Ο γλάρος είναι νηστικός, πετάει ψηλά και βλέπει: Ένα νησί μικρό, ξερό, άσπρα εκκλησάκια σε πλαγιές και σ’ ακρωτήρια, σε βράχους και λοφίσκους. Ένας μονάχα οικισμός και το λιμάνι. Τα σπίτια είναι αρχοντικά, κάποια λιγότερο αρχοντικά και παραδίπλα στον οικισμό μια καταπράσινη φτενή κοιλάδα, το μόνο φυτεμένο κομμάτι σ όλο το νησί.
Ο γλάρος θέλει να τα δει όλα. Στο σπίτι το δίπατο το ψηλό, με την πίσω αυλή, την μαρμαρένια σκάλα και τα πολλά παράθυρα, είναι ένα παιδί αγουροξυπνημένο. Το λένε Ιορδάνη Δελατόλα, μοναχοπαίδι, έντεκα χρόνων. Αύριο έχει τα γενέθλιά του. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, θα τον βάφτιζαν Παναγιώτη κι όχι Ιορδάνη, διότι αύριο είναι Δεκαπενταύγουστος, μεγάλη γιορτή, και για το μικρό νησί με δέκα εκκλησιές αφιερωμένες στη Μεγαλόχαρη, γιορτή ακόμα μεγαλύτερη.
Τον βάφτισαν όμως Ιορδάνη μιας και τη μέρα που γεννήθηκε (πριν έντεκα χρόνια ακριβώς) ο παππούς του, Ιορδάνης κι αυτός, άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο μετά από καβγά με τον τρίτο του ξάδερφο, επίσης Ιορδάνη. Αντικείμενο της έριδάς τους ένα μποστάνι στα Τρυφερά. Τρυφερά αποκαλούν στο ξερονήσι τη μικρή καταπράσινη κοιλάδα. Εκεί λοιπόν τα δυο ξαδέρφια μαλώσανε κι ο ένας από τους δυο συγχύστηκε πολύ και πήγε σκαστός. Έτσι είπανε τότε οι νησιώτες. Ο άλλος ζει ακόμα.
Αυτά βέβαια τα γνωρίζει ο γλάρος, ο μικρός Ιορδάνης τα αγνοεί, δεν τον νοιάζουν παλιές ιστορίες, τον ενδιαφέρουν μόνο τα παιχνίδια του. Πριν λίγο ξύπνησε. Περιφέρεται στο άδειο σπίτι, πάει στο παράθυρο, τυλίγεται με τις κουρτίνες, κολλάει το μουτράκι του στα τζάμια, βλέπει την μάνα του στον κήπο να απλώνει την μπουγάδα στα σύρματα της αυλής. Αυτή η εικόνα τού δίνει μεγάλη χαρά, τον τρελαίνει. Ξυπόλητος, μισόγυμνος, κουτρουβαλάει στα σκαλιά και τρέχει στη μαμά του. Εκείνη τον φιλάει γλυκά και τον επιπλήττει τρυφερά για τη γύμνια του, για την ξυπολησιά του. Ο μικρός τής ξεφεύγει και τώρα αρχίζει το γλέντι. Τα απλωμένα σεντόνια είναι υγρά, βαριά. Με το αεράκι σαλεύουν. Το παιδί, μισόγυμνο, μπερδεύεται στην απλωμένη μπουγάδα. Τα νοτισμένα υφάσματα το τυλίγουνε, το δροσίζουνε. Ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ανοίγει τα χεράκια του, ένα ρεύμα σηκώνει το σεντόνι. Το ύφασμα κολλάει στο κορμάκι κι η μάνα του, από την άλλη πλευρά, βλέπει τη φιγούρα που διαγράφεται στ’ άσπρο πανί, σαν σε οθόνη. Χαμογελάει γλυκά και του λέει: Φτάνει τώρα. Θα του φορέσει γιορτινά, το παιδί αντιστέκεται, μουτρώνει, η μαμά είναι καλή είναι τρυφερή, το παιδί αφήνεται στα χάδια, τα άκαμπτα χεράκια λυγίζουνε, τα ποδαράκια δεν κλοτσάνε πια, το πουκαμισάκι το κολλαριστό και το παντελόνι το σιδερωμένο του πάνε χάρμα, έτσι λέει η μαμά και του χτενίζει τα μακριά μαλλιά του.
Ο γλάρος αποφεύγει την πολυκοσμία. Το παιδί και η μάνα του βολτάρουν στο πανηγυριώτικο παζάρι. Χαιρετούν συγγενείς και φίλους, όλοι εκθειάζουν τ’ όμορφο αγόρι. Του πήρε παιχνίδια και γλυκά. Μα εκείνο θέλει και εικονίτσες. Οι εικονίτσες είναι κάρτες από φτηνό χαρτί, απεικονίζουν με λαμπερά χρώματα αγίους και βιβλικά πρόσωπα. Ο μικρός διαλέγει μία. Αυτό, λέει. Αυτό θέλω. Ο Χριστός με μπλε και βυσσινί άμφια, ξανθά μπουκλωτά μαλλιά κι ένα υποτυπώδες γενάκι γύρω από τα κατακόκκινα χείλια του, λυγερός, χαριτωμένος, υψώνει το δεξί του χέρι σαν να ευλογεί αόρατο πλήθος. Το φωτοστέφανό του είναι ολόχρυσο και πίσω από την ιερή μορφή ο ουρανός λάμπει καταγάλανος. Αυτό θέλω, λέει το παιδί. Χώνει την κάρτα στην κωλότσεπη κι απομακρύνεται από τη μάνα του. Ακούει τη φωνή της: Σε μια ώρα να είσαι σπίτι.
Περιπλανήθηκε στο πανηγύρι. Βρήκε έναν φίλο του. Χαζολόγησαν για λίγο στο λιμάνι. Κι ύστερα τράβηξαν για τα Τρυφερά. Στα δροσερά μποστάνια χάζευαν τα παρτέρια με τα κηπευτικά. Τότε το είδαν. Ένα σκιάχτρο από πατικωμένο άχυρο. Του έχουν φορέσει ψάθινο καπέλο και το έχουν τυλίξει με μπλε και κόκκινο νάιλον. Το πλαστικό περιτύλιγμα κυματίζει στο ελαφρύ μελτέμι, τα χρώματά του, ανθεκτικά στον ήλιο, λάμπουν στις σκιερές πρασινάδες.
Ο μικρός Ιορδάνης κοιτάζει εκστασιασμένος. Ο φίλος του λέει: Πάμε, δεν τον ακούει, μένει μόνος. Στο σκιάχτρο όλη η προσοχή του. Τραβάει από την κωλότσεπη τη φτηνή εικονίτσα του. Παρατηρεί άλλη μια φορά τον ντελικάτο Ιησού. Πασχίζει και τέλος τα καταφέρνει να ξεγυμνώσει το σκιάχτρο από τα πλαστικά του πέπλα. Τα τυλίγει στο κορμάκι του. Κι ύστερα, πώς του ήρθε άραγε, βγάζει τα ρούχα του και γυμνούλι πια, τυλίγεται με τα μπλε και κόκκινα πλαστικά ρετάλια. Αντιγράφει την πόζα του Ιησού. Χαίρεται πολύ, σαλιώνει τα χείλια του. Χτενίζει τα μαλλιά του με τα δάχτυλα, είναι μακριά, ακούρευτα από καιρό, η μάνα του προτιμάει τον γιο της μακρυμάλλη. Ο αέρας δυναμώνει. Τα φθαρμένα πλαστικά θροΐζουν, ανασηκώνονται, η γύμνια του παιδιού φάτσα φόρα
Ο γλάρος τα είδε όλα κι έκρωξε, το παιδί όμως δεν είδε τίποτα. Μόνο άκουσε μια φωνή να του λέει: Ντύσου. Γύρισε τρομαγμένο. Είδε μπροστά του τον Ιορδάνη Δελατόλα, τον ξάδερφο του μακαρίτη. Έχει μαζέψει με το ένα χέρι τα ρούχα του παιδιού από τις λάσπες. Του τα προτείνει επιτακτικά, με τ άλλο χέρι πασχίζει να κρατήσει το ξεκούμπωτο παντελόνι που του πέφτει. Φέγγουν τα ασπρουλιάρικα, γερασμένα μπούτια. Το βλέμμα του αγριεμένο. Τα μάτια του καρφωμένα στην αθώα γύμνια. Κόμποι ιδρώτα στο μέτωπό του. Ντύσου, Σατανά, προστάζει. Ξαναλέει επιτακτικά: Ντύσου. Το παιδί παίρνει τα ρούχα, με βιαστικές κινήσεις ντύνεται και φεύγει τρέχοντας.
Ο γλάρος κατεβαίνει χαμηλά, δεν σκιάζεται πια, κάθεται στο κεφάλι του αχυρένιου, ξεγυμνωμένου σκιάχτρου. Δυο σαύρες περπατούν στα κουρέλια που το παιδί τα ντύθηκε σαν πέπλα, ο γλάρος τις περιφρονεί. Ο μπάρμπα-Ιορδάνης είναι μόνος, τρέμει, η θολούρα του μυαλού του υποχωρεί, τα πόδια του βαραίνουν, το παντελόνι του έπεσε στα γόνατα κι όπως έσκυψε να το μαζέψει, ζαλίστηκε, σωριάστηκε στο ποτισμένο χώμα και η τρέλα του, το κακό του, απορροφήθηκαν, έσβησαν στη γη, ο γέρος έμεινε γονατισμένος, να ακούει τις καμπάνες να βαράνε για τα αυριανά, τα ωραία, τα γιορτινά, τις δέκα λιτανείες από τις δέκα εκκλησιές, τη δεκαπλή γιορτή.
Σημ: Το διηγημα αυτό γράφτηκε κατά την φιλοξενία μου στο διεθνές κεντρο συγγραφέων και μεταφραστών Ρόδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου