1.6.23

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους.


Χρήστος Δανιήλ

Όχι δεν είναι πολιτικό σχόλιο. Είναι ο τίτλος του βιβλίου του Μιχάλη Αλμπάτη που κυκλοφόρησε πριν από περίπου έναν χρόνο από τις εκδόσεις Νήσος και που το τελευταίο διάστημα αποκτά διαρκώς φήμη καθώς διαδίδεται από στόμα σε στόμα κι από ανάρτηση σε ανάρτηση (ξέρω τουλάχιστον 3 φίλους που το διαβάζουν αυτή τη στιγμή). Πρόκειται για μυθιστόρημα 470 σελίδων που δεν καταλαβαίνεις πόσο γρήγορα και εύκολα διαβάζεται. Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να είναι (νέο)ηθογραφία καθώς διαδραματίζεται σε χωριά της Κρήτης τη δεκαετία του 50 αλλά δεν είναι λόγω της συνθετότητάς του και των πολλαπλών του στοχεύσεων (ας πούμε ότι έχει ένα ηθογραφικό πλαίσιο). Θα μπορούσε να είναι έργο μαγικού ρεαλισμού καθώς ο ήρωάς του επικοινωνεί με τους νεκρούς, αφήνει όμως και μια επιστημονικοφανή εξήγηση για το φαινόμενο. Θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης καθώς ο έφηβος ήρωας ωριμάζει απότομα ερχόμενος σε επαφή με τον έρωτα και τον θάνατο (πρόκειται όμως για ήρωα μοναχικό κι όχι για μέλος μιας παρέας). Θα μπορούσε να είναι σπονδυλωτό καθώς σχεδόν κάθε κεφάλαιό του μπορεί να διαβαστεί και να λειτουργήσει αυτόνομα, διαθέτει όμως και αρκετά αυστηρή δομή κι οργάνωση. Στο μυθιστόρημα εντοπίζουμε επίσης στοιχεία έντονης φαντασίας, στοιχεία παρωδίας, κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής κριτικής, μαύρο (κατάμαυρο!) χιούμορ, ερωτισμό και σεξουαλικότητα, λυρικότητα και συναισθηματισμό. Το έργο διαθέτει ένα ευφυές και ευφάνταστο εύρημα στην ιστορία του το οποίο ο συγγραφέας του το διαχειρίζεται με μεγάλη επιτυχία. «Κράτησες λεπτές ισορροπίες» σημείωνα το πρωί σε μήνυμά μου στο συγγραφέα και ακριβώς την ίδια διατύπωση βρήκα και σε κριτικό σημείωμα για το βιβλίο σε ανάρτηση της Eirini Giannaki. Θα μπορούσα εύκολα να φανταστώ κάποια κινηματογραφική ταινία που να βασίζει το σενάριό της σε αυτό, ούτε θα μου προξενούσε κάποια έκπληξη η μετάφρασή του σε άλλες γλώσσες. Πρόκειται για ένα βιβλίο που, σε μένα τουλάχιστον, πρόσφερε μεγάλη αναγνωστική απόλαυση. Ως πιο αξιοσημείωτες και επιτυχημένες επιμέρους ιστορίες θεωρώ (για όσους το έχουν διαβάσει) την ιστορία με τον στρατιώτη στη Μικρά Ασία (το Γκιακ δημιουργεί σχολή;), τη (σουρεαλιστικής σύλληψης) σκηνή με τον γάμο, τη σκηνή με την καντάδα και τη σκηνή με τον νεκρό ποιητή.
Διάβασα πως το βιβλίο δυσκολεύτηκε να βρει εκδότη, καθώς ο συγγραφέας του δέχθηκε απορρίψεις από 20 εκδοτικούς οίκους. Είναι δυνατό να ισχύει κάτι τέτοιο; Μπορώ να δεχθώ πως κάποιοι εκδοτικοί το απέρριψαν καθώς έχουν ήδη έτοιμο το εκδοτικό τους πρόγραμμα για την επόμενη διετία, ίσως και κάποιοι καθώς δεν ταιριάζει με την ταυτότητά τους. Πώς γίνεται όμως να διαβάσει κάποιος αυτό το βιβλίο και θεωρήσει πως δεν έχει θέση στα νεοελληνικά γράμματα. Η διάδοση που τώρα γνωρίζει το βιβλίο, οι θετικές κριτικές που γράφονται γι’ αυτό, η συμπερίληψή του σε λίστες βιβλίων προς βράβευση είναι νομίζω η καλύτερη δικαίωση και για τον συγγραφέα αλλά και για τον 21ο εκδοτικό οίκο που το επέλεξε προς έκδοση.
Υ.Γ. Στα προτερήματα του βιβλίου να προσθέσω και την εξής κρίσιμη, για μένα, παράμετρο: καθώς διαθέτει ένα ευφυές στόρυ ο αφηγητής δεν κάνει καμία επίδειξη της ευφυίας του. Αντιθέτως, υποστηρίζει την εξέλιξη της πλοκής χωρίς να βγαίνει ο ίδιος στο προσκήνιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: