Μάρτυρες δὲν ὑπάρχουν πιά, γιὰ τίποτε
Γιῶργος Σεφέρης,
(«Τρία κρυφὰ ποιήματα»)
ΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ!
Ἡ κραυγὴ ἔφτανε στ’ αὐτιά τους ἱκετευτική, σχεδὸν σπαραχτική. Τὸ δίχως ἄλλο ὁ ἄνθρωπος ποὺ κραύγαζε βρισκόταν σὲ μεγάλο κίνδυνο.
«Βοήθεια! Βοήθεια!»
Ράγιζε τὴ σιωπὴ τῆς νύχτας. Ἔριξε μιὰ λοξὴ ματιὰ στὸ ρολόι του: περασμένες τρεισήμισι!
Ἡ σύντροφός του πετάχτηκε ξαφνικὰ πρὸς τὸ παράθυρο. Κατέβασε τὶς γρίλιες.
«Τί κάνεις ἐκεῖ;»
«Σσς» τοῦ ψιθύρισε. «Μὴν κουνηθεῖς καὶ μὴν ἀνάψεις φῶτα!»
Ἡ φωνὴ τρεμάμενη, φανέρωνε τὴν ἀγωνία της.
Ὑπῆρχε ἕνα κηπάριο μὲ γρασίδι μπροστὰ στὸ παράθυρό τους, τὰ κάγκελα τῆς αὐλῆς κι ὁ δρόμος, σκοτεινὸς τὶς δυὸ τελευταῖες μέρες. Τὰ φῶτα στὶς κολόνες ὁλόγυρα σβηστά. Μάλιστα θυμόταν ποὺ τοῦ εἶχε γκρινιάξει: «Τί στὸν διάβολο, οἰκονομία κάνουν καὶ σ’ αὐτό; Κοτζὰμ θέρετρο… μὲ τὰ σκοτάδια θὰ τραβήξουν τοὺς τουρίστες;»
«Βοήθεια! Βοήθεια!»
Ἀκουγόταν τώρα πιὸ κοντά.
Ἀκολούθησε ἕνα βαρὺ τρεχαλητὸ κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου. Μετὰ ἔγινε ἀπόλυτη σιωπή. Στὸ διάδρομο ἔκαιγε ἕνα ἀσθενικὸ φωτάκι νύχτας. Ἡ νεαρὴ γυναίκα στεκόταν ἀσάλευτη ἀνάμεσα σ’ αὐτόν, ποὺ μισοκαθόταν στὸ στρῶμα του, καὶ τὸ παράθυρο, λὲς κι ἤθελε νὰ ἐλέγχει τὶς κινήσεις του. Μετὰ ἔσκυψε σὰ φύλακας ἄγγελος πάνω στὸ κρεβατάκι τοῦ μωροῦ της καὶ ἀφουγκράστηκε τὴν ἀνάσα του.
«Τί φοβᾶσαι… Σιγὰ μὴ χωθεῖ κι ἐδῶ μέσα!»
Ἐκείνη, ἀντὶ γι’ ἀπάντηση σκέπασε μὲ τὸ σεντονάκι του τὸ παιδί, ποὺ κοιμόταν ἤρεμα.
Ὅταν πιὰ δὲν ἀκουγόταν τίποτα, ὁ ἄντρας πλησίασε στὸ παράθυρο κι ἀνέβασε τὸ στόρι στὴν ἀρχική του θέση. Πρόσεξε πὼς στὸ μεταξὺ ἀρκετὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει —κατόπιν ἑορτῆς, βέβαια— στὸ ἀπέναντι συγκρότημα.
«Τόσο πολὺ τρόμαξες;» τὴν ρώτησε. «Κατέβασες καὶ τὶς γρίλιες… Γιατί τὸ ἔκανες αὐτό;»
Ἤθελε πολὺ νὰ συμπληρώσει πὼς κανονικὰ θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ τρέξουν ὅλοι νὰ δοῦν ἂν μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν σὲ κάτι, τὴν ἔβλεπε ὅμως τόσο ταραγμένη ποὺ δὲν τόλμησε.
«Ἐνῶ ἐσὺ ὄχι;» τοῦ ἀπάντησε δύσπιστα.
* * *
Λίγο παράμερα, στὴν ἄκρη τῆς πλατείας, ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ συντριβάνι. Κάθε βράδυ ἕνας πίδακας νεροῦ ἀναπηδοῦσε ἀπὸ τὸ κέντρο του, μὲ αὐξομειούμενη ἔνταση, σκορπίζοντας πολύχρωμες ἀνταύγειες, μὲ τὴ βοήθεια κατάλληλων προβολέων. Διάφοροι τουρίστες, ζευγάρια ἢ οἰκογένειες μὲ μικρὰ παιδιὰ ποὺ τιτίβιζαν χαρούμενα, φωτογραφίζονταν μὲ φόντο αὐτὸ τὸ σκηνικό, ὄρθιοι ἢ καθιστοὶ στὸ χαμηλὸ πεζουλάκι τῆς στέρνας. Πρὶν λίγες μέρες εἶχε ποζάρει ἐκεῖ κι ὁ ἴδιος μὲ τοὺς δικούς του, τὴ σύντροφό του καὶ τὸ πιτσιρίκι. Σήμερα, ἀπὸ τ’ ἄγρια χαράματα, μπρουμυτισμένο, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα μέσα στὸ νερό, ἐπέπλεε ἐκεῖ μέσα τὸ πτῶμα ἑνὸς νεαροῦ ἄντρα.
Οἱ πρῶτες φῆμες λέγαν πὼς ἐπρόκειτο γιὰ τὸν σύνδεσμο ἑνὸς παράνομου διεθνοῦς κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικῶν (καὶ λαθραίων) στὴν περιοχὴ καὶ ὅτι τὸν ἔφαγε ἕνας Ρουμάνος τοῦ ἴδιου σιναφιοῦ. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν βρεθεῖ ἀκόμη τὰ ἀπαραίτητα τεκμήρια οὔτε ὁ ἀκριβὴς τόπος διαμονῆς του. Ἄλλοι μιλοῦσαν γιὰ ξεκαθάρισμα λογαριασμῶν μεταξὺ ὑποκειμένων τοῦ ὑποκόσμου, ὅπου ὡς γνωστόν, δύσκολα γλιτώνει κανεὶς ὅταν μπεῖ στὸ στόχαστρο. Κάποιοι διατείνονταν ὅτι ἦταν ἁπλῶς τὸ θύμα μιᾶς ἀπρόβλεπτης νυχτερινῆς ληστείας· ξέφυγε πιθανότατα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ δράστη κι ἐκεῖνος τὸν κυνήγησε καὶ τὸν σκότωσε, συγκεκριμένα τὸν στραγγάλισε. Οἱ ἐκδοχὲς ἦταν τόσες πολλὲς ὅσοι κι ἐκεῖνοι (φαντασιόπληκτοι καὶ μὴ) ποὺ τὶς ξεστόμιζαν. Μέχρι καὶ γιὰ ἄγριο σεξουαλικὸ ἔγκλημα ἔκαναν λόγο μερικοί, ἐπειδή, λέει, ὁ δολοφονημένος ἦταν νέος ἐκπάγλου καλλονῆς. Ἡ τοπικὴ Ἀστυνομία ἔστελνε ἀπ’ τὸ πρωῒ ἐπείγοντα φὰξ καὶ ἰμέιλ πρὸς ὅλες τὶς ἁρμόδιες (ντόπιες καὶ ξένες) ἀρχές, ἀλλὰ τί περισσότερο νὰ σοῦ κάνει μιὰ ὑπηρεσία, μὲ ὀλιγομελὲς προσωπικό, στὴν ἄκρη αὐτῆς τῆς ἀπομονωμένης τουριστικῆς περιοχῆς;
Τὸ κρίσιμο ἐρώτημα ποὺ τέθηκε ἐξαρχῆς ἦταν ἂν ἐπρόκειτο τελικὰ γιὰ τὸ ἴδιο ἄτομο πού, περασμένα μεσάνυχτα, καλοῦσε ἀπελπισμένα σὲ βοήθεια. Πάνω σ’ αὐτὸ μᾶλλον δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία γιατὶ βρέθηκαν ἀρκετοὶ —γείτονες τους ἀλλὰ καὶ ἄλλοι— πού, ἂν καὶ δὲν εἶχαν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους οὔτε τὸ θύτη οὔτε τὸ θύμα του, εἶχαν ὡστόσο ἀκούσει (σὰν μέσα σὲ ὄνειρο) τὶς φωνὲς καὶ τὰ τρεχαλητά τους, μποροῦσαν λοιπὸν νὰ καθορίσουν μὲ ἀκρίβεια τὶς κινήσεις τῆς διαδρομῆς τους, μέσα ἀπὸ στενὰ κι ἐρημικὰ σοκάκια, μέχρι τὸ συντριβάνι, ποὺ ὑπῆρξε προφανῶς καὶ ὁ τελικὸς προορισμός τους. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὑπῆρχαν αὐτὲς οἱ λεπτομερεῖς ἀκουστικὲς μαρτυρίες, ἀποκλείστηκε καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ πρόκειται γιὰ ἑνὸς εἴδους τρομοκρατικὴ ἐπίθεση κάποιου μοναχικοῦ λύκου, ἀφοῦ δὲν ἀκούστηκε καμιὰ σχετικὴ κραυγὴ ποὺ νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Θεὸ (Ἀλλάχου Ἄκμπαρ!). Στὴν ἀμηχανία ποὺ ἐπέδειξε ὁ ἀστυνομικὸς διευθυντὴς γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχαν αὐτόπτες μάρτυρες (ἔστω ἕνας!) ποὺ νὰ ἔχουν βιώσει δηλ. ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὸ περιστατικὸ (παρὰ μονάχα διάφοροι ἐξ ἀποστάσεως ὠτακουστές), κάποιος ἔδωσε τὴ δική του ἐκδοχή:
«Ἑτοιμαζόμουν νὰ μπῶ στὸ μπάνιο, ὅταν ἄκουσα τὶς κραυγὲς καὶ σκέφτηκα νὰ βγῶ ἔξω νὰ δῶ τί συμβαίνει, ἀλλὰ φοβήθηκα…». Πρόσθεσε ὅτι μιὰ ἄλλη φορὰ ποὺ τοῦ εἶχε τύχει νὰ βρεθεῖ ἀντιμέτωπος (ἢ μᾶλλον συναπαντήθηκε τυχαῖα) μὲ ἄτομο τοῦ ἴδιου φυράματος μὲ αὐτὸν ποὺ ἔψαχναν, τὸν εἶδε στὸ δρόμο νὰ διαβαίνει κραδαίνοντας ἀπειλητικὰ μιὰ αἰχμηρὴ ματσέτα, μὲ ἀτσάλινη λάμα πάνω ἀπὸ τριάντα ἑκατοστά… Ὁ ἀστυνόμος θεώρησε τὴν ἀπάντησή του εἰλικρινῆ, ἀφοῦ πίστευε πὼς τὸ συναίσθημα ποὺ ἔνιωσε —κάτι σὰν πανικό— ἦταν ἱκανὸ νὰ παραλύσει τὶς σκέψεις ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ νὰ μπλοκάρει τὶς πράξεις του, καὶ δὲν ἐπέμεινε ἄλλο στὸ θέμα.
* * *
Κάποια στιγμὴ τὸ ἴδιο βράδυ τὰ μάτια τοῦ ἄντρα, λὲς καὶ ἦταν προγραμματισμένα, ἄνοιξαν ἀπὸ μόνα τους. Κοίταξε λοξὰ τὸ ρολόι του: περασμένες τρεισήμισι!... Σηκώθηκε ἀργὰ καὶ πλησίασε τὸ μισοκατεβασμένο στόρι τοῦ παράθυρου. Ἔξω στὸ δρόμο σκοτεινιὰ καὶ πάλι —ἀφοῦ τὰ φῶτα στὶς κολόνες παρέμεναν σβηστά— καὶ ἄκρα σιγή.
Ξεροκατάπιε, σὰ νὰ ἔπαιρνε φόρα καὶ μετά, βάζοντας τὶς παλάμες χωνὶ γύρω στὸ στόμα του πάτησε μιὰ δυνατὴ κραυγή:
«Βοήθεια! Βοήθεια!»
Ἡ σύντροφός του τινάχτηκε, πανικοβλημένη.
«Μὰ τί κάνεις; Τρελάθηκες;»
Ἀπὸ ἔνστικτο εἶχε σκύψει ἀμέσως πάνω ἀπ’ τὸ κρεβατάκι τοῦ παιδιοῦ της, πού, λαχταρισμένο, ξέσπασε σὲ κλάματα στὸ ὕπνο του.
Ἐκεῖνος στεκόταν ὄρθιος μπροστά της, σιωπηλὸς καὶ αἰνιγματικός. Στὴ σκέψη ὅτι μᾶλλον τὰ εἶχε καταφέρει νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι, τοῦ ἐρχόταν νὰ γελάσει, ἀφοῦ αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελε: νὰ τοὺς ξυπνήσει, νὰ ταράξει τὸν μακάριο ὕπνο τους, νὰ τοὺς αἰσθανθεῖ πάλι, ἔστω γιὰ λίγες μόνο στιγμὲς —σκέφτηκε μ’ ἕναν κάπως χαιρέκακο τρόπο— νὰ παραμονεύουν πίσω ἀπὸ τὶς κατεβασμένες γρίλιες τῶν σπιτιῶν τους, ἐγκλωβισμένοι στὸ φόβο τους.
Περίμενε μέχρι ν’ ἀνάψουν τὰ πρῶτα φῶτα ἀπέναντι καὶ μετὰ ξανάπεσε στὸ κρεβάτι του.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ τρόμου(ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα, 2018).
Τάσος Καλούτσας (Θεσσαλονίκη, 1948). Διήγημα. Σπούδασε στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ καὶ ἐργάστηκε ὡς καθηγητὴς στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Πρωτοεμφανίστηκε στὰ γράμματα τὸ 1983 μὲ διήγημά του στὸ περιοδικὸ Διαγώνιος. Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ Τὸ κελεπούρι καὶ ἄλλα διηγήματα (ἐκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1987. Πιὸ πρόσφατο: Ἡ ὡραιότερη μέρα της (διηγήματα, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου