10.5.23

Περσεφόνη Τζίμα: Κούλα Αδάλογλου, «Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος»


Το άλγος του νόστου 
 Η καινούρια ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου αποτελεί και πάλι ένα δυνατό άγγιγμα της ψυχής και μία δόνηση του μυαλού του αναγνώστη, που εκπορεύεται από τον συναισθηματικό πλούτο του ψυχισμού της ποιήτριας. Διακρίνεται μία έντονη νοσταλγία για την απουσία αγαπημένων προσώπων, ζώντων που βρίσκονται μόνιμα μακριά και είναι δύσβατος ο δρόμος του νόστου στην πατρίδα και στην οικογενειακή αγκαλιά αλλά και νοσταλγία για την απουσία αγαπημένων προσώπων, απελθόντων οριστικά. Οι κοινωνικές και παγκόσμιες συνθήκες που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια από καινοφανή αίτια πανδημίας, εγκλεισμού και κρίσης κάθε είδους δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο επιστροφής στην πατρίδα ή συνάντησης με τους αγαπημένους της ξενιτιάς. Η ποιήτρια επανέρχεται στην προσφιλή της ιστορία του Οδυσσέα ως σύμβολο που μετά από εικοσάχρονη απουσία επιστρέφει στην Ιθάκη και στην απουσία του Τηλέμαχου που έφυγε για να ψάξει τον πατέρα του αλλά ο δρόμος και ο τρόπος επανένωσης γίνεται «απόκρημνος». Στην πρώτη από τις δύο ενότητες της ποιητ. συλλογής με τίτλο «Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης», στο ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΌΤΗΤΑ, ο Οδυσσέας, μετά την επιστροφή στην Ιθάκη του, μετέφερε εφιάλτες στον ύπνο του, μα η Πηνελόπη του έδειχνε την αγάπη της, τον μεταμόρφωνε σε τρυφερό σύντροφο. Ωστόσο και η ίδια έχει εφιάλτες, υπάρχουν σκιές ανάμεσά τους, αμφιβολίες, σχεδόν αποξένωση. Οι εμπειρίες του ενός είναι άγνωστες και ξένες για τον άλλον. Η λειτουργία του συμβόλου στο παρόν είναι ότι πράγματι επέρχεται κάποια αποξένωση σε συντρόφους ή αγαπημένα πρόσωπα που απομακρύνονται τοπικά για πολλά χρόνια. Σε κάθε ξενιτεμό υπάρχουν τα ξενιτεμένα αγαπημένα πρόσωπα κι εκείνοι, γονείς, αδέλφια, που μένουν στην πατρίδα και περιμένουν την επιστροφή τους ή τις σποραδικές συναντήσεις τους και για να απαλύνουν το άλγος του νόστου, ανακαλούν στη μνήμη τους κοινά βιώματα απ’ το παρελθόν. Αλλά οι αναπόφευκτες αναδρομές στο παρελθόν προσεκτικά πρέπει να γίνονται, αφού δεν έχουν ισχύ στο διαφορετικό παρόν, ειδάλλως δημιουργούνται ψευδαισθήσεις για τα μακρινά αγαπημένα πρόσωπα. Στο ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ (σελ. 17) βλέπουμε τις αναδρομές του ποιητικού υποκειμένου –μάνας– σε ξένοιαστα καλοκαίρια και σε χαρούμενες εικόνες από την παιδική ηλικία του ξενιτεμένου γιου της. Κάποτε εκείνος αποκόπηκε απ’ τον ομφάλιο λώρο, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στη βόρεια Ευρώπη, κάτι που ξεθώριασε τη χαρά της μικρής ηλικίας – « γινόμουν ακροθαλασσιά, δροσερό αεράκι, μαγικό τοπίο… ψαράκια που σας γαργαλούσαν τις πατούσες… ό,τι θέλατε γινόμουν, για να χαίρεστε»… «φορούσες γαλάζιο μακό, κύμα το κύμα, αφρό τον αφρό, έφτασες/ ως τις Εβρίδες./Δεν το αποδέχτηκα. / Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς, / αφού ανελέητα πετώ πάνω μου τη θάλασσα». Ωστόσο, απ’ το ποιητικό υποκείμενο κάποτε γίνεται απομυθοποίηση ενδεχόμενης επιστροφής στην πατρίδα. Στην ξενιτιά, απ’ τη στιγμή που οι ξενιτεμένοι πιάνουν ρίζες, δεν είναι εύκολος ο γυρισμός στην «Ιθάκη». Ίσως να πραγματοποιηθεί ο νόστος, όταν περάσουν τα χρόνια, «όταν θα ζαρώσει το μέτωπό του στον ήλιο / όταν η σκουριά θα τρέχει απ’ τους σωλήνες στα μπαλκόνια / κι ο έρωτας θα χει πετρώσει στα παγκάκια της πλατείας (σελ. 22) . Αμφιθυμία λοιπόν ανάμεσα στη χαρά της προσδοκίας του νόστου και στον πόνο της απουσίας, ανάμεσα στη χαρά του ταξιδιού για τη συνάντηση και στα κενά ή τις σκιές που διαπιστώνονται από την απόσταση. Στη δεύτερη ενότητα της συλλογής, «Παλινδρομήσεις τρόπον τινά» (σελ. 23) το ποιητικό υποκείμενο παλινδρομεί ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, ανάμεσα στη βάση της, στην πατρίδα της και στον ξένο τόπο των αγαπημένων του και αισθάνεται ότι δεν ανήκει ούτε εδώ ούτε εκεί, νιώθει ανύπαρκτη. «Εδώ και λίγο καιρό έγινα γυάλινη / και ταυτόχρονα διάφανη και οπωσδήποτε αόρατη /…έχω χαθεί ανάμεσα σε μια Ιθάκη / και στη μεγάλη νήσο της Εσπερίας» Και «Εύρισκε πάντα τις παρέες σχηματισμένες / δεν ήταν ποτέ εκεί στη σωστή στιγμή / ίσως να ενοχλούσε η συχνή απουσία της / την ξεχνούσαν /… τη θυμούνταν μόνο / στα έκτακτα καιρικά φαινόμενα» (σελ. 30-31). Στο ΕΚΒΑΛΛΩ (σελ.33) διαβάζουμε «Μυρίζω το νάζι το νεύρο την άρνησή σου / Γεύομαι τις ζωγραφιές το παιχνίδι με τις γάτες. /Έτσι εμφανίζεται πάλι το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα / μου δανείζει λίγη πτήση / και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα. Μια ακόμη παλινδρόμηση λοιπόν ανάμεσα στη χαρά της φτερωτής νιότης και στην ισοπεδωτική πεζότητα. Φρούδες είναι οι ελπίδες για τον νόστο, πράγμα που γεννά μια επισφαλή ( ΤΣΙΓΚΙΝΗ) ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ (σελ. 35) στην πραγματικότητα, που την αντέχει πρόσκαιρα με παρέες ψάχνοντας για μια διέξοδο. «Κι εγώ από καφέ σε καφέ πλανιέμαι / μήπως και βρω τη λύση». ΑΣΤΕΓΗ η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ στον ξένο τόπο, όπου ο συγγενής επισκέπτεται τους αγαπημένους του που ζουν εκεί. – «Να σεργιανάω σε παγκάκια της οδού με τα πάρκα / τα βράδια τρυπώνω σε παραμύθια της καλοσύνης / όμως δεν βλέπω να με στεγάζουν τα πενιχρά μου κέρματα. / Πιάνω γνωριμία με τους απόκληρους της Φάλκον / απόκληρη κι εγώ μιας προσαρμοστικότητας. / Θα ταξιδεύω πάντα με έκτακτο δελτίο θυέλλης, / ούτε μπρος ούτε πίσω.» Τα ποιήματα στις σελ. 37-39 μοιάζει να αναφέρονται στη μικρή Νεφέλη και σε κάθε παιδί, όπου διακρίνουμε την τρυφερότητα, τη σοφία και την έγνοια της γιαγιάς να μάθει το εγγόνι της και τις δυσάρεστες αλήθειες για τούτο τον κόσμο και τη ζωή. «Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια / γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες. / Πρέπει να μάθεις λέξεις της ομίχλης και της βροχής. / και «Σε ποια ουτοπία σε οδηγούν / όσα σου λέω στρογγυλεμένα παραμύθια…» Στο ποίημα ΒΛΑΣΤΟΙ έξοχη η εικόνα και προσωποποίηση της πορσελάνινης τσαγιέρας με τη ραγισματιά που φαίνεται και με άλλες αόρατες, όμως «ό,τι δεν φαίνεται, έχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρχει». Ίσως να γίνουν λουλούδια οι βολβοί που φύτεψε μέσα σ’ αυτήν το μικρό κορίτσι. – αισιοδοξία. Στα τελευταία ποιήματα της ενότητας (σελ. 41-44) υπάρχουν φανερές και υπαινικτικές αναφορές στην πανδημία και τον εγκλεισμό που ακολούθησε, μια ατμόσφαιρα φόβου, ερημιάς, πίκρας, μια οσμή σήψης. «Ίσως ν’ αντέξω αυτή / την πετρωμένη Άνοιξη» και «Κάθε μέρα κρυβόμασταν και πιο βαθιά. Σ’ ένα λαγούμι μαζεύαμε τα απαραίτητα. / Δεν γνωρίζαμε τι μέρα τι εποχή, / αν το κακό ήταν ολόγιομο ή στη χάση του… Μια πασχαλίτσα μας έδειχνε τον δρόμο, / μύριζε αντισηψία και ερήμωση / αλλά έξω ήταν ολάνθιστη η φύση». Η Κούλα Αδαλόγλου συνδυάζει το έντονο συναίσθημα που μπορεί να καίει αλλά δεν το εκφράζει κραυγαλέα, με τον ρεαλισμό που απορρέει από τη συναίσθηση της δύσβατης πραγματικότητας. Ο κάθε δημιουργός άλλωστε είναι δεμένος με έναν ομφάλιο λώρο με την εποχή του, όπως έγραψε κι ο Σεφέρης. Καταφέρνει να μετουσιώνει το βάρος της ψυχής σε ποίηση χωρίς καθόλου να εκπίπτει σε μελό. Αντίθετα, εκπέμπει συχνά αισιοδοξία και ομορφιά με έξοχες εικόνες και μεταφορές, με μεγάλη ποικιλία όμορφων, καίριων και ουσιαστικών λέξεων και φράσεων. Κάνει χρήση καθημερινών (ή σύγχρονων) και ταυτόχρονα σπάνιων (ή αρχαίων) λέξεων που τις πλέκει περίτεχνα σε μαγικές ποιητικές φόρμες, όπως «Εκείνη (η Πηνελόπη) Έβγαινε για καφέ με τις φίλες / Ή έπλεκε μπερεδάκια και τσάντες / Κεντούσε ράνερ για το μεγάλο τραπέζι… Σαν νύχτωνε… Καλούσε τους γλάρους στίχους να τη συνδράμουν». Κάπου διακρίνουμε και χιούμορ, όπως, «επιμένεις να φοράς ροζ μαλλί της γριάς στο κεφάλι / βλεφαρίδες λουστρίνι με στρας στις άκρες». Χαιρόμαστε αισθητικά και όταν βλέπουμε υπερρεαλιστικούς στίχους – «το ποίημα, ζεστό και κόκκινο, / στάζει στα χέρια μου). Η ποιήτρια ανατρέχει στις αρχαίες πηγές – μύθους (της Οδύσσειας) ή στη νεότερη παράδοση – Δημοτικά τραγούδια (Του νεκρού αδελφού), που την εμπνέουν. Με όλα τα αισθητικά μέσα που χρησιμοποιεί εκφράζει βαθύ στοχασμό και αντίστοιχα συναισθήματα καθώς και μία αρκετά εμφανή υπαρξιακή αγωνία. Γεγονός είναι ότι, ως αναγνώστρια, με όλα τα ποιήματα της συλλογής ένιωθα μία αναμφισβήτητη ψυχική και διανοητική ανάταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: