Ο νους μου τα βουνά κρατεί # 1
Γράφει ο Γιάννης Ματθαιουδάκης
Η λαϊκότητα της κρητικής υπαίθρου συνομιλεί με τον λόγιο, υψηλό στοχασμό για τα μεγάλα ζητήματα της καρδιάς και του κόσμου. Φιλόσοφοι και μαντιναδολόγοι κάθονται μαζί, στο ίδιο λιτό κρητικό τραπέζι. Η στήλη αφορά την περίπτωση της Κρήτης, αλλά στην οικουμενική της διάσταση. «Κάθε πολιτισμός ωστόσο είναι δυνάμει όλοι οι πολιτισμοί», δηλαδή βαθύριζες εκδηλώσεις λαϊκής ποίησης
όπως π.χ. το ηπειρώτικο μοιρολόι, η ιταλική βιλανέλα, το μαλαϊκό παντούμ, το περσικό ρουμπάι. Στη μεταβατική εποχή μας, οι κοινές αναφορές, ο συλλογικός βίος, η αίσθηση του μέτρου και του ιερού, αμφισβητούνται από τις «διαλυτικές πνοές» ενός μαζικού, άρρυθμου, δήθεν εξορθολογιστικού τρόπου ζωής. Η μαντινάδα δεν μένει ανεπηρέαστη.///
Ο νους μου τα βουνά κρατεί και μες τα
δάση μπαίνει
κι όντε πετά στον ουρανό στα βάθη
κατεβαίνει
Β. ΚΟΡΝΑΡΟΣ, Ερωτόκριτος
Στέκομαι μπροστά στο ψηλότερο βουνό μου
και μπροστά στο μακρύτερο ταξίδι μου: γι΄αυτό πρέπει να κατέβω πιο βαθιά απ’
όσο κατέβηκα ποτέ… Αυτός είναι ο κίνδυνος μου: το ότι το βλέμμα μου ρίχνεται
προς τα ύψη και το χέρι μου κρατιέται και στηρίζεται στα βάθη.
Φ. ΝΙΤΣΕ, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα
Ο έρωντάς σου τη ζωή την έκαμε καντάδα
και τραγουδεί τα κάλλη σου σε κάθε
μαντινάδα!
Η «μαντινάδα» είναι λατινική λέξη και
σημαίνει τραγούδι του πρωινού. Εμφανίζεται ως όρος ήδη από την αρχή της
Ενετοκρατίας για να περιγράψει το ομοιοκατάληκτο δίστιχο σε ιαμβικό
δεκαπεντασύλλαβο. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, αναπτύχθηκε και
χρησιμοποιήθηκε στις ποιητικές συνθέσεις λόγιων ποιητών κατά τη μεσαιωνική
περίοδο της ενετοκρατίας (Σαχλίκης, Δελλαπόρτας) και τελειοποιήθηκε στην
αναγεννησιακή περίοδο του νησιού από τους Χορτάτση, Μπεργαδή, Τρωίλο, Φώσκολο
και Κορνάρο.[1] Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ποιητές αυτοί αν και λόγιοι, με
επιρροές από ιταλικά πρότυπα και μοτίβα της εποχής, συνέθεσαν τα έργα τους στο
κρητικό ιδίωμα, αξιοποιώντας λαϊκά θέματα της Κρήτης. Μια θαυμαστή συνέργεια
προφορικότητας και εγγραμματοσύνης. Αυτό καταδεικνύει ότι ο «ορίζοντας των
προσδοκιών» τους, κατά την κριτική θεωρία[2], ήταν να διαβαστούν και να
εκτιμηθούν αυτά τα έργα από το κοινό του νησιού.
Άλλαξαν γλώσσα κι έθιμα της Κρήτης οι
Λατίνοι,
οι Αρκολέοι οι τωρινοί λέγονταν πρώτα
Ursini,
Saturi οι Χορτάτσηδες, Columni οι
Κολόνες,
Κλάδοι οι Ramuli γίνανε εδώ και κάτι
αιώνες,
παλιότερα οι Μελισσηνοί λέγονταν
Vespasiani,
οι Agliati είν’ πια Σκορδίληδες, Βλαστοί
οι Papiniani.[3]
Τα διαμορφωτικά ίχνη της μαντινάδας
ανάγονται ακόμη πιο πίσω στα βάθη του χρόνου, ως συνέχεια του αρχαίου κώμου και
της ευρύτερης ελληνόφωνης ποιητικής παράδοσης. Ο Πρεβελάκης περιγράφει τη
μαντινάδα με τον όρο «αρχαϊκή ρίμα». Μια καθοριστική ένδειξη στα παραπάνω
εντοπίζεται στη γραμματική και τη χρήση του άρθρου με αναφορική σημασία, όπως
στην αρχαιότητα. Για παράδειγμα: «τα κάτεχες περάσανε..», «τα σού ’ταξα
λησμόνησα», «ρεθεμνιανά μου κύματα… εσείς που πήρατε την “αγαπώ” μακριά μου».
Στο τελευταίο παράδειγμα αξίζει να σταθούμε και στην ουσιαστικοποίηση του
ρήματος «αγαπώ» και τη γέννηση ενός ονόματος – προσώπου: «ο αγαπώς, η αγαπώ»,
θέμα που το έχει αναδείξει ο Π. Μπουκάλας στο ομώνυμο δοκίμιό του.[4] Το
στοιχείο αυτό, δηλαδή η «ουσιαστικοποιός δύναμη» του άρθρου, παρατηρείται
αδιάλειπτα από τα Ομηρικά έπη και την Παλατινή Ανθολογία, στον Διγενή Ακρίτα
της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας μέχρι τα δημοτικά τραγούδια και την
μαντινάδα. Δεν υπάρχει βέβαια μίμηση εδώ των νέων απέναντι στο αρχαίο, γιατί
δεν υπάρχει γνώση, όπως τονίζει ο Γ. Μ. Σηφάκης, αλλά συνέχεια της ποιητικής
παράδοσης μέσω λογοτύπων[5], κρυμμένης μνήμης, ποιητικών συνωνύμων και
παραλλαγών που περιήλθαν στην ποιητική κοινοκτημοσύνη. «Ο ατελείωτος διάλογος
της ελληνικής ιστορίας».
Η μαντινάδα εντάσσεται στην προφορική
παράδοση των λαϊκών αγροτικών περιοχών σημαντικά διαφοροποιημένη από τη λόγια
εκδοχή της. Εδώ αποκτά δωρική βαρύτητα, γίνεται δηλαδή αυτοτελής ως προς το
νόημα και με τη μέγιστη οικονομία των εκφραστικών μέσων. Δεν αποτελεί συστατικό
μέρος μιας ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης ώστε να επιτρέπεται ο διασκελισμός.
Ισχύει ο «νόμος της ισομετρίας», συστοιχία δηλαδή ανάμεσα στο νόημα και στη
μετρική μορφή. Πύκνωση που κάνει το στίχο απομνημονεύσιμο απόφθεγμα. Μικρογραφία
εκρηκτικής έντασης.
Η μαντινάδα είναι ένα «ρυθμικά
σκεπτόμενο αίσθημα»[6]. Δημιουργία αυθόρμητη των απλών ανθρώπων, συνδεδεμένη με
τα έθιμα και τις τελετές του γάμου, της γέννησης, του θανάτου, της συγκομιδής –
εκφράζει τα συναισθήματα του λαϊκού ανθρώπου του χωριού, καλύπτει όλες τις
εκδηλώσεις του συλλογικού βίου, στιχουργεί το άδηλο μεγαλείο των καθημερινών
πραγμάτων. Τραγούδι της γης, του αγροτικού μόχθου, της αγάπης για τον φυσικό
κόσμο που μοιραζόμαστε. Έμπνευση Μούσας αγροδίαιτης. «Κέντημα αισθητικής στην
ενατένιση της ομορφιάς της ζωής».[7] Το φυσιοκρατικό φαντασιακό θα γεννήσει
ποιητικές μεταφορές υψηλής αισθητικής, που υπερβαίνουν την καταναγκαστική
κυριολεξία της βιοτικής μέριμνας. Η Ποίηση εδώ δίνει βήμα στη Φύση με λέξεις
φρέσκιες, φυσικές, «με χώμα απ’ τις ρίζες τους», αλλά ποτέ απλοϊκά. Τα
σημαινόμενα της μαντινάδας υπερβαίνουν τα σημαίνοντα με διάφανες αλληγορίες.
«Καίτοι αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως
νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν», θα πει ο Παπαδιαμάντης. Οι λέξεις
και η γλώσσα ανυψώνονται στη συμβολική τους λειτουργία, ενοποιούν τις
διάσπαρτες παραστάσεις και δίνουν νόημα στον Κόσμο. Μετάληψη της μεταφυσικής
ρίζας του βίου στη γλώσσα της λαϊκής ποίησης.
Η πηγαία και η αγνή συναισθηματική
προέλευση της μαντινάδας δεν ξεπέφτει σε ρηχή αισθηματολογία, ούτε υποχωρεί
βιαστικά στις νέες τάσεις. Την προστατεύει το ενστικτώδες λαϊκό μέτρο και
αισθητήριο· είναι η αισθαντικότητα μιας εσωτερικής αυλής, ενός περίβολου
μοναστηριού.[8] Έκφραση απέριττη, καίρια και «στέρεα», όπως θα σημειώσει ο Τ.
Άγρας.
Η ποιητική γλώσσα της μαντινάδας είναι
το κρητικό ιδίωμα, δηλαδή η ελληνική γλώσσα μέσα από τη διακριτή της διαδρομή
στην Κρήτη. «Υπάρχουμε μονάχα στη γλώσσα μας». Στα ριζίτικα τραγούδια θα δούμε
χαρακτηριστικά την αφομοιωτική της δύναμη, με τις αρχαίες ελληνικές λέξεις να
συγκατοικούν αρμονικά με τις λατινογενείς:
στρώσε των τάβλα να γευτούν και κλίνη να
πλαγιάσουν
στρώσε των παραπέζουλα να θέσουν τ’
άρματα ντω
Κλίνη και θέτω – τάβλα και άρματα· η
γλώσσα του Ομήρου δίπλα στου Δάντη.
Η μαντινάδα είναι πρωτίστως δεσμός
επικοινωνίας· συνεπώς κάτι βαθύτερο από ένα μέσο διασκέδασης. Η γλώσσα ως
συντόμευση για κοινά βιώματα, κοινούς αγώνες, όπως θα πει ο Νίτσε.[9] Στα
σκοτεινά χρόνια της υποτέλειας θα λειτουργήσει ως άσκηση αντιλογίας,
προκλητικής ευστροφίας, αλλά και αναγκαίας διπλωματίας.
Η μαντινάδα επίσης μεταφέρει ήθος στην
κοινότητα διαγενεακά. Η λέξη «ήθος» αρχικά σήμαινε τόπος. Έχει δηλαδή
διαπλαστική και παιδευτική αξία χωρίς όμως να καταφεύγει στον διδακτισμό.
Ισορροπία δύσκολη όπως γνωρίζει καλά κάθε επίδοξος ηθικός αναμορφωτής. «Ποίηση
διδακτική, χωρίς πάθος δεν νοείται», απαντούσε ο Πόε στον Γουόρντσγουορθ, σε
ένα κύκλο επιχειρημάτων που επανέρχεται συχνά μέσα στην ιστορία των ιδεών. Έτσι
και ο νεαρός βοσκός των μαδάρων μαθαίνει τον κόσμο με το σώμα και επιβεβαιώνει
τη φυσική του κλίση στα λόγια του Γκαίτε: απεχθάνομαι όσα με διδάσκουν χωρίς να
ζωογονούν τη δραστηριότητά μου. Τέρπειν άμα και διδάσκειν.
Η έμμετρη κατασκευή της μαντινάδας
προσδίδει τη δική της μουσικότητα και ευνοεί την απομνημόνευση στην υπηρεσία
της προφορικότητας. Ο Ρυθμός «αναγκάζει». Ο Λεοπάρντι, στα αισθητικά του
δοκίμια, υποστηρίζει ότι αρχαίες τραγωδίες ήταν έμμετρες και συνοδεύονταν από
μουσική (όρχησιν) ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Ο παραδοσιακός μετρικός
προκαθορισμός του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου δεν επιτρέπει την εσωτερική
πολυρυθμία και τις τονικές αποκλίσεις μεταξύ των ημιστιχίων. Όσο όμως μας
δεσμεύει η μορφή τόσο εντονότερη προβάλλει η ποιητική ιδέα. «Ο ουρανός όταν τον
βλέπεις ανάμεσα από δύο γωνίες, δίνει μια ζωηρότερη εικόνα του γαλανού
απείρου».[10]
«Χόρεψε πρώτα, ύστερα σκέψου. Αυτή είναι
η φυσική σειρά», αποφαίνεται ο Μπέκετ. Η μαντινάδα συνυπάρχει οργανικά και σε
θαυμαστή ενότητα με τη μελωδία και τον χορό· ακριβώς όπως ο λαϊκός άνθρωπος της
υπαίθρου υπάρχει, εκφράζεται και δρα με φυσικότητα. Η ποίησή του· το παροντικό
στοιχείο που δικαιώνει τη σχέση με τους άλλους και ο ρυθμός· το αναγκαίο
στοιχείο της ατομικής και συλλογικής αφήγησης. Η λέξη ηχάδιον για το τραγούδι
προέρχεται από το φροντίζω, περιποιούμαι· και αντίστοιχα μέλος – μελωδία
σημαίνει καταπραϋντικό μέσο.
Η μαντινάδα, τελικά, είναι μια
αμοιβαιότητα.
///
Μερικά παραδείγματα, εκλογή μαντινάδων
με αισθητικό και στοχαστικό ενδιαφέρον: εν αρχή ην ο Ερωτόκριτος. Το Άσμα
ασμάτων της Κρητικής Αναγέννησης. Το πάμφωτο ερωτικό έπος που έθεσε τις βάσεις
της νεοελληνικής ποίησης και γλώσσας. Ο θεμέλιος φθόγγος. Το αναγνωστικό των
βοσκών στα όρη, αλλά και το πεδίο “άσκησης” του Σολωμού. Ένας σημερινός Άγγλος
θα δυσκολευτεί διαβάζοντας Σαίξπηρ στο πρωτότυπο, ο Κρητικός δεν θα βρει
άγνωστες λέξεις στον Ερωτόκριτο. Είναι αυτή η οικειότητα του ύφους, η
παροιμιώδης σοφία της διδαχής και η εκλεπτυσμένη λόγια μυθιστορία όπως συνυφαίνεται
με τις λαϊκές εικόνες, που συνέβαλαν στην πάνδημη αποδοχή του.
Τραγουδισμένος σε δίστιχα και σαν λαϊκό
παραμύθι σε όλο το νησί, ο Ερωτόκριτος θα γίνει ο Κανόνας της κρητικής
μαντινάδας, και ο ποιητής, με την ευγενική του πρόσκληση στο τέλος του έργου:
«οι στίχοι θέλου διόρθωσι και σάσμα όσο μπορούσι / γι’ αυτούς που τους
διαβάζουσι καλά να τους γροικούσι», θα δώσει τη σκυτάλη στους λαϊκούς ανθρώπους
του νησιού.
Ω τη παντέρμη τη ζωή ίντα λογιώς γυρίζει
ποσπέρας να’ ναι αστροφεγγιά και το πρωί
χιονίζει
Ανωγειανή μαντινάδα
Είδα κι εγώ τα πράγματα πολλές φορές κι
αλλάξα
το καλοκαίρι σύννεφα και το χειμώνα κάψα
Επαρχία Αγ. Βασιλείου
Ο αμφίβολος χαρακτήρας της ύπαρξης, η
εγγενής αβεβαιότητα που δεν σταματά να εκπλήσσει και να ανατρέπει τα πομπώδη
ανθρώπινα σχέδια. Τα όρια και η επισφάλεια των γνώσεων, των υπολογισμών και των
προβλέψεων σε έναν κόσμο ασταθή, χαοτικό. Στον Θεόκριτο με την ίδια αλληγορική
έννοια: «Ο Ζευς άλλες φορές κάνει καλό καιρό και άλλες φορές ρίχνει μεγάλη
βροχή», καθώς μέσω των θεών οι αρχαίοι απέδιδαν αιτίες στα φαινόμενα κι έτσι τα
διευθετούσαν, ταξινομούσαν τον κόσμο. «Πάντα πλήρη θεών». Στον Παλλαδά επίσης,
«κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουν μέχρι τα χείλη το ποτήρι ν’ ακουμπήσουν»
– επίγραμμα εμπνευσμένο από τη σκηνή όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με
ένα βέλος πριν αυτός προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει.
Η τοπική αγροτική οικονομία είναι
εκτεθειμένη στα κέφια της ατμόσφαιρας. Μια βροχή τη σωστή ώρα είναι ευλογία και
την άλλη στιγμή καταστροφή. Ο Ε. Λόρεντζ θα αναπτύξει τη θεωρία του χάους και
θα εισαγάγει την περίφημη έννοια «σύνδρομο της πεταλούδας», στην προσπάθειά του
να επιλύσει προβλήματα μετεωρολογίας. Κι ο Θαλής ο Μιλήσιος, κατά το θρύλο,
έγινε πάμπλουτος σε μια χρονιά μέσα, προβλέποντας σωστά την επερχόμενη σοδειά
λαδιού, με μια επενδυτική κίνηση ανάλογη του σημερινού προθεσμιακού συμβολαίου.
Πολλές φορές η αβεβαιότητα εκδηλώνεται
ως ασυμμετρία μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Μικρή αιτία – «αψήφιστη», οδηγεί
σε δραματικό, δυσανάλογα επώδυνο τέλος:
Σπίθα μικρή κι αψήφιστη, κρυμμένη στην
αιθάλη
ποιος το ’λπιζε πώς θα γενεί τέθοια
φωθιά μεγάλη
Άλλες φορές πάλι τα προειδοποιητικά
σημάδια ήταν εκεί αλλά αγνοήθηκαν:
Αρχή καλή, μέση κακή, το τέλος μαύρο
φέρνει
κλαδί που σέρνει ο ποταμός, κύμα το
παραδέρνει
Η βαθμιαία διολίσθηση οδηγεί σωρευτικά
στην αρνητική κατάληξη. Ομοίως κι ο σπουδαίος Πουανκαρέ, πρωτοπόρος επίσης στα
μαθηματικά του χάους και της αβεβαιότητας, θα πει «ένα μικρό λάθος σε αυτά που
προηγούνται παράγει ένα τεράστιο λάθος σε αυτά που έπονται».
Με αυτή την επίγνωση, λένε οι Κρητικοί
μπροστά σε μια άγνωστη κατάσταση τη φράση: «με την απαλάδα τση χέρας σου τι
ψυχανεμίζεσαι;». Το χέρι αισθάνεται και μαζί γνωρίζει. Η ψηλάφηση της
αβεβαιότητας κατά κυριολεξία. Η ζωή επιβάλει την ανάληψη δράσης με προβλήματα,
διλήμματα, κρίσιμες αποφάσεις. Στη συνείδηση του «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα»
υπάρχει ο κίνδυνος να παραλύσει κανείς από αναποφασιστικότητα. Στο βρετανικό
πρακτικό πνεύμα αυτό αποσοβείται με την προτροπή «make an educated guess».
///
Ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά
τον άντρα
σαν είν’ ο τράγος δυνατός δε τόνε στένει
μάντρα
Πασίγνωστη μαντινάδα και παρεξηγημένη.
Το ζήτημα της αυτενέργειας στο πλαίσιο της πατριαρχικής οικογένειας και
παράδοσης. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα στιρνερικό μανιφέστο του ατομικισμού·
με τη «μάντρα» να συμβολίζει τους περιορισμούς, τους καταναγκασμούς, τους
θεσμούς και γενικά τις κατασκευασμένες έννοιες, απέναντι στον αδέσμευτο
«τράγο»· το ελεύθερο Εγώ δηλαδή που δεν υπόκειται σε κανενός είδους αυθεντία. Ο
Χέρτζφελντ, ο ανθρωπολόγος του Χάρβαρντ, έχοντας μελετήσει τις ορεινές
κοινότητες του Μυλοποτάμου για πάνω από 20 χρόνια, αντέδρασε έντονα στην
αναφορά της συγκεκριμένης μαντινάδας στο συνέδριο των Ανωγείων, παρουσία
μάλιστα του Μ. Χατζιδάκι και του Ν. Γκάτσου, λέγοντας: «πως είναι δυνατόν να
εκθειάζετε την ατομικότητα όταν τα πάντα εδώ έχουν να κάνουν με την υποταγή
στην οικογένεια και την παράδοση;»
Στην πραγματικότητα η «γενιά», μέσω
αυτής της ηθοπλαστικής μαντινάδας, προκαλεί και καλλιεργεί τον εσωτερικό
ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της. Στην προσπάθεια κάθε άντρα να διακριθεί και
να κάνει τη διαφορά, η ίδια η γενιά γίνεται ισχυρότερη και η επιρροή της, το
ρίζωμά της, εδραιώνεται και επεκτείνεται. Παλιότερα αυτό αφορούσε κυρίως τους
επαναστατικούς αγώνες, το μέγεθος του κοπαδιού και των εκτάσεων (τις νομές),
ακόμα και το «μερακλίκι» – την καταξίωση δηλαδή στο γλέντι, ενώ σήμερα περιλαμβάνει
τη διάκριση στις επιστήμες, τις τέχνες, την πολιτική, και βέβαια με τη
συμμετοχή πια των γυναικών. Ένας διαρκής ομηρικός αγώνας που ξεκινά από τα
γειτονικά σπίτια, περνά στα διπλανά χωριά, απλώνεται στις όμορες επαρχίες και
τους νομούς, με όριο πάντα όμως την Κρήτη. Μετά μπαίνει σε λειτουργία ο
συγ-κρητισμός!
Έτσι και η Αρετούσα, η μονάκριβη
αρχοντοπούλα, όταν ακούσει τον καλό και θαρραλέο νεαρό να τραγουδά βράδυ, έξω
από το παλάτι, παραβαίνοντας το νόμο, θέλγεται και υποθέτει συλλογιστικά ότι
αυτός πρέπει να είναι πολύφερνος κι από καλή γενιά:
Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ’ της
αντρειάς τη χάρη,
αυτός θε να ’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού
κλωνάρι·
γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν
κατοικούσι,
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να
μπούσι.
Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο
αντρειωμένος
εις-ε φωλιάν αρχοντική θε να ’ναι
αναθρεμμένος·
και το δεντρόν οπού ’καμεν ανθό έτσι
μυρισμένο,
σε τόπον άξο κι όμορφο το ’χουσι
φυτεμένο.
///
Μα το καντήλι τση ζωής δεν πρόκειται να
σβήσει
γιατί πολλά μαστόρικα γεννοσποριάζει η
φύση
Μ. Σταυρακάκης
Το ασίγαστο ηρακλείτιο ρεύμα της ζωής
και του γίγνεσθαι. Το άτομο περαστικό, υποκείμενο στον νόμο της φθοράς. Ο
κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες, συμπληρώνει ο Δημόκριτος.
Ο σκοτεινός και ο γελαστός σοφός εδώ συμφωνούν. Το ρήμα «γεννοσποριάζει»
συλλαμβάνει τη δαρβινική ευρηματικότητα της φύσης, όπως εκδηλώνεται στις
εξελικτικές μεταλλαγές. «Πολυσπορίτη» θα πει τον κόσμο ο Παλαμάς, «Σπορέα» τον
θεό ο Μπωντλαίρ και κατά τη λαϊκή παροιμία «η πολυσποριά νικάει την αστοχία». Η
Βούληση του ζην όπως εκδηλώνεται και διαπερνά τα όντα στον Σοπενάουερ.
Νιότη μου που ’ν’ τα ρόδα σου, τα
γιασεμιά σου τ’ άσπρα;
Εφύτεψά τα κόρη μου στση κόρης σου τη
γλάστρα.
«Μα το καντήλι τση ζωής δεν πρόκειται να
σβήσει.»
///
Επόθανα και οι νεκροί στον Άδη μου
ζηλένε
γιατ’ είδανε τα μάθια σου για χάρη μου
να κλαίνε
Μίχαλος Δραμουντάνης
Την ίδια ιδέα βρίσκουμε στην Ιλιάδα, στη
σκηνή κατά την παράδοση της Βρισηίδας στον Αγαμέμνονα:
Και τότε βγήκε ο Πάτροκλος απ’ της
σκηνής την πόρτα
κρατώντας απ΄το χέρι του την κόρη τη
μελένια
που φάνταζε πανέμορφη και τόσο λυπημένη.
Σαν να βοηθούσε η λύπη της την ομορφιά
ν’ ανθίσει
όπως ανθίζουν οι όμορφες όταν
μοιρολογούνε
κι η ομορφιά τους σε πονά σαν νά ‘χασες
δικό σου
και κλαις μαζί τους σιωπηλά και θέλεις
να πεθάνεις,
σαν να μιλούν για έρωτα ακόμα και στον
πόνο
και να σου λένε γοερά εκείνο το
τραγούδι:
Τα ματάκια σου μου λένε να πεθάνω να με
κλαίνε.[11]
///
Πως θα ποθάνω αμοναχός κατέχω το μα ελπίζω
γι’ αυτό και τσι βασιλικούς στη γλάστρα
μου ποτίζω
Μυρτιά Πεδιάδος
Ο μαντιναδολόγος παραδέχεται με
ειλικρίνεια τα κίνητρα πίσω από την αγάπη του για τον βασιλικό. Μια θεμιτή
ιδιοτέλεια των περιποιητικών φροντίδων στην υπηρεσία της ζωής. Αγαπούμε γιατί
ζούμε. Στη Χαρούμενη Επιστήμη ρωτούν τον Νίτσε «τι αγαπάς στους άλλους;» και
απαντά: «τις ελπίδες μου». Ερχόμαστε μόνοι στη ζωή αλλά κυρίως φεύγουμε μόνοι
από αυτήν. Δίνουμε νόημα στο ενδιάμεσο φροντίζοντας το έργο, τους ανθρώπους, τα
πάθη, τις σχέσεις, τα αποκτήματά μας, οτιδήποτε γενικά διασκεδάζει,
αποκοιμίζει, αποδιώχνει ή ακόμα και αρνείται τη σκέψη του αναπότρεπτου. Η αγάπη
ως ενστικτώδες ενέργημα για να μην ξεραθεί ο κήπος της ζωής, μαζί και η
ανεπίγνωστη ελπίδα ότι κάτι από εμάς θα επιβιώσει του βιολογικού τέλους. Ο
βασιλικός και το τελετουργικό του ποτίσματος έχουν το νόημα μιας εσωτερικής
προσευχής.
Ο μαντιναδολόγος αναγνωρίζει εξαρχής τον
αυτοπροστατευτικό μηχανισμό υπέρβασης του φόβου και ελπίζει συνειδητά, χωρίς
εξωραϊσμούς και απωθήσεις, σχεδόν ηρωικά. «Πως θα ποθάνω αμοναχός κατέχω το μα
ελπίζω». Κατά τον Σιοράν είμαστε τόσο μόνοι σ’ αυτή τη ζωή, που πρέπει να
αναρωτηθούμε μήπως η μοναξιά του θανάτου δεν είναι παρά ένα σύμβολο της
ανθρώπινης ύπαρξης. «Όσο τα χρόνια ασπρίζαν στην κορφή μου, τόσο βαθιά μου
μάτωνεν η ελπίδα» θα πει ο Βάρναλης. και πιο πίσω στην ποιητική μας παράδοση ο
Ανακρέων:
Η κόμη μου ασπρίζει, οι κρόταφοί μου
γκρίζοι.
Τα νιάτα μαραμένα… Λίγος καιρός μου
μένει
ζωή γλυκιά, χαμένη. Γι’ αυτό συχνά
στενάζω
με τους νεκρούς τρομάζω. Φρικτό το βάθος
του Άδη,
απύθμενο πηγάδι…
Η ελπίδα μόνο διατηρεί την πίστη στον
μέλλοντα χρόνο· το «καθοριστικό έναυσμα» στον Σπινόζα, το «πάθος της
δυνατότητας» στον Κίρκεγκωρ, η «θέληση για τύχη» στον Μπατάιγ, η «θεία
σταλαγματιά» στον Καρυωτάκη, η καλή μοίρα στη λαϊκή παράδοση. Αυτή είναι το
ουσιώδες συστατικό της ικανότητάς μας για πράξη.
Στερούμενη ελπίδας, η ανθρώπινη δράση θα
ήταν χωρίς έρεισμα και μάταιη. Ακόμη κι ο ασκητισμός, το εκστατικό αντίθετο της
Φύσης, είναι μια θέληση απόλυτα στραμμένη στον Θεό. Ο Βουδισμός τέλος, παρότι
καταδικάζει την ελπίδα μέσω της εκμηδένισης της επιθυμίας, παραμένει έστω κι
έτσι μια «θέληση για το Τίποτα». Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην θέλει, να μην
προσβλέπει σε κάτι, κι άρα να μην ελπίζει.
Ήρθε και τούτη η Άνοιξη κι εμίσεψενε
πάλι
και φύλαξα τσ ελπίδες μου για τη χρονιά
την άλλη
Μύρων Σκουλάς
Αυτός που ξέρει ν’ αγαπά και να ελπίζει
ξέρει
μέσα στη νύχτα πολεμά ξημέρωμα να φέρει
Μιχάλης Σταυρακάκης
Αφού χασά τσ’ ελπίδες μου έπρεπε να τα
κλείσω
τα παραθύρια τση καρδιάς να μην
ξαναγαπήσω
Ανωγειανή μαντινάδα
Βαρέθηκα μες τη ζωή να ζω χωρίς ελπίδα
την τύχη τη δοκίμασα, τη μοίρα μου την
είδα
Επαρχία Αγ. Βασιλείου
Ωσάν το ριζοχάρακο στο φρούδι σ’ ένα
δέτι
κρέμεται η ελπίδα μου κι όμως ποτέ δεν
πέφτει
Γιώργης Βρέντζος
///
Λιγότερο από μια στιγμή, μάτια να
κοιταχτούνε
μπορεί να φύγει μια ζωή να μη
λησμονηθούνε
Α. Χαιρέτης
Η «στιγμή», το «εξαίφνης» στον Παρμενίδη
και τον Πλάτωνα. «Το παρόν τούτο, το ακαριαίον» στον Μάρκο Αυρήλιο. Οι Δανοί
χρησιμοποιούν τη λέξη βλέμμα για να αποδώσουν την έννοια της στιγμής. Αλλά και
κάθε στιγμή, το διφορούμενο σημείο όπου εφάπτονται ο χρόνος και το άπειρο, ένα
άτομο αιωνιότητας κατά τον επίσης Δανό Κίρκεγκωρ. Για χάρη του έμαθαν δανικά οι
Ρίλκε και Βιττγκενστάιν. Η συνάντηση και μόνο των βλεμμάτων αρκεί για να κάνει
το αίσθημα ισόβιο στη μαντινάδα του Χαιρέτη. Η αμοιβαιότητα του έρωτα σημαίνεται
στο βλέμμα, στο φως. Από τη σύγχρονη νευροεπιστήμη γνωρίζουμε ότι το ερωτικό
φλερτ έχει κριθεί ανεπίγνωστα, σε κλάσμα του δευτερολέπτου, «λιγότερο από μια
στιγμή», ενώ η συνειδητή απόφαση επιλογής μεταξύ των συντρόφων έρχεται κατόπιν
και ως εκλογίκευση. Ο Σαίξπηρ, στο Όπως σας αρέσει, το γνώριζε επίσης: «Όποιος
ποτέ αγάπησε, δεν είναι αλήθεια μήπως ότι αγάπησε με την πρώτη ματιά;»
Και με τον παιγνιώδη τρόπο των παλιών
ανθρώπων:
Το μορσικό αλφάβητο παίζουν τα βλέφαρά
σου
και με δικά σου σήματα εμπήκα στην
καρδιά σου
Σπηλιανή μαντινάδα
Τέλος, η Αγάπη ως “αέναη επιδίωξη του
ιδανικού”, ως ανοικτό ερώτημα:
Αγάπες δεν υπάρχουνε και ίντα θα γενούμε
μια μπάρτε που επιμένουμε ακόμη να
αγαπούμε;
Α. Χαιρέτης
Ήθελα και να κάτεχα η αγάπη που ξομένει;
αφού στ’ς ανθρώπινες καρδιές έπαψε και
δε μπαίνει
Παραδοσιακή
///
[1] Γ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού
ιδιώματος της Κρήτης, Εκδόσεις Ιδιωτική, 1994.
[2] H.R. Jauss,, Toward an aesthetic of reception,
University of Minnesota Press, 1982.
[3] Μετάφραση του Κ. Κουτσουρέλη από το
Νέο Πλανόδιον. Ποίημα του Bartolomeo dalli Sonetti αφιερωμένο στην Κρήτη,
μαρτυρία της αφομοιωτικής δύναμης του ελληνισμού. Ενετός ναυτικός αγνώστων
λοιπών στοιχείων, έζησε περί τα τέλη του 15ου αιώνα και περιηγήθηκε το Αιγαίο
και την Κρήτη.
[4] Π. Μπουκάλας, Όταν το ρήμα γίνεται
όνομα, Εκδόσεις Άγρα, 2016.
[5] Γ. Σηφάκης, Για μια ποιητική του
ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, ΠΕΚ, 1998.
[6] Ορισμός της ποίησης κατά τον Α.
Φωστιέρη.
[7] Σ. Μυριβήλης σε άρθρό του για την
εφημερίδα Καθημερινή.
[8] Ζ. Λορεντζάτος, Collectanea,
Εκδόσεις Δόμος, 2009.
[9] Φρ. Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το
Κακό, Πανοπτικόν, 2012.
[10] Αισθητική άποψη του Κλ. Παράσχου.
[11] Απόδοση Μιχάλη Γκανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου