Πρωτογνώρισα δια ζώσης τον Τάσο Πορφύρη προ εικοσαετίας περίπου, σε μία συνάθροιση του κύκλου των Σημειώσεων. Είχε φυσικά προηγηθεί η συνάντησή μου με την ίδια την ποίησή του, με το λαβωμένο «σώμα κινδύνου» που εξέπεμπε από τη μονιά του. Φρόντιζε να μου στέλνει ανελλιπώς κάθε άρτι εκδοθέν βιβλίο του και να ρωτά με γνήσιο ενδιαφέρον τα νέα μου. Μας χώριζε μισός αιώνας ζωής, αλλά μας ένωνε από τη μία ο πνευματικός βιότοπος των Σημειώσεων και από την άλλη η κοινή ρίζα.
Ήξερε από πρώτο χέρι ότι
η Ήπειρος δεν είναι απλώς ένα γεωγραφικό διαμέρισμα, αλλά ένας τόπος άπειρος
(Άπειρος Χώρα) που δεν μπορεί να «μεταστεγαστεί» σε ένα αστικό διαμέρισμα και
ούτε κατά διάνοια να αποτιμηθεί με την όποια «αντικειμενική» αξία της αγοράς. Η
απόσταση εξάλλου του Τάσου Πορφύρη από την τρέχουσα συναλλαγή ήταν
χαρακτηριστική, καθώς κόσμησε την ποίηση και με το ήθος του. Εργαζόμενος στο οικογενειακό
ζαχαροπλαστείο, σε μία δουλειά με εξαντλητικά ωράρια χωρίς γιορτές και σχόλες,
απέφυγε σθεναρά τα παραπλανητικά φώτα της δημοσιότητας και η όλη στάση του ήταν
ενός αληθινού ευγενή των γραμμάτων. Όντας «κλινικά Ηπειρώτης»[1], η γραφή του παρέμεινε πεισματικά εγχάρακτη από το
λυγμικό νόστο και το λεβέντικο παράπονο της πατρίδας. Δεν έπαψε να συνομιλεί
διαρκώς με τους Ηπειρώτες ποιητές και πεζογράφους, πιστός στην προτροπή του
Γιώργου Κοτζιούλα: «Όσο περνάει από το χέρι σου,
μην ξεχνάς την Ήπειρο∙ την πατρίδα μας.»
Η θητεία του στον σκληρό
πυρήνα του περιοδικού Σημειώσεις (και
προδικτατορικά στο προγενέστερο περιοδικό Μαρτυρίες) μαρτυρεί
την προσήλωσή του σε μία αιρετική πνευματική ανεξαρτησία και επαγωγικά σε μία
ακηδεμόνευτη ποιητική διαδρομή. Καθόλου τυχαίο ότι οι Σημειώσεις, όπως αναγράφεται σε κάθε τεύχος τους,
«εκδίδονται από συντακτική ομάδα», σε αντιδιαστολή με τη συνήθη προσωποπαγή
δομή πολλών περιοδικών. Δε θα ήταν εφικτό να διατηρηθεί αρραγής ο σχεδόν
κοινοβιακός δεσμός των ανθρώπων των Σημειώσεων, εάν ο δημόσιος διάλογος μέσα από
τις σελίδες τους δε διεξαγόταν σε καθεστώς πνευματικής ισοτιμίας και απουσίας
ατομικών στρατηγικών. Η συμπόρευση τόσων ανθρώπων, διαφορετικών μεταξύ τους,
συντελέστηκε με απόλυτο σεβασμό στην ιδιοσυγκρασία καθενός και χωρίς να
παραχαραχθεί το δακτυλικό αποτύπωμα της φωνής τους. Στη συντροφιά του
περιοδικού άλλωστε, αφιέρωσε και τη συγκομιδή κειμένων του με τίτλο Η αντοχή των ονείρων (Πρόσωπα και κείμενα).
Ο Τάσος Πορφύρης διέμενε
στον Υμηττό, στους πρόποδες του «τρελού» βουνού του Λεκανοπεδίου, ο οποίος
φάνταζε σαν μακρινή ηχώ ή μικρογραφία των επιβλητικών βουνών της Ηπείρου που
τόσο τον στιγμάτισαν σε βαθμό να ονομάσει τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων
του Νεμέρτσκα, φόρο τιμής στον ορεινό γενέθλιο όγκο που
δέσποζε στα μάτια του. Η ποιητική του ρίζωσε στον ίσκιο των βουνών και όχι στον
κάμπο που κάνει «ίσωμα» τα πάντα. Καλοΐσκιωτος ο ίδιος ως άνθρωπος, όπως λέμε
στην Ήπειρο για όσους έχουν καλή αύρα, στάθηκε γνήσιος και στέρεος μέχρι τέλους
αφήνοντας την ποίησή του να μιλήσει αντ’ αυτού. Το έργο του καρτερεί τους
αναγνώστες του –επιλέγοντάς τους αυστηρά– χωρίς ενοχλητικούς μεσάζοντες. Θέλει
μεγάλη ανάσα να διαβείς μία φωνή που τρέφεται από τα βαθιά υψόμετρα, όπως
απαιτεί γερά πνευμόνια να παίξεις στο κλαρίνο ένα Σόλο Πωγωνίσιο.
Τάσο,
Ας είναι ελαφρύ το ποίημα
Που σε σκεπάζει[2]
[1] «Κλινικά είπαν πως είναι Ηπειρώτης», Γιάννης
Ζαρκάδης, Αχερουσία Μνήμη, 1991.
[2] Τάσος Πορφύρης, Σώμα Κινδύνου, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου