Γράφει η Ζωή Καραμήτρου
Elizabeth Strout: «Όλιβ Κίττριτζ», Μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδ. Άγρα, σελ. 361
Μισανθρωπία. Και σκληρότητα. Οξυδέρκεια. Και ενσυναίσθηση. Τρυφερότητα. Και αμηχανία. Τούτα τα χαρακτηριστικά περιγράφουν την Όλιβ Κίττριτζ. Αντιπαθής μα τόσο κοντινή μας. Κριτική, συχνά επικριτική, μα τόσο δίκαιη. Περιχαρακωμένη στον εαυτό της και στις σκέψεις της, αποκομμένη από την κοινωνία του Μέην στην Αγγλία, παλεύει ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική της για να φερθεί όπως πρέπει, να μην αποτύχει ως σύζυγος, ως μάνα, ως γυναίκα που έχει κι εκείνη ανάγκη το χάδι, όπως όλοι. Στο μάγουλο και την ψυχή. Δεν ξέρει να εκφράσει την ανάγκη αυτή. Και βαθιά μέσα της τη χλευάζει. Στέκει αγέρωχη απέναντι στον άντρα της και το γιό της, κι ενώ τους αγαπά βαθιά και ανυπόκριτα δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να εκφράσει το συναίσθημα. Η μαθηματική της σκέψη, αυτή που ως καθηγήτρια επιστράτευσε σ’ όλη της τη ζωή μέχρι την συνταξιοδότησή της, κυριαρχεί, τοποθετώντας σε κουτάκια την οικογένειά της, τη μικρή κοινότητα μέσα στην οποία ζει, τον ίδιο της τον εαυτό.
Κι όμως. Η Ολιβ μέσα στα χρόνια που την παρακολουθούμε, είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, αλλάζει. Είναι μια γυναίκα σαράντα πέντε ετών, εργαζόμενη, μητέρα ενός μάλλον προβληματικού παιδιού, μ’ έναν ήσυχο, ευχάριστο, χαρούμενο σύζυγο. Την απασχολούν όλα κι ας μη μιλά, ας μοιάζει σκληρή και αδιάφορη. Μικρά και μεγάλα οικογενειακά μυστικά της κοινότητας, σύνθετες κι αξεδιάλυτες σχέσεις ζευγαριών, γονέων με παιδιά, φιλίες, παντοτινές απώλειες επιδρούν πάνω της και την μαλακώνουν, βγάζουν από μέσα της αυτή τη μαλακή ψίχα που κρύβει μέσα της σα στρείδι. Παρατηρεί εντατικά και αποκωδικοποιεί συμπεριφορές, κίνητρα κι εσωτερικούς κυματισμούς, ακούει όποιο φουσκωμένο κύμα έρχεται κατά πάνω τους για να ταράξει την καθημερινότητα, να διαλύσει ζωές, να αφήσει συντρίμμια που πρέπει να μαζευτούν, να ξανασυνθέσουν το σκάφος του βίου.
Θα δει τον άντρα της να καταρρέει και να μένει ένα βλέμμα μόνο, χωρίς να αναγνωρίζει, ένα χαμόγελο χωρίς ομιλία, ένας ανήμπορος άνθρωπος που θα μπει στο γηροκομείο, όντας αδύνατο να μείνει πια στο σπίτι. Θα επιστρατεύσει την αντοχή και το πείσμα, πιο πολύ τον τρόπο της δικής της αγάπης, για να τον επισκέπτεται κάθε μέρα, να τον ταΐζει, να του μιλά, να του τηλεφωνεί οργανώνοντας μια ψευδαίσθηση κανονικότητας. Ο γιός της θα φύγει, στην ουσία τον έχει διώξει η ίδια με τον αβάσταχτο τρόπο της κι ακόμη κι όταν εκείνος θα την προσκαλέσει στη ζωή του, δεν θα μπορέσει να σταθεί στο παιδί της, αποχωρεί με τρόμο, απελπισία, συναισθηματική ανημπόρια, με την τρυφερότητά της μεγάλη και ανεπίδοτη.
Δεκατρείς αυτόνομες ιστορίες συνθέτουν αυτό το συναρπαστικό βιβλίο, ιστορίες που συντηρούν αυτοτέλεια και πληρότητα. Η Ολιβ δεν πρωταγωνιστεί πάντα, άλλοτε είναι ελάχιστη η παρουσία της, κάποτε σχεδόν απλά υπάρχει το πνεύμα της. Ιστορίες γάμων με απιστίες που αποκαλύπτονται αναπάντεχα, γιοι που παντρεύονται και είναι για τις μάνες πάντα τα μικρά αγοράκια τους με όσα ολέθρια συνεπάγεται μια τέτοια αντιμετώπιση, γυναίκες με απόλυτη αφοσίωση στα όρια της αυτοθυσίας, ένα υπέροχο κοκκινομάλλικο κορίτσι με νευρική ανορεξία, ένα σχεδόν τρομοκρατικό επεισόδιο στο τοπικό νοσοκομείο, οι αγαπημένες τουλίπες της Ολιβ, ταξίδια του μυαλού που στοιχειώνουν. Σ’ όλες τις ιστορίες οι σχέσεις των ανθρώπων πρωταγωνιστούν. Γιατί είναι πολυκύμαντες και απρόβλεπτες, θέλουν κόπο να συντηρηθούν «μπλέκονται μεταξύ τους και γίνονται ένα» αρρωσταίνουν και ίσως δεν μπορούν να γιάνουν πια.
Η Ολιβ για τους τρίτους είναι ο άνθρωπος που δεν θα κλάψει ποτέ, όμως εκείνη ξέρει ότι κάποτε, όταν σκοτώθηκε ο αγαπημένος της, αποσυρόταν μετά το δείπνο σκοτεινή και αμίλητη, για να κλάψει για την χαμένη ευτυχία, την οριστική απώλεια του μέλλοντος. Είναι αξιαγάπητη και τέρας ταυτόχρονα, ο κυνισμός της διαλύει, το αιχμηρό χιούμορ της καταρρακώνει, τόση ειλικρίνεια δεν αντέχεται, κι όμως ο δύσκολος τρόπος της αγάπης της εκδηλώνεται απρόσμενα, αυθόρμητα, καταλυτικά.
Μοιάζει συνεπής αλλά ταλαντώνεται, φαντάζει σίγουρη και η ανασφάλεια την πνίγει, η σοβαρότητα είναι σήμα κατατεθέν της αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα όψιμο αντρικό ενδιαφέρον που θα την κάνει να πεισμώνει και να αντιστέκεται, να φυγομαχεί και να επανέρχεται, να γίνεται μια ήρεμη ερωτευμένη γυναίκα στα εβδομήντα τέσσερά της, όταν πια της είχε απομείνει μόνο μια ζωή γεμάτη αταλάντευτες συνήθειες, που θα χρειαστεί να ανατραπούν. Μαζί τους και η ίδια.
Η Ολιβ αλλάζει και μας συμπαρασύρει. Μας δίνει προοπτική εκεί που νομίζουμε ότι όλα είναι πια προβλέψιμα κι αναμενόμενα. Αναγνωρίζει, και μαζί της κι εμείς, ότι δεν προσπερνάς τα πράγματα έτσι απλά, αλλά τα διαλέγεις ή δεν τα διαλέγεις. Ότι η γεμάτη καλούδια πιατέλα της ζωής, αδειάζει σιγά σιγά, μαθαίνοντάς μας ότι οι μέρες σπαταλιούνται χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι ο κουρασμένος εαυτός μπορεί απλά να γίνει ευγνώμων και να απολαύσει και πάλι, μεταμελημένος και σαστισμένος, αυτό το φως του ήλιου, που μπαίνει ξανά απ’ το πλάι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου