, συνοδευμένη από τα παρελκόμενα της νιότης και της ομορφιάς αναδεικνύεται σε απόλυτο κριτήριο επιλογής. Στον κόσμο της Κιβωτού η γυναίκα, αποτιμώμενη με χρηστικά κριτήρια ως χρηστικό εργαλείο, δε διαφέρει από τα λοιπά ζωντανά της Κιβωτού: διασώζεται και υπάρχει μόνο χάριν της διάσωσης και της ύπαρξης του είδους.

Ό,τι προβάλλει, ό,τι προτείνεται ως απόλυτη νομιμοποίηση αυτού του ρόλου είναι ο μη επιδεχόμενος αμφισβήτησης θεϊκός λόγος. Σε πάμπολλες περιπτώσεις, και δη όταν περιέρχεται σε δυσκολία, αυτόν τον λόγο θα επικαλεστεί ο Νώε, προκειμένου να δικαιολογήσει τις επιλογές του με τσιτάτα του τύπου «Θέλημα Θεού» (σ. 12), «Εντολή άνωθεν» (σ. 14) κτλ. Είναι το κερασάκι της τούρτας, που προηγουμένως έχει ως υλικά τη γυναικεία αμάθεια και κατά συνέπεια ευπιστία και ευπείθεια μαζί με την ταξική επιβολή του οικονομικά ισχυρού σε βάρος του αδύναμου ώστε άλλοτε με χρήματα, άλλοτε με ξύλο και άλλοτε με εκφράσεις αβροφροσύνης να εξαγοράζεται η σιωπή, η συναίνεση και εντέλει η οικειοθελής υποταγή.

Είναι μια κατάσταση διαστροφής. Όπου ο/η εξαγορασμένος/-η, που εκπορνεύεται, βιάζεται και ξυλοφορτώνεται καλείται πέραν της απόλυτης συγκατάνευσης να νιώθει επίσης και ευγνωμοσύνη: «Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιά σου» ομολογεί η Σιγκάλ αναφερόμενη στον Νώε «στο ήθος και στην ακεραιότητα» (σ. 16). Αλλά κάπου εδώ χαλάει το μείγμα για τον Νώε: η φιλομάθεια και ο αληθινός έρωτας αίρουν τη Σιγκάλ πάνω από τον τυποποιημένο γυναικείο ρόλο και πριονίζουν τα θεμέλια της εξουσίας του, η δε σεξουαλική προσφυγή του στη νύφη του Αντατανέσε αλλά και η διαθεσιμότητα της Αντανέσε προδίδουν την απεγνωσμένη προσπάθειά του να συνεχίσει να υποστηρίζει τούτη την επιβολή και να συνεχίσει να απολαμβάνει τα προνόμιά της.

Ο κόσμος του Νώε όπως διαμορφώνεται πριν, στη διάρκεια και μετά τον κατακλυσμό, η κοινωνία εν ολίγοις της Κιβωτού, η προτεινόμενη ως ιδανική, είναι ένας εξουσιαστικά οργανωμένος κόσμος με ευκρινείς ιεραρχικές σχέσεις επιβολής, που αντλούν το κύρος δευτερευόντως από την ηλικία και την οικονομική ισχύ και πρωτευόντως από τον Θεό: όπου ο Νώε ασκεί τον έλεγχο και την επιβολή σε βάρος όλων των άλλων, αναπαύεται ενόσω αυτοί κοπιάζουν, επιδίδεται σε σεξουαλικές διαστροφές, ορίζει τη μοίρα και τη ζωή τους, αφού προηγουμένως έχει εξασφαλίσει τα οικονομικά, ηλικιακά και κυρίως μεταφυσικά μέσα, ώστε να τους πειθαναγκάζει να υιοθετήσουν τα ερμηνευτικά σχήματα του καλού/κακού, του σεβασμού/ασέβειας, της αμαρτίας/αγνότητας, που υποστηρίζουν τον κόσμο που θέλει να οικοδομήσει.

Ό,τι προκύπτει ως κόσμος από τούτες τις διαδικασίες διαμόρφωσής του κόσμου είναι κάτι προώρως γηρασμένες υπάρξεις, είναι η μετεξέλιξη του έρωτα σε αρένα σεξουαλικής βίας, είναι το ενοχικό συναίσθημα που τριβελίζει τα έγκατα της ψυχής. «Νομίζω ότι πέθανε για να γλιτώσει» (σ. 11) θα πει η Σιγκάλ για τη μητέρα της, που έχει δραπετεύσει από τις αιμομικτικές απόπειρες του βιαστή πατέρα της για να υποφέρει τις διαστροφές του νέου αφέντη της. Αλλά η στιγμή που σμίγοντας ερωτικά με τον γιο του τον Ιάφεθ θα καταφύγει γυμνή στο κλουβί των αιλουροεδών θα σημάνει το κρίσιμο βήμα για την απελευθέρωσή της, ακόμη και από τα δεσμά της μητρότητας.

Είναι η ίδια ακριβώς απελευθέρωση που κάποια χρόνια πριν θα επιχειρήσει η Εμζάρα, εν αγνοία του συζύγου της του Νώε. Όταν αυτός θα την εγκαταλείψει στο έλεος της επερχόμενης πλημμύρας, για να οργανώσει εντός της Κιβωτού τον εξουσιαστικά οργανωμένο κόσμο του υπακούοντας στα κελεύσματα του θεού του, η ίδια θα χαίρεται παρέα με τις φίλες της τη ζωή, αναζητώντας σπηλαιωδώς, τουτέστιν όχι δια της επιβολής στον έξω κόσμο αλλά διά της εξερεύνησης στον έσω κόσμου τη διέξοδο από τα αδιέξοδα της ανθρωπότητας – όθεν και ένα έμμεσο σχόλιο για τη λυτρωτική εμπειρία της γραφής, κατ’ επέκταση και της ποίησης, έναντι της παλαιάς, υπό τη μορφή της θεολογίας, και της νέας, υπό τη μορφή της επιστήμης, θρησκείας.

Εντέλει ποιος δικαιώνεται, ποιος επικρατεί και ποιος «νικά»; Η αφήγηση της Κουτσουμπέλη μένει ανοιχτή στο τέλος, παρά τις όποιες εικασίες σωρεύει στη διάρκεια. Είναι δε σε αυτές τις εικασίες, που εγείρονται απ’ τις σιωπές της Εμζάρα στις εκκλήσεις επικοινωνίας της Σιγκάλ και απ’ τις σιωπές του Ιάφεθ στις εκκλήσεις επικοινωνίας της Εμζάρα, στις διαρραφές δηλαδή των δύο αφηγηματικών κόσμων η θέση του αναγνώστη. Κι ως αναγνώστης βλέπω έναν μέθυσο Νώε, που μέσα στο παραλήρημά του εκλαμβάνει την πτώση ενός μετεωρίτη ως θεϊκό σημάδι, να κυριαρχεί καταποντιζόμενος στην πλημμύρα που τόσο πολύ τον βόλεψε. Γιατί ευτυχώς δε λείπουν απ’ τη νέα ζωή που ευαγγελίζεται ούτε το πάθος για τη ζωή ούτε και ο σπόρος της αμφισβήτησης.

[Θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στο εκδοτικό κομψοτέχνημα. Ευτυχώς δε λείπει το μεράκι και το πάθος για το βιβλίο από μερικούς εκδοτικούς οίκους]

 

 

 

*Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

 

 

 

 https://www.fractalart.gr/tachydromiki-thyrida-kivotos/

Δεν υπάρχουν σχόλια: