4.6.23

Το παράφορο

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας *


Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Νίκου Πουλινάκη: “Δασοτόπι εύφλεκτων ουλών”, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2022

 

Οι τίτλοι και αυτού και των δύο προηγούμενων ποιητικών βιβλίων του Νίκου Πουλινάκη, αποτελούνται από τρεις λέξεις, εκ των οποίων δύο είναι ουσιαστικά και η άλλη επίθετο: Τράπεζα φιλάσθενης νοσταλγίας (2017), Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων (2018, εδώ με άρθρα),  Δασοτόπι Εύφλεκτων Ουλών (2022).

 

Μετά από ένα χάικου, το πρώτο έντιτλο ποίημα του βιβλίου, έρχεται με τίτλο ίδιο με αυτόν της συλλογής και με τρεις μόνο στίχους, ικανούς να φτιάξουν μια αρμαθιά αντικλείδια:

 

Κοντόσωμη παραδουλεύτρα ανατριχίλα

σε δασοτόπι εύφλεκτων ουλών

εσόλιαζε τ’ αναφιλητό απροβίβαστης σκιάς

 

Κινεζικά; Όχι. Ποίηση. Ατόφια.

Λέξη προς λέξη:

Κοντόσωμη: Βραχύ σώμα του χρόνου(;), βραχεία βιοτή(;), έχουσα μικρό σώμα ως μνήμη επιλεκτική ή διασωζόμενη, σε σχέση με τη μεγαλόσωμη λήθη, αφού περισσότερα ξεχνάμε παρά θυμόμαστε(;)

παραδουλεύτρα: εργαζόμενη παρά, ήτοι μνήμη ή υποσυνείδητο, ακόμα και ψυχή αν έχει υποταχτεί στο νου και τον υπηρετεί

ανατριχίλα: ήρθε κι έφερε συγκίνηση βαθιά

σε δασοτόπι: σε δασωμένο τόπο, όπου δέντρα (α)τα χρόνια που πέρασαν; (β)οι εμπειρίες που αποκομίστηκαν; (γ)οι πόθοι που ρίζωσαν; (δ)οι καταγραφές που χαράχτηκαν ανεξίτηλα; (ε)οι άνθρωποι που σημάδεψαν τη ζωή μας με την παρουσία ή με την απουσία τους;

ουλών: αφού δασοτόπι, άρα ξύλο, καύσιμη ύλη, παραπομπή σε εύφλεκτες ύλες, συνεπώς θα περίμενε κανείς “υλών”, φιλολογικά λογοπαίγνιο, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται ουσιαστικά περί «ουλών», όπου ουλές η πρώτη ύλη (α)των ανεκπλήρωτων; (β)των ονείρων; (γ)των τραυματικών ανεπούλωτων εμπειριών(;) που στέκουν ως δέντρα ημίξηρα μεταξύ ζωής και θανάτου στο συγκεκριμένο δασότοπο

εύφλεκτων: έτοιμων να πάρουν φωτιά (α)να εξαγνίσουν; (β)να πυροδοτήσουν; (γ) να κάψουν τα όποια απομεινάρια αισιοδοξίας; (δ)να προκαλέσουν πόνο, ζημιά, καταστροφή;

και όλα αυτά με συγκίνηση έως ανατριχίλας, λόγω της

απροβίβαστης: της αποτυχημένης, της ματαιωμένης, τη στάσιμης

σκιάς: δεύτερης σκέψης(;), κρύφιου πόθου(;), χωρισμού(;), μύχιου πάθους(;), πληγής(;), εφιάλτη(;), ανάμνησης(;), τύψης(;), ενοχής(;), ντροπής(;), ακόμα και ανθρώπινης οντότητας αν το δούμε Πινδαρικά (σκιάς όναρ άνθρωπος), ή ακόμα και σκιάς που σχηματίζεται από την προβολή του εγώ υπό το φως της συγκεκριμένης στιγμής ή υπό το φως της αλήθειας, με φόντο τις σκιές των ως τώρα επιλογών, των οποίων η κοντόσωμη παραδουλεύτρα ανατριχίλα, όπως κι αν την ερμηνεύσει κανείς,

τ’ αναφιλητό: τον θρήνο

εσόλιαζε: προσπαθούσε να διαχειριστεί, να τον διατηρήσει σε κάποια κίνηση ώστε έστω και μέσα από αυτή να επιβεβαιώσει η ίδια ότι υπάρχει, του επιδιόρθωνε τα φθαρμένα όρια αντοχής (παπούτσια) ώστε να μπορεί πορεύεται, να αντέχει κάπως τον πόνο.

 

Συνδυάζοντας μερικά από τα παραπάνω, μία (από τις πολλές) πρόσληψης εκδοχή θα μπορούσε να είναι η εξής:

 

(στ. 1) Η συγκίνηση έως ανατριχίλας που προκαλείται από συγκεκριμένες αναδυόμενες μνήμες της βιοτής

(στ. 2) αλληλεπιδρά με το ψυχικό πεδίο, όπου οι τραυματικές εμπειρίες δεν εξαφανίστηκαν αλλά παραμένουν δέντρα όρθια, σχεδόν ξερά, έτοιμα ανά πάσα στιγμή να πάρουν φωτιά

(στ. 3) με τις αναμνήσεις να επανέρχονται για να θυμίσουν στον άνθρωπο ότι πέρα από τις ως τώρα αποτυχίες και το βάρος της σκιάς από τη στασιμότητα των επιλογών που τον(την) οδήγησαν ίσαμ’ εδώ, όσο ζει, θα συνεχίζει να πορεύεται με αυτές, αφού είναι πλέον μέρος αναπόσπαστο του παρελθόντος αλλά και ολοζώντανο κομμάτι του παρόντος, μιας και (ανα)διαμορφώνουν διαρκώς το εκάστοτε τώρα. Καλά θα κάνει να τις φροντίσει (σολιάσει) γιατί ίσως μόνο αυτές να είναι εντελώς δικές του. Ίσως σε αυτές να βρίσκεται η αλήθεια του.

 

Το παραπάνω τρίστιχο θα μπορούσε να αποκτήσει άλλη δυναμική, αν ο δεύτερος στίχος, ο οποίος είναι και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής, αντικατασταθεί από μία λέξη, αν δηλαδή στη θέση του («δασοτόπι εύφλεκτων ουλών»), γραφτεί νοερά μία μόνο λέξη. Ποια; Όποια ταιριάζει στον καθένα. Ψυχή; Έρωτας; Ποίηση; Τέχνη; Πόνος; Βιοτή; Μνήμη; Θάνατος; Άλλη; Επιλέγοντας τη λέξη ή τις λέξεις που «κουμπώνουν» χωρίς να κινδυνεύει να «ξεχειλώσει» η κουμπότρυπα, διαβάζεται με άλλη προοπτική και το ποίημα και το βιβλίο.

 

Ο τρόπος για να «σολιάσεις» τον θρήνο; Εμπειρία χιλιετιών έχει δείξει μερικούς: επαφή με τη γη, αγκαλιά, φιλότητα, έρωτας, τέχνη,…

 

Έγινε μία προσπάθεια να δειχθεί ότι κάθε αναγνώστης και μία ιδιαίτερη πρόσληψη, κάθε επαφή με ένα ποίημα μοναδική, άρα κάθε επαφή ακόμα και του ίδιου αναγνώστη, επίσης μοναδική, όχι κατ’ ανάγκη ίδια με της προηγούμενης φοράς. Δόθηκαν ελεύθερα κάποιες (κατ’ ανάγκη προσωπικές) ανιχνεύσεις – βιωματικές υποψίες δρόμων, χωρίς καμία πρόθεση ερμηνείας, αφού η Ποίηση δεν ερμηνεύεται ούτε εξηγείται, απλά βιώνεται, προσλαμβάνεται, κοινωνείται.

 

Θεματικά η συλλογή περιβάλλεται από μία τριγωνικού σχήματος ομπρέλα με χερούλι από καθαρό έρωτα, της οποίας το αδιάβροχο μαύρο καραβόπανο (θάνατος) –κομμάτι από το φλόκο του ποιητικού  ιστιοπλοϊκού του ποιητή–, κρατιέται στη θέση του με τρεις ακτίνες:

  • τους γονείς και ιδίως τη μάνα (η παρουσία του πατέρα είναι σημειακή), στους οποίους είναι αφιερωμένο το βιβλίο
  • το όνειρο
  • το σύγνεφο

 

διαγράφοντας τροχιές όπου το παρελθόν βρίσκεται σε αντίστιξη με το παρόν, ενώ το μέλλον εμφανίζεται αβέβαιο όσο και ευχετικό. Οι περισσότερες σχηματίζουν τεθλασμένες με καθαρά προσωπική χροιά. Η ομπρέλα με το σκαληνό, αιχμηρό της τρίγωνο όταν είναι ανοιχτή, κινείται μέσα σε ένα επίσης τριγωνικού σχήματος νησί με ακτογραμμή έχουσα καμπυλωμένες τις κορυφές, όπου γυμνοί ατενίζουν το πέλαγος ο νεορομαντισμός, ο νεοσυμβολισμός (αμφότεροι όμως με απουσία κοσμοπολιτισμού αλλά με έντονη στη θέση του την παρουσία λυρισμού) και ο σουρεαλισμός (βλ. Σχ.1). Αμμουδιές από κόκκους γλαφυρότητας αντί για άμμο, βράχια από πληγές, βότσαλα από μνήμες. Θάλασσα; Ο χρόνος.

 

 

Το πρώτο πρόσωπο δεν καλύπτεται πίσω από τα υπόλοιπα, επιλέγεται ευθέως, κρατώντας συχνά εμφανή τη διαχωριστική γραμμή |εγώ| – |οι άλλοι|, ευδιάκριτη περισσότερο καθώς το βίωμα, η ιδέα, το όνειρο, η μνήμη, οδεύουν προς το συλλογικό.

 

Εμφανείς οι ραφές του έρωτα στα ποιήματα των σ. 12, 14, 28, 30, 34, 43, 49, 50, 54, 67, 76, 77, 78, του πατέρα στη σ. 18, του φόβου στη σ. 21, της Ποίησης στις σ. 23, 29, 63, της αγάπης στη σ. 25. Το «εγώ» έρχεται με μπόλικες αυτοπροσωπογραφίες, ιδίως στις σ. 31, 39, 48, 52, 53, 56, 65, 81, 87, 89, 92.

 

Ο τρόπος του Πουλινάκη αναγνωρίσιμος από τον έντονο λυρισμό, τη γλαφυρότητα, την ευαισθησία (στην υπόψη συλλογή έως υπερβολής), τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις, τις ρομαντικές καταβολές και την ιδιαίτερη τεχνική, η οποία εκτινάσσεται στο απόγειό της μέσω των συμπεριλαμβανομένων χάικου (εξαιρετικής ποιότητας ανάσες, αναγκαίες μετά από το πολύ δυνατό συγκινησιακό φορτίο).

 

Χαρακτηριστικό δείγμα έντονης παραστατικότητας, φαντασιακής δηλαδή οπτικής προβολής, ενισχυμένης με τις αισθήσεις της όσφρησης και της γεύσης:

 

«Εμπρός, μαρς!» έλεγε ο έρωτας

και ντυνόταν τη μεστή γεύση

καραμελωμένης ζάχαρης και ψημένου κάστανου.

 

Κάτι που θα ξενίσει ορισμένους είναι

(α) η ευρεία χρήση υποκοριστικών, όπως:

ποιηματάκι, κελάκι, καναρινάκι, πλατούλες, τσοκαράκια, κοπελουδάκι, ρουθουνάκια, λεξούλα, μηλαράκι, γλωσσίτσα, χνουδάκι, καντηλάκι, λαδάκι, λιμνούλα, γλαστράκι

(β) η ανενδοίαστη χρήση λαϊκών λέξεων και ιδιωμάτων, όπως:

πλατσουρίσματα, συμπράγκαλα, ντρίπλες, κονομήσουν, βυζάστρα, στραβομουτζουνιάζοντας, ξελαρυγγιαζόταν

(γ) η ταυτόχρονη με τα παραπάνω συνύπαρξη λόγιων λέξεων και εκφράσεων και η δημιουργία λέξεων (λεξιπλασία), ιδίως επιθέτων και μετοχών, με υπερβάλλοντα ζήλο μεν αλλά με ευθέως ανάλογη γλωσσοπλαστική δεινότητα, όπως:

ροδόσταγμα, λιμνοαναθρεμμένων, κωδωνολουσμένων, σωρευτική, γαρουφαλοχνουδάτη, κανελοζυμωμένη, κλαυθμού.

 

Οι δύο τελευταίες περιπτώσεις ισορροπούν τη φρεσκάδα με τη λογιοσύνη, τη νεανική τόλμη των βλαστών με τη γλωσσική σταθερότητα των ριζών, το παρόν με το παρελθόν. Εμπλουτίζουν χρωματικά και γευστικά το συγκεκριμένο ποιητικό κονιάκ, το οποίο πασιφανώς δεν θα προτιμήσουν αναγνώστες με δωρικές ή απογυμνωμένων λέξεων προτιμήσεις-επιλογές. Όσο για την περίπτωση (α), των υποκοριστικών, σε άλλους μπορεί να φανεί ως απόσταγμα με χαμηλό οινοπνευματικό βαθμό και σε άλλους με υψηλό.

 

Αυτό που θα έριχνε φως δικαίου στα χαρτιά του πιθανού «ιεροεξεταστή αναγνώστη» είναι το δικαίωμα μίας τρυφερής ψυχής, μίας ευαίσθητης ποιητικής οντότητας, να εκφράζεται με τρόπο απόλυτα συνεπή με το πώς νιώθει και να μην επεξεργάζεται εκ των υστέρων μέχρι αλλοιώσεως το πρωτογενές γέννημα της έμπνευσης. Δικαίωμα βεβαίως και του κάθε αναγνώστη να λάβει θέση.

 

Άπαντα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, με προεξάρχουσα την ιδιαίτερη γλωσσική ζωντάνια, κάνουν τη συγκεκριμένη ποίηση αναγνωρίσιμη και πολύ (εν)διαφέρουσα.

Ποίηση λαλίστατη, τωρινή αλλά και παλαιότερη μαζί, εξόχως συγκινησιακή, πίσω από ένα θαυμάσιο εξώφυλλο με ζωγραφική του Γιώργου Μακρή, μέσα από την υποδειγματική τυποτεχνία των Εκδόσεων Το Ροδακιό.

 https://www.fractalart.gr/dasotopi-eyflekton-oylwn/

Νίκος Α. Πουλινάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: