Ειλικρινής συζήτηση με τον αναγνώστη
Μέσα σε έναν εκδοτικό ορυμαγδό που τον τελευταίο καιρό κουράζει, έρχεται το δέκατο τρίτο βιβλίο και τρίτο ποιητικό του Διονύση Στεργιούλα να φωτίσει με ανοιξιάτικο φως το συγκεχυμένο λογοτεχνικό τοπίο. Το πιο ωραίο τοπίο είναι ο τίτλος της καινούργιας ποιητικής
συλλογής του, με εξώφυλλο και προμετωπίδα δικά του, από τις εκδόσεις Νησίδες. Μια έκδοση λιτή και απέριττη, αλλά αισθητικά και ουσιαστικά εξαιρετική, ανάλογη με το ύφος και τον βίο του ποιητή.Το βιβλίο με συγκίνησε από την πρώτη σελίδα και ας μου επιτρέψει ο φίλος ποιητής να το προσεγγίσω χωρίς να είμαι ειδικός, μιας κι ο ίδιος ο Δ.Σ. είναι, εκτός από ποιητής και συγγραφέας, διακεκριμένος κριτικός και δοκιμιογράφος.
Ξεκινώντας από το πρώτο ποίημα («Οι θηρευτές», σ. 9), θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει ως ένα έξοχο ποίημα ποιητικής ή έναν ποιητικό τρόπο περιγραφής της Γένεσης και της Δημιουργίας.
Στη σ. 10 («Σαν είδωλο») επιχειρεί με εύστοχο ποιητικό πάντα τρόπο ένα παιχνίδισμα με τον (ανύπαρκτο) χρόνο.
Στη σ. 11 («Κόκκινο άνθος στο υπόγειο») ένα φιλοσοφικό και παράλληλα επαναστατικό ποίημα δοσμένο προς πάσα κατεύθυνση με απόλυτη ειλικρίνεια.
Στη σ. 12 («Να μην είσαι») αμφισβήτηση των πάντων, και του εαυτού μας ακόμη, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και να καταλάβουμε την ουσία των πραγμάτων πέρα από τα όρια τα οποία τεχνηέντως μάς έχουν καθορίσει.
Στη σ. 14 («Κομήτης») φωτογραφίζει το ασύλληπτο πέρασμα και τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος και αν οι άνθρωποι μπορούμε (ή είναι αναγκαίο) να τις παρακολουθήσουμε.
Στη σ. 15 («Ένας ελεύθερος άνθρωπος») ένα ποίημα γεμάτο ουσία, ειρωνεία και αλληγορία και συγχρόνως ένας έξοχος ύμνος στην ελευθερία.
Στη σ. 18 («Μιλάμε για τη βροχή») βαθιά στοχαστικός ο Στεργιούλας σε έναν εσωτερικό μονόλογο αναρωτιέται αν ξέρουμε, νιώθουμε, καταλαβαίνουμε αυτά που συμβαίνουν γύρω και μέσα μας, αν βάζουμε τον εαυτό μας να δει πέρα απ’ το τζάμι, να παρατηρήσει, να τολμήσει την υπέρβαση μέσα απ’ την ενδοσκόπηση και την βαθιά καλλιεργημένη σκέψη.
Στη σ. 20 («Εκείνοι») παιχνίδισμα μεταξύ πρώτου και τρίτου πληθυντικού για να καταλήξει ότι εμείς και «εκείνοι» είμαστε μάλλον ίδιοι.
Στη σ. 21 («Πληρώνεις πάντα») μία εξαιρετική ποιητική μεταφορά τού κάθε έντιμου και υπεύθυνου ανθρώπου.
Στη σ. 22 («Ένιωθε ξένος») ένας εξαιρετικός ύμνος στη μοναξιά ή μία ρεαλιστική περιγραφή του σύγχρονου, εσωτερικά και ψυχολογικά, ανθρώπου.
Στη σ. 24 το ποίημα «Έκρυβε την παρουσία του» θα μπορούσε να είναι ένας εύστοχος ορισμός του ανύπαρκτου χρόνου.
Στη σ. 28 το ποίημα «Ζητώντας απαντήσεις» καυστικό για την ανεπαρκή και μη αληθινή πληροφόρηση μας, για το πόσο ανενημέρωτοι είμαστε γιατί έτσι το θέλει η άρχουσα τάξη, μιας και ο σωστά ενημερωμένος και ψαγμένος πολίτης την φοβίζει.
Στη σ. 30 («Φιλόξενος») και σ. 33 («Θα ξεχαστείς») καυτηριάζει το αλληλολιβάνισμα μεταξύ ποιητών και τις αναλήθειες που αποπροσανατολίζουν από το αληθινό πρόσωπο της ποίησης προς ίδιον (όποιο) όφελος.
Στη σ. 32 («Διάσκεψη») κόλαφος μέσω της ποίησής του για την ολιγαρχία και τον καπιταλισμό.
Στις σ. 34 («Οσία Ξένη») και σ. 36 («Αφού βυθίστηκα») στοχαστικά ποιήματα που εκφράζουν τις μεταφυσικές του ανησυχίες.
Στη σ. 37 («Το άλλο μας μισό») αποδίδει απέριττα το εθνικό μας ελάττωμα.
Στο τέλος, στη σ. 41 («Κάτι έλειπε»), και πάλι ασχολείται με την (ασύλληπτη) έννοια του χρόνου.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για ποίηση αληθινή, με λέξεις καθημερινές, καθόλου επιτηδευμένες, αλλά με νοήματα πολύ βαθιά, ποίηση που αν και ολιγόστιχη ξεδιπλώνει όλο το ουσιαστικό εύρος της. Η γραφή στο δεύτερο πρόσωπο κάνει το ποίημα πιο οικείο: μια συζήτηση με τον αναγνώστη ειλικρινής και χωρίς ίχνος διδακτισμού. Αξίζει ιδιαίτερη αναφορά στους τελευταίους στίχους, οι οποίοι είναι εξαιρετικοί και δυναμώνουν ακόμη πιο πολύ τα ποιήματά του.
Νίκος Μυλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου