29.7.19

Έκτωρ Κακναβάτος, Post Thermidor

Καί πού ήσουν τάχα λαίλαπα ή
το φθαρμένο μου γάντι πυγμαχίας
τι μ’ αυτ;o;
Νύχια της άρκούδας άνηφορίζουνε τή φλέβα μου
Ή θεωρία συρματόσχοινο πού κόπηκε
ή καυσαέριο πατημασιά κοβάλτιου ας είναι καί σφυρίχτρα
τι μ’ αυτ;o;

'Όρκο παίρνω ήταν μεσάνυχτα πού ή θάλασσα
παράτησε την ολομέλεια
περνούσε σύρριζα τον τοίχο
πέταξε τα έσώρουχά της
τα κολλημένα πάνω της επίθετα 
τον οδοντογιατρό της.
Λαμπάδιαζαν οί λεωφόροι
τα κορίτσια κόβανε τις ωοθήκες τους
τις ρίχναν στη φωτιά οί φλόγες κόρωναν
τύλιγαν τον ούρανοξύστη
Μάτια μου έτούτος... άκαυτος
έ… καί τί
μ’ αυτο;
Μάτοα μου έτούτος… άκαυτος
Λευκοντυμένες άφηναν τ’ άμφιθέατρα οί πιθανότητες
ρίχνανε τα πτυχία τους στον οχετό της νύχτας
’Ιθαγενή άερόστατα ανέβαιναν
άπ’ τίς θερμοκοιτίδες
Κι έγώ
στις τσέπες μου όσο γινόταν πιο βαθιά
επώαζα φυσίγγια.
’Απόμακρη έξω άπ’ τις ράγες έπέμενε
άναντίρρητη σε ό,τι άφορά τό ούρανί
τό μπλάβο
τό πορτοκαλί
έπέμενε ότι λάμπουσα
αν καί παρηλιξ
ή γοερή διάνοια των μπολσεβίκων
’Από τό άπαρτο οδόφραγμα έπέμενε
non passaran καμένη στο ιώδιο
ή φωνή μου.
Κι αχ πώς δίχως τροχούς έπέμενε
καταμεσής στην άσφαλτο
μπαταρισμένη εκείνη ή Άνοιξη
πού τό νιογέννητο άτσάλι βάλθηκε να γερνά
μες στη γροθιά μου...
*Από τη συλλογή “Στα πρόσω ιαχής”, εκδ. Άγρα, Φεβρουάριος 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια: