Κώστας Καναβούρης
Χρίστος Λάσκαρης «Ποιήματα», επιμέλεια: Στέλλα Τσάμου, εκδόσεις Τύρφη, 2022
Και να που έχουμε ξανά στα χέρια μας τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Χρίστου Λάσκαρη (1931 - 2008), αυτή τη φορά από τις εκδόσεις «Τύρφη», με την επιμέλεια της Στέλλας Τσάμου. Σχεδίαση, σελιδοποίηση, Ευθύμιος Γάλλος.
Ο Χρίστος Λάσκαρης εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1970 σε ηλικία 39 ετών (ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά 1950 - 1970), όμως και τότε όχι με κάποια συλλογή, αλλά συμμετέχοντας σε μια ανθολογία νέων λογοτεχνών, υπό τον τίτλο «Παρουσίες». Στάση χαρακτηριστική όλης της μετέπειτα πορείας του, η οποία, παρά τις δέκα ποιητικές συλλογές του, υπήρξε πάντοτε στραμμένη προς το ποίημα και όχι στραμμένη στην παρουσία του ποιητή στον δημόσιο χώρο.
Για τον Χρίστο Λάσκαρη η ουσία βρισκόταν στην παρουσία του ποιήματος στον δημόσιο λόγο, με την ακράδαντη πεποίθηση ότι το ποίημα θα φτάσει κάποτε στον προορισμό του. Γιατί δεν απευθύνεται μόνο σ’ αυτούς που διαβάζουν ποίηση αλλά, κυρίως, σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη το ποίημα και το αναζητούν, ακόμα και χωρίς να το ξέρουν, ψάχνοντας για την απάντηση σ’ ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί με άλλο τρόπο παρά μονάχα με το ποίημα. Γι’ αυτό και απευθύνεται στον κόσμο όπου και ο ίδιος υπάρχει: στην «απέραντη μειοψηφία», που θα έλεγε και ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Απευθύνεται στον λαό της απέραντης λύπης που σκεπάζει όλους εκείνους που ούτε θέλουν ούτε επιδιώκουν ούτε ανταγωνίζονται για τα πρωτεία.
Αυτή είναι η περιοχή όπου κινείται η ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη. Μια περιοχή γαλήνιας όσο και ανένδοτης πεποίθησης πως το εξαιρετικό, η πραγμάτωση του ίδιου του ποιητικού αιτήματος βρίσκεται εν δυνάμει παντού, γιατί είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη κατάσταση. Χαρακτηριστικό αυτής του της πεποίθησης είναι το ποίημα «Θα μιλήσω γι’ αυτούς», όπου, ανάμεσα σε άλλα, γράφει πως θα μιλήσει γι’ αυτούς, «που δεν έσταξε στο στήθος τους/ κανένας λόγος,/ μόνο μια γεύση ερημιάς,/ στα χείλη τους. Γι’ αυτούς θα πω/ που έζησαν στις φρυγμένες στέρνες, ολάκερη ζωή». «Γι’ αυτούς» ενδιαφερόταν να μιλήσει ο Χρίστος Λάσκαρης και γι’ αυτούς μίλησε, χωρίς ποτέ να παρεκκλίνει «από την τιμή και την πεποίθησή του».
Άλλωστε το είχε πει: «Ανήκω στην Καβαφική ποίηση και την Παλατινή ανθολογία. Και μ’ εκείνον που έχω κάποια συγγένεια και αγαπάω πολύ είναι ο Ουγκαρέτι, το ίδιο και ο Λη Μάστερς. Οπωσδήποτε μην παραλείψετε τον Καρυωτάκη».
Σαν κρυστάλλινες σταγόνες που πέφτουν πάνω σε καθρέφτη είναι τα ονόματα που αναφέρει. Και όπου σαν σκιές περνούν τα ονόματα των νεκρών που αναφέρει ο Έντγκαρ Λη Μάστερς στην «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ», οι τραγικές σάτιρες του Κώστα Καρυωτάκη, κυρίως όμως ο «αόρατος θίασος» του Καβαφικού σύμπαντος, γιατί μέλος αυτού «του μυστικού θιάσου» είναι και ο ίδιος ο Χρίστος Λάσκαρης με την «εξαίσια μουσική» του.
Από αυτή τη μουσική δεν μπορείς να κρυφτείς, να πεις «πως σε ξεγέλασε». Μπροστά σε μια τέτοια ποίηση αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου, δεν μπορείς να κρυφτείς από το γυμνό απέραντο που υπάρχει μέσα στις λέξεις του. Ουδέν άλλο «εννοεί ο ποιητής» (κατά το βλακωδώς λεγόμενο), στα ολιγόστιχα ποιήματά του, εκτός από το απέραντο. Γιατί η κάθε λέξη στον Χρίστο Λάσκαρη δεν είναι προϊόν κάποιας γενικής και αόριστης έμπνευσης, αλλά το ματωμένο απείκασμα μιας βασανιστικής ενδοσκόπησης και μιας εναγώνιας παρατηρητικότητας. Γράφει χαρακτηριστικά στο «Ψάχνω να βρω»: «Ψάχνω να βρω/ μια καινούργια λέξη/ λέξη που να μπορεί/ τη μοναξιά της πόλης να χωρέσει/ τη θλίψη των λεωφόρων της/ το χάραμα».
Είκοσι τρεις λέξεις όλες κι όλες. Και χωρούν όλη την απέραντη μοναξιά της πόλης. Δηλαδή τη μοναξιά των ανθρώπων της που βουίζει το κάθε χάραμα και που μπορεί να μην είναι καν λέξη, αλλά μονάχα ο ήχος από το βήξιμο κάποιου που πηγαίνει χάραμα στη δουλειά του, περνώντας κάτω από το παράθυρό σου και μπαίνει μέσα στο δικό σου όνειρο και τότε όνειρο και εφιάλτης γίνονται ένα με το βήξιμο κι όλα μαζί ένα ποίημα που αν το καλοκοιτάξεις είναι ακριβώς πανανθρώπινο. Γιατί συμβαίνει παντού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη όπου κατοικεί ο απέραντος λαός των λυπημένων, αρκεί να έχεις την αισθητική και ηθική γενναιότητα, καθώς και την ποιητική νοημοσύνη να το δεις. Και ο Χρίστος Λάσκαρης διέθετε σε αφθονία αυτά τα χαρίσματα.
Νομίζω, λοιπόν, πως η ποιητική του δεινότητα θα μπορούσε να συνοψισθεί σε μια φράση που είχε πει ο μεγάλος Μάιλς Ντέηβις θέλοντας να περιγράψει τη μουσική ιδιοφυΐα του ίδιου και των ομοίων του: «Και μια πόρτα να έτριζε μπορούσαμε να πούμε ποια νότα είναι». Αυτό ακριβώς μπορεί και ο Χρίστος Λάσκαρης. Μόνο που αντί για νότα, το κάνει λέξη: «Ακούω έξω τη ζωή να συνεχίζει./ Φτάνουν ως εδώ,/ στη σκοτεινή μου τρύπα,/ δαιμονισμένα κορναρίσματα·/ φωνές πνιγμένων».
Τι υπάρχει εδώ; Ένας βραχνός ήχος απλώς κι ένας ποιητής που τον παίρνει από το χέρι, τον κάνει λέξη και κάνει τη λέξη ποίηση. Αρμονία. Γιατί γνωρίζει πως και ο κάθε τυχαίος ήχος είναι μεγαλειώδης, όπως και η κάθε χειρονομία, επειδή μέσα τους υπάρχει το μοναδικό. Η μοναδική επιλογή ή η μοναδική τυχαία στιγμή που άπαξ εμφανίζεται μέσα από το άπειρο ενδεχομενικό χάος κι ύστερα χάνεται για πάντα.
Ίσως λοιπόν η ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη να μην είναι τίποτε άλλο παρά το τρίξιμο μια λέξης μέσα στο χάος. Ή αλλιώς, ο τριγμός του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου