24.5.23

Για την «Εξουθένωση» του Μισέλ Φάις – γράφει ο Χρήστος Βασματζίδης


Το όριο της σιωπής
 Μισέλ Φάις, Εξουθένωση, Ντοκιμαντέρ Ονείρων, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2022. 
 Εβδομήντα μία ιστορίες αποτελούν τη συλλογή διηγημάτων του Μισέλ Φάις με τίτλο Εξουθένωση και υπότιτλο Ντοκιμαντέρ Ονείρων. Και αν κάποιος απορεί με τον τίτλο έρχεται η εικονογραφική συμμετοχή του μικρού Μάρκου Φάις να μορφοποιήσει την Εξουθένωση ως μία κυρία, απτή και ορατή. Ιστορίες με τον τρόπο της θεατρικής πρόζας χωρίς ευδιάκριτη εναλλαγή των ομιλούντων προσώπων, με σύντομους προλόγους που προδιαθέτουν για κίνηση ή ακινησία. Μικροϊστορίες που βλασταίνουν στο γνώριμο πλέον ύφος της κατεργασμένης αμφισβήτησης των εύκολων και χρήσιμων νοημάτων. Αν ο Μπαρτ έλεγε πως η γλώσσα είναι το εντεύθεν της Λογοτεχνίας ενώ το ύφος σχεδόν το επέκεινα, ο Φάις υπονομεύει αυτή τη διάταξη συνθέτοντας ιστορίες ψυχολογικών και σωματικών ακροτήτων. Το περίεργο ωστόσο είναι ότι πολλές απ’ αυτές τις ιστορίες ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να τις αντιληφθεί ως ένα déjà vu, ως μία αντανάκλαση μνήμης από κάτι πολύ οικείο και γνώριμο. Είναι ίσως τα δανεικά κινηματογραφικά στοιχεία, οι εικόνες που λειτουργούν συνειρμικά με θέματα της επικαιρότητας, ή για τους πιο μυημένους στη γραφή του Φάις, η εξοικείωση μ’ αυτό το ύφος που χωρίς να ενδιαφέρεται να κάνει μία στιβαρή μυθοπλασία, παράγει ποικιλίες ιστοριών που φαινομενικά είναι ασύνδετες μεταξύ τους, πλην όμως αποτελούν μέρη μίας «ομόκεντρης» συλλογής όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο. Η κυρίαρχη κατάσταση στις ιστορίες της Εξουθένωσης, είναι μία διαρκής σχάση. Ή, από ψυχαναλυτική άποψη, είναι η εμπόλεμη διάρκεια ενός πάσχοντος εαυτού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότερες ιστορίες αναπτύσσονται, με την ανάλογη οικονομία βέβαια, μεταξύ δύο παρουσιών. Τα δίπολα που τείνουν να κατανοήσουν κάτι. Αυτό το τέντωμα των αντιθέτων, που δεν φτάνει ποτέ στο κέντρο μένοντας ως μία επιθυμία απραγματοποίητη, περνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον αναγνώστη. Η Εξουθένωση δεν είναι αποτέλεσμα, είναι ενέργημα που έχει την αρχή της στο λογοτεχνικό corpus του Φάις. Είναι κατάσταση ώθησης και όχι πρόθεσης. «Ήταν μια δοκιμασία απουσίας. Αισθανόμουν ότι οι κινήσεις σου έκρυβαν μία απόσυρση. Το δέρμα σου ήταν πάντα ένα σύνορο. Η γυμνότητα, έτσι κι αλλιώς, για σένα ήταν κάτι που δεν υπάρχει. Μια αδιακρισία, μια παραβίαση, μια-», ένα απόσπασμα από την ιστορία «Μια ταινία (1)». Βρίσκουμε εδώ τα θεματικά μοτίβα του Φάις. Η παρουσία ως απουσία. Η απόσυρση ως ματαίωση. Ο κομβικός ρόλος του σώματος που πάσχει ως μίμηση ψυχής κατά Χειμωνά και γυρεύει να μένει αθέατο. Ας δούμε και την εισαγωγή της ιστορίας. «Φλωρεντία. Νύχτα. Έξω χιονίζει. Άντρας και γυναίκα (ο άντρας γύρω στα πενήντα, η γυναίκα γύρω στα εξήντα) βλέπουν σε μια τεράστια τηλεόραση την ταινία Η Νύχτα του Αντονιόνι. Πίνουν κονιάκ. Μπορεί να είναι μεθυσμένοι. Ο άντρας θυμίζει τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και η γυναίκα τη Ζαν Μορό. Σκέφτονται σαν να μιλάνε. Πρώτα σκεφτομιλάει ο άντρας». Αν την αποκόψεις από την ιστορία του σκεφτομιλήματος των δύο προσώπων που ακολουθεί, απομένει μία ιστορία «μπονσάι», της αισθητικής σμίκρυνσης δηλαδή και της ελλειπτικότητας του κειμένου. Ο αναγνώστης μπορεί να σταματήσει για λίγο σ’ αυτές τις εισαγωγές, να κάνει μία στάση και να σκεφτεί το ύφος του Φάις. Εκεί θα «διαβάσει» αυτό που δεν γράφηκε αν και θα μπορούσε. Ή θα νιώσει ότι βρίσκεται σε μία σκηνή, αναμένοντας το μονόπρακτο. Είναι η γνωστή πλέον κατάσταση υπό-γραφής του Φάις, το μεταίχμιο αυτών που γράφονται και αυτών που είναι να γραφούν. Ένα όριο που δεν είναι προϊόν τύχης, μία αβίαστη αφηγηματική προσέγγιση, αλλά αποτέλεσμα μιας πεισματικής πειθαρχίας του συγγραφέα, που απαιτεί πολύ μοναξιά. Μία μοναξιά «γεμάτη» από τους αγαπημένους ήρωες του Φάις. Ο Αντονιόνι, όπως είδαμε παραπάνω, έγινε ήδη σημείο αναφοράς. Ο Σοπέν με κάποιο από τα Valses του με τον Ντίνο Λιπάττι στο πιάνο, συνοδεύει στην Μπάρα, την κυνική ομολογία για το ζωντανό παρελθόν που λέει «…αυτό που έζησες ή νομίζεις πως έζησες δεν έχει παρέλθει. Θα το βρεις σήμερα και αύριο πλάι σου, μέσα σου παντού». Στην «Πριονοκορδέλα», όταν ο αναγνώστης θα διαβάσει τις σειρές «Περιμένουμε, τι άλλο… Ποιον; Τι;.. Όλο και κάποιος περνάει αποδώ..», δεν γίνεται να μη σκεφτεί κανείς τον περίφημο Γκοντό. Στον «Ανεμιστήρα», αποδίδεται πεζογραφικά ένα αμερικάνικο νουάρ, με τους κοφτούς διαλόγους που παραπέμπουν σε Κάρβερ. Και μετά, στο «Κομμένο Χαρτόνι» ο στίχος «Αν όλα είναι, τίποτα δεν είναι», παραπέμπει στο μπεκετικό «τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα». Η Εξουθένωση φέρει τον υπότιτλο «Ντοκιμαντέρ Ονείρων», μία ιδιότυπη έκφραση, που παραπέμπει σ’ ένα μίγμα ρεαλισμού και φαντασίας. Γι’ αυτό και οι ιστορίες του Φάις, μας έρχονται σαν ένα είδος προμνησίας. Συμπυκνώνοντας γράφει στο «Untitled», «Γιατί οι ιστορίες μας σκέφτονται πριν τις σκεφτούμε, μας αναζητούν πριν τις αναζητήσουμε, μας νοιάζονται πριν τις νοιαστούμε, γιατί οι ιστορίες που λέμε είμαστε εμείς, ακόμη και οι ιστορίες που δεν λέμε είμαστε εμείς…». Είναι λοιπόν τόσο πραγματικές όσο και φανταστικές. Είναι τόσο ιδιαίτερες όσο και κοινόχρηστες. Μπορεί κάποιες να ήταν σε δελτίο ειδήσεων ή να γίνουν δελτίο ειδήσεων. Μπορεί κάποιες να μοιάζουν σαν σενάριο μιας ταινίας ή ενός θεατρικού μονολόγου. Σε κάθε περίπτωση όμως, όλες μα όλες έχουν το ύφος της λογοτεχνικής αυθεντίας του Φάις. Όπως στα «Καφέ Χοντρά Μπουφάν», το σκηνικό της τρομοκρατικής επίθεσης μοιάζει να είναι οικείο και επίκαιρο, οι ιστορίες όμως που διαδραματίζονται πριν την έκρηξη έχουν κάτι από τη μορφική ταυτότητα του συγγραφέα. Η μοναξιά, ο χρόνος, η απόγνωση που νιώθει κανείς όταν δεν υπάρχουν στέρεες απαντήσεις, η εξομολόγηση, η ανάγκη για φροντίδα, η ερωτική προσέγγιση, όλες αυτές οι λεπτές πτυχές της ρουτίνας, «η ζωή που δείχνει τόσο αμέριμνη», πάντα απροετοίμαστη για το κακό, πάντα όμως έτοιμη για να υπάρξει και μετά απ’ αυτό. Η ταυτοχρονία τόσων διαστάσεων απεικονίζεται στο τελευταίο διήγημα «Κόκκινο Σκοτάδι» που με την επαλαμβανόμενη φράση «αυτή τη στιγμή που μιλάμε», δίνεται ο ρυθμός ενός κόσμου που χωράει τις πιο απίθανες ιστορίες, που αποδέχεται την ομιλία σαν σιωπή, που είναι σε μία κατάσταση αναμονής για κάτι, σε «ένα υπό διαρκή αναστολή συμβαίνειν». Η Εξουθένωση προκαλείται από την αναμονή να εντοπιστεί αυτό που είναι να συμβαίνει. Διαρκώς. Στις ιστορίες του Φάις τα γεγονότα, οι άνθρωποι, οι κουβέντες τους, ακόμη και οι τόποι που συμβαίνουν όσα προλάβουν να συμβούν, δεν είναι αναγκαίο να έχουν μία μεταξύ τους αλύσωση. Γι’ αυτό και διαλέγονται τόποι και πόλεις από όλο τον κόσμο, διάσπαρτες και αδιάφορες. Η γεωγραφία της Εξουθένωσης είναι η ψυχολογία του κερματισμένου εαυτού. Μετά το Caput Mortuum και την Ερευνήτρια ο Φάις επιστρέφει σε προηγούμενα λογοτεχνικά λημέρια. Αφήνει τον ψευδο- αγέλαστο Ευριπίδη και τον τσεχοεβραίο παράξενο και φτιάχνει ιστορίες πιο κοντά στο ύφος της Cortisol ή του «Όπως ποτέ». Βέβαια, όπως στα περισσότερα έργα του, δεν λείπουν και εδώ οι φαρσικές καταστάσεις, αυτός ο τρόπος γραφής που όσο δεν είναι πληκτικός για τον συγγραφέα άλλο τόσο παραμένει γριφώδης για τον αναγνώστη. Μ’ αυτόν εκφράζει το βίωμα και την παραδοξότητα της ύπαρξης που βρίσκεται σε μόνιμο μηχανισμό κατανόησης των πάντων. Στην αρχή της Εξουθένωσης διαλέγει το απόφθεγμα του Βιττγκενστάιν για να μας υποδεχθεί στο έργο του, «γιατί να φοβάται κανείς μια αντίφαση περισσότερο από μια ταυτολογία;». Γιατί είναι τα δύο άκρα της γλωσσικής δομής του Βιττγκενστάιν που οριοθετούν το ταξίδι του νοήματος. Πέραν αυτών ο χώρος της σιωπής. Φτάνει στην τελευταία περίοδο του βιβλίου με την αντίφαση «αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν μιλάει κανείς». Είναι το όριο του Βιττγκενστάιν, το τέλος του νοήματος. Μετά, «η σιωπή δαγκώνει και κόβει τη γλώσσα της- και τότε όλα γίνονται, ξεσπάνε, χύνονται κόκκινο σκοτάδι». Με αυτή την τελευταία φράση του βιβλίου ο Φάις ατενίζει το όριο της σιωπής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: