20.5.25

Για τον Γιώργο Ιωάννου, σαράντα χρόνια μετά


του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Σαράντα χρόνια μετά την πρόωρη και αδόκητη κοίμησή του, μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Οφείλουμε στον Γιώργο Ιωάννου την πιο αυθεντική έκφραση της ανθρωπογεωγραφίας της Θεσσαλονίκης, την αρτιότερη μέχρι σήμερα περιγραφή της στη λογοτεχνία μας. Αν αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αφορά κυρίως τη μητέρα του πόλη, που έχει χάρη στο έργο του Ιωάννου ένα γερό

θεμέλιο αυτογνωσίας αλλά και προσανάμματα ζωής (ζωής αληθινής και όχι υποταγμένης σε ιδέες, είτε λατρευτικών υπερβολών είτε ενοχικών αυτομαστιγώσεων), η νεοελληνική πεζογραφία εν συνόλω τού οφείλει και κάτι επιπλέον. Ένα παράδειγμα έξοχου ύφους, το οποίο αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε, παρά τις αντιρρήσεις ενός συμπλεγματικού μικροαστικού προοδευτισμού που στο όνομα του μοντερνισμού, τού καταλόγιζε… επαρχιωτισμό.

 

Το παράδειγμα του Ιωάννου, η μονομερής αφήγηση με διάσπαση του θέματος σε ψηφίδες, η ανασύνθεση του χρόνου, η καταγραφή των συμβαινόντων με λόγο ενδιάθετο και τρόπο προσωπικό, πρωτότυπο και πειστικό, δεν ανανέωσε απλώς την ηθογραφία μιας ιδανικής ενότητας σώματος και ψυχής, που συντηρεί τα όνειρα ενός ολόκληρου κόσμου με αξιοπρέπεια και κατανόηση. Μπορεί να είχε ως πυρήνα έμπνευσης τη Θεσσαλονίκη, νομίζω ωστόσο πως αφορά γενικότερα και τον τρόπο που αντικρίζουμε τη ζωή και την τέχνη. Αν δηλαδή θέλουμε να είναι αυτό οικειοποίηση και στη συνέχεια ανάπλαση του κοινού βιώματος, μύθων χάρη στους οποίους μπορούμε να συνυπάρχουμε, ή διανοητική άσκηση ξεριζωμένων γραφομανών.

 

Μίλησα ήδη για βίωμα και τη σημασία να έχει ο λόγος βάρος βιώματος. Δεν εννοώ πως πρέπει η αφήγηση να είναι αυτοβιογραφική. Ο Ιωάννου αυτό το απέφυγε θαυμάσια γιατί ήξερε πώς από το εφήμερο και το ιδιωτικό να ανάγεται στο διαρκές και το συλλογικό. Μπορεί να ξεκινά από το υπαρκτό βίωμα, ουδέποτε όμως ξεπέφτει σε οικτίρμονα αυτοπαρατήρηση ή σε μελοδραματικά ξεσπάσματα. Δεν είχε ψυχολογία πλασιέ. Το πάθος του για την κληρονομιά και την παράδοση δεν ήταν αφελές. Πήγαζε από τη βαθιά γνώση ότι ο διχασμός μεταξύ του δήθεν υψηλού καλλιτεχνικού έργου και του λαϊκού αναγνώσματος είναι μια από τις κακοδαιμονίες όχι απλώς της λογοτεχνίας αλλά του μοντέρνου κόσμου γενικά. Η διήγηση είναι τέχνη λαϊκή εκ φύσεως, ακροαματική από τη σύστασή της. Και συνάπτεται πάντα με τα κοινά πάθη.

 

Αυτά τα πάθη κάποιους τους κάνουν κακόψυχους. Τον Ιωάννου τον έκαναν να κατανοεί. Η βαθιά αγάπη χωρίς μεγαλοστομίες, το γενναίο αντίκρισμα προβληματικών πλευρών της πόλης, χωρίς όμως να κατρακυλά προς τη μιζέρια, ο σεβασμός του ήπιου, ο φόβος ή και η αποστροφή προς το κραυγαλέο, όλα διυλίζονταν διαρκώς ώστε από το βίωμα να συλληφθεί το γενικό όχι ως συσσώρευση αλλά ως απόσταγμα. Η ισορροπία ανάμεσα στο οξύ απομνημόνευμα και το εξομολογητικό δοκίμιο, η ποικιλία ύφους σε ρυθμό εντατικό, σοφά κυβερνημένου, όπως έγραφε ο Γ. Π. Σαββίδης, ώστε η αργόσυρτη κουβέντα ουδέποτε να γίνεται πλαδαρή αφήγηση, η χωρίς γλυκασμούς τρυφερότητα, η πίκρα που παίρνει αναπνοή με ευγενικούς αστεϊσμούς, φανέρωναν μια αμασκάρευτη ανθρώπινη φωνή που δίκαια υψώθηκε ως την κορφή της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.

 

Με κάθε του αίσθηση βουτηγμένος στην Ιστορία, ακαταπαύστως διατρέχων με τη διεισδυτική ματιά του σπίτια, δρόμους, μνημεία και ρυθμούς, ο Ιωάννου συνέλεξε όλες τις λεπτομέρειες και όλες τις αποχρώσεις που ορίζουν μια μυθική ατμόσφαιρα. Έχοντας αφομοιώσει την πνευματική έκρηξη του μεσοπολεμικού κύκλου των Μακεδονικών Ημερών, εγκρατής κάτοχος όσων συγκροτούν την πραγματικότητα της καθημερινής αστικής ζωής, δεν έστησε ένα ειδύλλιο της ευσύνοπτης πόλης αλλά το χρονικό ενός πολιτισμού. Με τη σκέψη και τη μνήμη του να πετάνε από θέμα σε θέμα, σε ιστορικά και ιδιωτικά επεισόδια, κατόρθωσε με αφήγηση που μοιάζει χαμηλόφωνη εξομολόγηση, να φωτίσει πώς το συγγραφικό εγώ μπορεί να ίπταται πάνω από το σώμα μιας πόλης βλέποντας αδιαχώριστα ατομικό και συλλογικό σώμα, πώς μετασχηματίζεται εν τέλει το ιδιωτικό σε κοινή συγκίνηση και όραμα πληρότητας, με τα αισθήματα ενός μικρόκοσμου να υπολαμβάνουν θέση εμπειρίας ενός χαμένου παραδείσου.

 

Την ίδια στιγμή, ο Ιωάννου δεν παραδίδεται σε φαντασιώσεις, δεν διολισθαίνει προς την τυπική ηθογραφία. Η δυσανεξία του προς την απάνθρωπη πλευρά της νεωτερικότητας συμβαδίζει με την αναγνώριση μιας οιονεί στοργής που έχει ο αστικός βίος για όποιον θέλει επιτέλους την ησυχία του ή και με την κατανόηση της ουτοπικής ελπίδας των αδικημένων και των απροστάτευτων ανθρώπων που δεν πέφτουν όμως θύματα της ιδεολογικής απάτης. Θεωρώ πως αυτή η αντίστασή του στην απάτη των ιδεών (πέρα από ταπεινά προσωπικά κίνητρα) είναι η αιτία που κατηγορήθηκε για «λαϊκή αισθηματολογία» και «επαρχιακή θυμοσοφία». Αναφέρομαι στη διαβόητη διάλεξη του 1977 στην Τέχνη [που συνεχίστηκε με τέσσερεις επιφυλλίδες στο «Βήμα»], με τον θλιβερότατο τίτλο Ερωτήματα για την επαρχιακή λογοτεχνία. Ο Ιωάννου απάντησε τότε και δεν θα χρειαζόταν να πούμε κάτι περισσότερο εδώ αν η άξεστη αστοχία δεν συνεχιζόταν. Κάποιοι μίλησαν για «άκρατη υποκειμενικότητα», «απόσταση από το συλλογικό», «εκ συστήματος καταφυγή σε ένα γλωσσικό υλικό λαϊκής εκφοράς και καταγωγής, που [υποτίθεται] αντί να αναδιαρθρώσει ή να διασπάσει τις πηγές της, κατατείνει προς ένα φανερά λαογραφικό πνεύμα, πνεύμα καταγραφής και αποθησαύρισης».

 

Τα αναφέρω αυτά διότι είναι απόδειξη ότι μια καθεστωτική κριτική, ούτε υποψία έχει τι σημαίνει νεοελληνικό συλλογικό εγώ και πώς αυτό στον Ιωάννου υπερβαίνει την υποκειμενικότητα και ενοποιεί τελικά το διασπασμένο στον μοντέρνο χρόνο εμείς. Ούτε υποψία για τον λόγο που αναζητεί στον Άλλο τον εαυτό μας Όλο, για τον ερωτικό λόγο που διαλεκτικά μας ενώνει, όπως θα έλεγε ο Κωστής Μοσκώφ. Αυτά ήταν για την νοοτροπία τους «πεζογραφία κλειστή στις επιταγές της νεωτερικότητας» και «λαογραφική λογική που ρέπει σε επικίνδυνο συναισθηματισμό, εγκλωβισμένο σε αναλόγως ευσυγκίνητη τουριστική περιέργεια». Με κάτι τέτοια νόμιζαν οι δυστυχείς πως υποβίβαζαν την πεζογραφία του Ιωάννου σε συγκινητική και φιλάνθρωπη ηθογραφία. Αλλά μήπως και για τον Παπαδιαμάντη αυτή η κριτική σχολή τα ίδια ή παρόμοια δεν νομίζει;

 

Εις μάτην. Αρδευόμενος από την ίδια φλέβα του Παπαδιαμάντη αλλά και του Ίωνος Δραγούμη (τον οποίο πολύ αγαπούσε), ο Ιωάννου συνέλαβε πως η εσωτερική μορφή του ελληνικού λαού που ένωνε αμέτρητες γενιές και τις σφράγιζε σε κοινό βίο, σε λίγα χρόνια δεν θα υπήρχε πια. Ένας πολιτισμός ολόκληρος θα χανόταν και μαζί με αυτόν μια ολόκληρη φύση – γιατί διαφορετικά αντικρίζει τη φύση κάθε πολιτισμός. Αυτού του λαού τη μνήμη ανέλαβε να διασώσει. Και αυτό δεν ήταν λαογραφία ή ηθογραφία αλλά λογοτεχνία με ύφος πέραν του χρόνου. Γιατί ο συγγραφέας είναι μέσον και όχι σκοπός. Δημιουργός σημαίνει έργο χάριν του δήμου και όχι ξεριζωμένη ατομικότητα. Ακριβώς δε, επειδή ήταν συνειδητός κάτοικος του άστεως κι όχι… επαρχιώτης (όπως οι κατήγοροί του, που όσο ψηλά κι αν ανέβηκαν, διά βίου παρέμειναν), και επειδή διέθετε και ισχυρή ατομικότητα και ισχυρές συγκινήσεις, ο Ιωάννου μπορούσε να ξεφεύγει από αυτές και να αποκτά συνείδηση του αδιαίρετου χρόνου και χώρου, στο διαρκές παρόν ενός αιώνιου παρελθόντος.

 

«Ματαίως ευδαιμονεί ο Νέρων. Σε μια γωνιά της αυτοκρατορίας ο Τάκιτος έχει ήδη γεννηθεί», έγραψε ο Σατωβριάνδος και ο Ιωάννου (μεταφραστής μεταξύ άλλων και κειμένου του Τάκιτου για το περιοδικό Εκηβόλος το 1981), έχοντας ασφαλώς διαβάσει τον αφορισμό αυτό, ποευόταν σίγουρος πως στην πνευματική δικαιοσύνη δεν φτάνεις από το αφηρημένο ή το χαοτικό αλλά από το συγκεκριμένο και το ιστορικό. Ας αφήσουμε όμως την αμφισβήτηση στην Παταγονία της ψυχής της, όπως θα έλεγε κι ο Ιωάννου, κι ας θυμηθούμε σημαντικές αντιστίξεις που κάνει μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, και εξηγούν πολλά απ’ όσα ως τώρα είπαμε. Η αντίστιξη π.χ. μεταξύ Βαρδαρίου- Ομόνοιας, πάρκου Λευκού Πύργου και Πεδίου Άρεως, Ευαγγελίστριας και Πρώτου Νεκροταφείου αλλά και η μνεία στις βυζαντινές εκκλησιές της πόλης («καταδυτικές συσκευές πρώτης τάξεως», όπως είχε γράψει), που μας κάνουν να σκεφτόμαστε πως καμιά εκκλησιά της Αθήνας δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί προς την Αχειροποίητο ή την Αγία Σοφία, τονίζουν πως ο Τόπος πάντα θα ορίζει τη γραφή. Και για τούτο η σχολή της Θεσσαλονίκης, την οποία πολλοί αρνούνται, υπάρχει και είναι εδώ, καθώς δοξάζεται στον Ιωάννου.

 

Η άρρητη έκφραση, ο μυστικός στοχασμός, το βλέμμα μέσα από την παράκτια καταχνιά, η αριστοκρατική μακαριότητα, η αγάπη για τη ζωή και η πίστη στην ομορφιά της ματαιότητας, οι μυθικές απηχήσεις της προσφυγικής Ανατολής, το ανεξάλειπτο αίσθημα της προκυμαίας της Σμύρνης και του Βοσπόρου κι ο Όλυμπος αντίκρυ, οι βεβηλούμενες αλλά πάντα άσβηστες λυχνίες τής Madre de Israel, οι συνεχιζόμενες ως σήμερα συγκρούσεις ζηλωτών- ησυχαστών, βρίσκουν στο έργο του τον εξοχότερο ζωγράφο τους. Αν η φαντασία ενός μοντερνιστή εφευρίσκει κάτι που δεν υπήρξε, ο Ιωάννου αποκαλύπτει την κρυφή σημασία αυτού που υπήρξε. Κι είναι τέτοιο το βάθος της ματιάς του που το έργο του ακόμη λειτουργεί κι ας μην υπάρχει ο κόσμος του. Ή μήπως υπάρχει;

 

Σε κάθε περίπτωση, το ύφος του, κατάκτηση του φαινομένου από το πνεύμα, είναι εδώ κι ο αναγνώστης που θέλει να βρει μια αφορμή λύτρωσης στη λογοτεχνία, δεν μπορεί να μην παρασυρθεί από αυτή τη μυστική δύναμη της αφήγησης που δίνει νέα μορφή σε πράγματα παλιά και κάνει αυτά να μην ανήκουν πια σε μιαν εποχή της πόλης ή στον αφηγητή τους αλλά είναι τμήμα της συλλογικής της ταυτότητας. Σε άλλες εποχές το έργο του Ιωάννου θα είχε γίνει δημοτικό τραγούδι ή παραμύθι και ο ίδιος ίσως να είχε εξαφανιστεί κάτω από την τελειότητα του δημιουργήματός του. Όμως ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ο Ιωάννου, ως ο μέγας δουξ της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Απόκαυκος (για να θυμηθώ τον τρόπο με τον οποίο τελειώνει το αφήγημα Κάτω απ’ τις πυκνές δεντροστοιχίες), θα τριγυρνούσε μεταμφιεσμένος όλη την πόλη, ευγενικά περιφρονώντας όσους αναστατώνουν την αυτοκρατορία με τις θολές ιδέες και τα επιπόλαια καμώματά τους και προσμένοντας πότε θα έρθει η ώρα να παραδώσει την πόλη στον Καντακουζηνό γιατί κατά βάθος η ψυχή του ήταν πάντα με τους Ησυχαστές.

 

Σαράντα χρόνια μετά, νομίζω πως αν το θελήσουμε, μπορούμε να τον δούμε στη μυστική πύλη των ανακτόρων του, στον λάκκο της Παναγίας των Χαλκέων, εκατό μέτρα από το δώμα της Ιουστινιανού 14 όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια, να μας μιλάει για την κυρία Σιντώ και τον μικρό Ίνο που δεν γύρισαν ποτέ από το κρεματόριο και μετά, να σκέφτεται αν θα ξεκινήσει για την πλατεία Δικαστηρίων, όπου θα λάβει χώρα κάποτε η μέλλουσα Κρίσις, ή αν θα πάρει τους μυστικούς διαδρόμους για την Αγία Σοφία, την Αχειροποίητο ή και για τον Άγιο Δημήτριο, αν και δεν τον πείθει πολύ η αναστύλωσή του. Κι αν κλείσουμε τα μάτια, ίσως και να τον δούμε σε μια γωνιά να δέεται γονατιστός στη Ρευματοκρατόρισσα ψιθυρίζοντας:

 

«Μνήσθητι, Κύριε, μνήσθητι και εμού του ταπεινού δούλου σου Ιωάννου του εκ Βησάνθης».

https://neoplanodion.gr/2025/05/14/giorgos-ioannou/?fbclid=IwY2xjawKU7nBleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETBMYjF0M3NNWTdvYkFvcXQxAR507Hp_LJ64Zk_lFrX2MGVSoLFrdcub6069CXmY-NJBN4qraEXsjbc2IRD93A_aem_-55N3B-yCMVo6fFc2w_o0g

Δεν υπάρχουν σχόλια: