12.5.25

Γιάννης Πάσχος, «Παραδείσια πουλιά» εκδ. Περισπωμένη 2024


της Χλόης Κουτσουμπέλη

O Γιάν­νης Πά­σχος εί­ναι ένας συγ­γρα­φέ­ας με πο­λυ­μορ­φι­κή και πο­λυ­διά­στα­τη γρα­φή. Εξαι­ρε­τι­κά τα­λα­ντού­χος κα­τα­φέρ­νει κά­θε βι­βλίο του να εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό. Δια­φο­ρε­τι­κό από τα προη­γού­με­να, αλ­λά και δια­φο­ρε­τι­κό με την ιδιαί­τε­ρη, πρω­τό­τυ­πη, μο­να­δι­κή ση­μα­σία της λέ­ξης.

Ιχθυο­λό­γος, ποι­η­τής, δο­κι­μιο­γρά­φος και πε­ζο­γρά­φος έχει τρεις πο­λύ ση­μα­ντι­κές ιδιό­τη­τες για έναν συγ­γρα­φέα: υπέρ­με­τρη φα­ντα­σία, λε­πτό και υπο­δό­ριο χιού­μορ και μία εξαι­ρε­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα να χει­ρί­ζε­ται την γλώσ­σα, η οποία εύ­πλα­στη πλα­στε­λί­νη στα χέ­ρια του, γί­νε­ται ρευ­στή και κυ­λά­ει αβί­α­στα, εί­τε πε­ρι­γρά­φει υπερ­βα­τι­κές κα­τα­στά­σεις, ερω­τι­κές σκη­νές, αι­μα­το­βαμ­μέ­να επει­σό­δια βί­ας ή απλώς συ­νο­μι­λί­ες των χα­ρα­κτή­ρων του σε μία πλή­ρως εν­σω­μα­τω­μέ­νη και πε­τυ­χη­μέ­νη αρ­γκό του υπο­κό­σμου. Ένα πο­λύ ση­μα­ντι­κό στοι­χείο της γλώσ­σας του εί­ναι επί­σης η ατό­φια ποι­η­τι­κό­τη­τά της, αφού κά­ποιες πα­ρά­γρα­φοι εί­ναι αυ­τού­σια ποι­ή­μα­τα γε­μά­τα γλα­φυ­ρές ει­κό­νες σκλη­ρής ομορ­φιάς.

Το κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πά­ντως όλων των βι­βλί­ων του εί­ναι ότι δια­βά­ζο­νται μο­νο­ρού­φι και ότι ο ανα­γνώ­στης κυ­λά­ει μέ­σα στις σε­λί­δες χω­ρίς σω­σί­βιο και σα­νί­δα σω­τη­ρί­ας και αφο­μοιώ­νε­ται με την πλο­κή και τους ήρω­ες.

Αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα με τί­τλο Πα­ρα­δεί­σια που­λιά, έχει ως επί­κε­ντρο δύο χα­ρα­κτή­ρες, δύο νέ­ους αν­θρώ­πους με λα­μπρά μυα­λά, απε­ριό­ρι­στες δυ­να­τό­τη­τες, αστρα­φτε­ρούς και όμορ­φους εξω­τε­ρι­κά και εσω­τε­ρι­κά, δια­νο­ού­με­νους και ταυ­τό­χρο­να μπλεγ­μέ­νους με τον υπό­κο­σμο, που πλήτ­τουν και ασφυ­κτιούν μέ­σα στον κα­θω­σπρε­πι­σμό και την μι­κρο­α­στι­κή ηθι­κή, που αντι­λαμ­βά­νο­νται τη ψεύ­τι­κη επι­κά­λυ­ψη και τη σε­λο­φάν συ­σκευα­σία ενός πα­ρηκ­μα­σμέ­νου κό­σμου και ανα­ζη­τούν αυ­θε­ντι­κές συ­γκι­νή­σεις σε λαϊ­κούς αν­θρώ­πους του πε­ρι­θω­ρί­ου, πε­ρι­η­γού­νται σε μπουρ­δέ­λα, κά­νουν πα­ρέα με σε­ξερ­γά­τριες και γί­νο­νται τα αγα­πη­μέ­να τους παι­διά, (ο ένας μά­λι­στα γρά­φει και απο­λαυ­στι­κές, κρι­τι­κές απο­τι­μή­σεις για την εμπει­ρία του μα­ζί τους στο δια­δί­κτυο,) πε­τυ­χαί­νουν να κυ­κλο­φο­ρή­σει το βι­βλίο τους ακό­μα και σε οί­κους ανο­χής όπου στή­νο­νται μά­λι­στα και ει­δι­κές βι­βλιο­θή­κες γι’ αυ­τόν τον σκο­πό, (το υπο­δό­ριο χιού­μορ του συγ­γρα­φέα σε πλή­ρη άν­θι­ση) οι οποί­οι θα μυ­η­θούν στην ακραία βία, θα αυ­το­α­να­γο­ρευ­τούν τι­μω­ροί, θα τε­ντώ­σουν τα όρια της ηδο­νής και του έρω­τα και θα βιώ­σουν την από­λυ­τη φι­λία, την ταύ­τι­ση των ψυ­χών τους ως τη συ­ντρι­βή και την ανα­γέν­νη­ση.

«Όχι δεν ήταν μό­νο το ανι­κα­νο­ποί­η­το της νιό­της, όπως πο­λύ εύ­κο­λα θα έλε­γε κα­νείς, ήταν κά­τι πο­λύ πιο βα­θύ. Ήταν σαν να θέ­λα­με να εντυ­πω­σιά­σου­με τον ίδιο μας τον εαυ­τό. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, μία γέ­φυ­ρα ψά­χνα­με, μία εξή­γη­ση σε κα­κο­δια­τυ­πω­μέ­να, ασα­φή ερω­τή­μα­τα».

Τα πα­ρα­δεί­σια αυ­τά που­λιά πε­τούν συ­νέ­χεια γύ­ρω από έναν καυ­τό κόκ­κι­νο ήλιο που τους κα­ψα­λί­ζει τα φτε­ρά και όμως ρί­χνο­νται με πά­θος και έντα­ση σε κά­θε εμπει­ρία για να σπά­σουν τα σί­δε­ρα του κλου­βιού της κα­θη­με­ρι­νής γκρί­ζας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τε το «κα­νο­νι­κό», το «μέ­τριο», το «συ­νη­θι­σμέ­νο» γι’ αυ­τούς, χρειά­ζο­νται τη διαρ­κή υπέρ­βα­ση κά­θε ορί­ου και πα­ρό­λα αυ­τά αν και ζουν πέ­ρα από το κα­κό και το κα­λό, έχουν έναν αυ­στη­ρό δι­κό τους ηθι­κό κώ­δι­κα. Έναν κώ­δι­κα που πρε­σβεύ­ει την αλ­λη­λεγ­γύη με τους αν­θρώ­πους που υπο­φέ­ρουν μέ­σα στο σά­πιο σύ­στη­μα αλ­λά και την υπο­στή­ρι­ξη με όλο το κορ­μί και τη ψυ­χή τους στους φί­λους και στις φί­λες τους.

Οι χα­ρα­κτή­ρες του βι­βλί­ου αυ­τού συμ­βα­δί­ζουν με το ύφος γρα­φής του. Εί­τε ερω­τεύ­ο­νται εί­τε πεν­θούν ζουν αυ­θόρ­μη­τα, πα­ρορ­μη­τι­κά, χω­ρίς ανα­στο­λές, ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στη φα­ντα­σία, ανά­με­σα στον ρε­α­λι­σμό και τον υπερ­ρε­α­λι­σμό.

Όπως και οι ήρω­ες στην Αρ­χαία Τρα­γω­δία δια­πράτ­τουν την ύβρι της υπέρ­βα­σης και πυ­ρα­κτώ­νο­νται, φλέ­γο­νται στα ίδια τους τα κάρ­βου­να, γί­νο­νται πα­ρα­νά­λω­μα της φλο­γε­ρής τους φύ­σης.

Ένα βι­βλίο γραμ­μέ­νο με κόκ­κι­νο με­λά­νι για­τί όλα μέ­σα σ’ αυ­τό εί­ναι έντο­να και ακραία, κά­ποιες σκη­νές ερω­τι­κές ή σκη­νές βί­ας εί­ναι τό­σο αλη­θι­νές που ο ανα­γνώ­στης συμ­με­τέ­χει σχε­δόν ακού­σια με σο­βα­ρές επι­πτώ­σεις στη ψυ­χι­κή του υγεία, αφού πο­τέ με­τά την ανά­γνω­ση αυ­τού του βι­βλί­ου δεν θα εί­ναι ο ίδιος.

Από όλες τις πα­ρά­δο­ξες και αξιο­ση­μεί­ω­τες κα­τα­στά­σεις θα επε­σή­μα­να την πα­ρά­ξε­νη τε­τρα­δι­κή σχέ­ση που δη­μιουρ­γεί­ται ανά­με­σα στους δύο φί­λους, στον εκ­δό­τη και στη γραμ­μα­τέα του που αλ­λά­ζει μορ­φές και ρό­λους συ­νέ­χεια, που εν­σω­μα­τώ­νε­ται με τον εκ­δό­τη ώστε να απο­τε­λέ­σουν το θη­λυ­κό και το αρ­σε­νι­κό του ίδιου ατό­μου, «σαν να κυ­λού­σε ο ένας μέ­σα στον άλ­λο και να με­τα­μορ­φώ­νο­νταν» που γί­νε­ται κά­θε φο­ρά η μοι­ραία γυ­ναί­κα που πο­θούν οι δύο άντρες. Τις ιδιαί­τε­ρες σχέ­σεις του ενός χα­ρα­κτή­ρα, του Ιε­ρο­κλή με τις δύο πιο ση­μα­ντι­κές γυ­ναί­κες της ζω­ής του, τη Λό­λα και τη Στέλ­λα και τη ψυ­χο­λο­γι­κή εμ­βά­θυν­ση χω­ρίς ωραιο­ποί­η­ση και κλι­σέ με την οποία ο Πά­σχος κα­τα­φέρ­νει να τις απο­τυ­πώ­σει ζω­ντα­νά και ανά­γλυ­φα, ανα­τρέ­πο­ντας τις συμ­βά­σεις των ερω­τι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Και βέ­βαια την ανα­το­μία της φι­λί­ας των δύο αντρών με όλες της τις πο­λύ­πλο­κες δια­στά­σεις και εκ­φάν­σεις. Πα­ράλ­λη­λα οι σκη­νές ηδο­νής ακό­μα και αγο­ραί­ας και οι σκη­νές βί­ας εκτυ­λίσ­σο­νται κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά με ει­κό­νες απα­ρά­μιλ­λης ομορ­φιάς αλ­λά και σκλη­ρό­τη­τας.

Το βι­βλίο έχει έξο­χες λυ­ρι­κές φέ­τες όπως ο διά­λο­γος με­τα­ξύ των δύο φί­λων:

«Ού­τε όταν πε­θά­νου­με,» του λέω και γυ­ρί­ζει και με αγκα­λιά­ζει.
«Να πε­θά­νου­με μα­ζί, Ιε­ρο­κλή…»
«Δεν θα πε­θά­νου­με πο­τέ» του απα­ντώ, «άσε τις μα­λα­κί­ες».
Δεν θα πε­θά­νου­με πο­τέ, θέ­λη­σα να του ξα­να­πώ, αλ­λά δεν πρό­λα­βα. Κά­ποιο νυ­χτο­λού­λου­δο μας κρέ­μα­σε στο άρω­μά του και μας σερ­για­νού­σε αμί­λη­τους στον Αστε­ρι­σμό του Αι­γό­κε­ρου
.

Οι δύο φί­λοι εκ­δί­δουν ένα βι­βλίο και η κοι­νό­τη­τα των εκ­δι­δο­μέ­νων γυ­ναι­κών συρ­ρέ­ει και υπο­στη­ρί­ζει με κά­θε τρό­πο την πα­ρου­σί­α­ση, που κα­τα­λή­γει πά­λι να εξο­κεί­λει και να σπά­σει τις νόρ­μες μί­ας βα­ρε­τής κα­νο­νι­κής εκ­δή­λω­σης. Με το πρό­σχη­μα της ανά­γνω­σης όμως κα­τά τη διάρ­κεια της πα­ρου­σί­α­σης υπάρ­χει εγκι­βω­τι­σμός κά­ποιων δι­η­γη­μά­των του υπο­τι­θέ­με­νου βι­βλί­ου που έχουν πιο ποι­η­τι­κό και αφαι­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, δί­νο­ντας μία ευ­και­ρία στον Πά­σχο να ανα­δεί­ξει τα πολ­λά πρό­σω­πα της γρα­φής του.

Οι χα­ρα­κτή­ρες αυ­τού του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος μα­ζί και ο συγ­γρα­φέ­ας του προ­σπα­θούν να σπά­σουν τα στε­ρε­ό­τυ­πα, να συν­θέ­σουν τα αντί­θε­τα, να συ­γκε­ρά­σουν τις αντι­φά­σεις της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης και να κά­νουν μία μα­γι­κή, πα­νέ­μορ­φη, λα­μπε­ρή και επώ­δυ­νη επα­νά­στα­ση. Όπως λέ­ει ο Ιε­ρο­κλής:

«Από αυ­τόν εί­χα πρώ­ι­μα αντι­λη­φθεί πως η ζωή δεν έχει όρια για να χω­ρέ­σει σε μια πρώ­τη, δεύ­τε­ρη ή τρί­τη μα­τιά και αν υπάρ­χουν όρια, αυ­τά εί­ναι νοη­τά, κα­κο­φτιαγ­μέ­να που μό­νι­μα η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση θα απει­λεί.»

Αυ­τή ακρι­βώς την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, αυ­τό το γυα­λι­στε­ρό στιλ­πνό ψά­ρι που κο­λυ­μπά­ει στο φως και στο σκο­τά­δι και φτά­νει ως πέ­ρα σε άγνω­στες θά­λασ­σες με πα­ρά­ξε­να πο­λύ­χρω­μα νε­ρά, όπου δεν υπάρ­χει κα­λό και κα­κό, μό­νο πό­νος, έρω­τας, αγά­πη και θά­να­τος, αυ­τό με­λε­τά­ει κά­τω από το μι­κρο­σκό­πιο με εξαι­ρε­τι­κή επι­τυ­χία σ’ αυ­τό το βι­βλίο ο ιχθυο­λό­γος υπέ­ρο­χος συγ­γρα­φέ­ας Γιάν­νης Πά­σχος.

https://www.hartismag.gr/hartis-76/biblia/polykhroma-poilia-petoyn-anamesa-se-kolasi-kai-paradeiso?fbclid=IwY2xjawKLvFFleHRuA2FlbQIxMABicmlkETBEV0NwcFlXWG9XcE56c3FuAR4amhCwi4yHrEPa1hxWezr38OCY17TCzxErqjoQdv6SHGIqcwb7d2zmG6AQzA_aem_EhUDmso92Az2u5aklIS9SA

Δεν υπάρχουν σχόλια: