Εκεί στην παρέα μας αν έρθεις θα ακούσεις τα πάντα. Σχόλια για την πολιτική, για το ποδόσφαιρο, για την υγεία, για την παιδεία, κανένα κουτσομπολίστικο και γενικά για την επικαιρότητα. Μέσα σε όλα, όμως, θα ακούσεις κάποιες φορές να λέει κάποιος και για τη ζωή του. Ο κάθε πικραμένος, πονεμένος, καταπιεσμένος, όλο και κάτι έχει να πει για τον εαυτό του. Θέλετε για αυτοσαρκασμό, θέλετε για να κάνει τους άλλους να γελάσουν, θέλετε ακόμα επειδή ο δόλιος ζητάει να το βγάλει σαν παράπονο, γιατί κάποτε την έπαθε και ακόμα το «φυσάει και δεν κρυώνει». Πού να ξέρεις; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Και μια και έτσι έχουν τα πράγματα, άντε σήμερα πρωί πρωί, χωρίς ακόμα μια γουλιά καφέ στο στόμα, ούτε τρεις μέρες από το Πάσχα, στρυμωγμένοι σε μια γωνιά στην καφετερία, να μην ανοίξουμε τα αυτιά μας για να ακούσουμε με προσοχή μια καινούργια εμπειρία. Με τον λόγο αυτή τη φορά στην αφήγηση να τον παίρνει το εξαίρετο μέλος της παρέας μας, ο σοφός ο Γιαννακάκης. Ο αφιλότιμος έπιασε τον μονόλογο και δε σταματούσε ούτε με σφαίρες.
«Μεγάλη Πέμπτη», άρχισε να λέει, «κι εγώ πήρα το αμάξι μου να πάω να ψωνίσω κατσίκι. Λες και δεν είχε κρεοπωλεία στην πόλη μας, εγώ πήγα να το πάρω στην άλλη την πόλη που είναι εδώ πιο κάτω από εμάς. Ευκαιρία είπα να ξεσκάσει και το όχημα, που μαράζωσε τόσες μέρες στην πυλωτή κάτω από την οικοδομή. Αλλά καλό και για εμένα. Τόσον καιρό έχω να οδηγήσω και όπως πάω θα ξεχάσω πώς παίρνει μπροστά και πώς ξεκινάει. Να μη σας πω και αυτόν τον κώδικα που λέμε της κυκλοφορίας. Και αν γίνει κάτι τέτοιο, ποιος μου λέει πως δε θα έρθω αύριο μούρη με μούρη στον δρόμο με κανέναν άλλον οδηγό και φιληθούμε χωρίς να το θέλουμε. Τέτοια φιλιά, όπως ξέρετε, έχουν τραγικές συνέπειες. Τέλος πάντων…
Έφτασα που λέτε στην πόλη και σιγά να μην έβρισκα μέρος να παρκάρω. Όλοι οι δρόμοι, τα δρομάκια, τα στενά και τα σοκάκια ήταν πήχτρα από αυτοκίνητα. Και παρκαρίσματα; Όπου βόλευε τον κάθε σοφεράντζα. Ήθελε ψώνια μπακαλικής; Μπροστά στο σούπερ μάρκετ. Ήθελε να πάρει ρούχα; Στην πόρτα του μαγαζιού, με τους ταλαίπωρους τους πελάτες να μπαίνουν και να βγαίνουν πηδώντας πάνω από τα αυτοκίνητα. Και κρέας που ήθελα να πάρω εγώ; Σε τριπλή σειρά τα αυτοκίνητα έξω από το χασάπικο. Σωστό κομφούζιο τέτοια μέρα σε αυτήν την πόλη κι εγώ αγανακτισμένος που δεν έβρισκα να αφήσω το αμάξι, είπα να γυρίσω πίσω για την πόλη μας. Ώσπου σε μια διασταύρωση, κανά δυο-τρία χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο, ο Θεός με λυπήθηκε και σαν από θαύμα είδα κάποιον να ξεπαρκάρει. Χωρίς να χάσω τότε χρόνο έτρεξα και στη θέση που άφησε έβαλα το δικό μου. Τώρα, αν η πινακίδα από πάνω μου φώναζε ότι εδώ η στάθμευση απαγορεύεται, εγώ από μέσα μου της απαντούσα, «τι να κάνουμε κυρία μου, Έλληνες είμαστε και καλό θα είναι να σεβαστείς το ταπεραμέντο μας!» Αρκετά ικανοποιημένος που βρήκα χώρο για στάθμευση, συνέχισε ο καλός μας φίλος, πήρα τον δρόμο με τα πόδια για την αγορά. Για να φτάσω μέχρι εκεί που ήθελα, δε λέω, τράβηξα μεγάλο ζόρι. Βλέπεις πολλοί καινούργιοι δρόμοι και πολλά νέα μαγαζιά. Από παλιά αυτήν την πόλη εγώ την ήξερα αλλιώς. Τώρα άλλαξε. Έγινε σωστή Θεσσαλονίκη. Και, όπως καταλάβατε, μια και δεν την επισκέπτομαι συχνά κόντεψα να χαθώ μέσα στις πολυκατοικίες της. Επειδή, όμως, «ρωτώντας πηγαίνεις στην Πόλη», ψάξε ψάξε επιτέλους βρήκα το μαγαζί.
Μπήκα μέσα και το αφεντικό που με γνώριζε με έβαλε να κάτσω σε μια καρέκλα. Όπως και να το κάνουμε είχα ανάγκη από ξεκούραση. Με κέρασε μάλιστα και τσίπουρο γράπα παραγωγής του. Τράβηξα δυο ποτηράκια και μετά μου είπαν να διαλέξω κατσίκι. Κοίταξα στη βιτρίνα και διάλεξα ένα από τα σφαγμένα τους. Οι άνθρωποι μου το ζύγισαν και το έβαλαν στη σακούλα.
Προτού ακόμα την πληρωμή μου ευχήθηκαν καλό Πάσχα. Τους ευχήθηκα κι εγώ καλή Ανάσταση και βγήκα από το μαγαζί. Στα χέρια μου κρατούσα το κρέας, που αλήθεια σας λέω μου ήταν αρκετά βαρύ. Αλλά τι να κάνω, έπρεπε να κάνω υπομονή.
Δεν έκανα λίγα βήματα από το κατάστημα και πίσω μου άκουσα κάποιον να μου κορνάρει. Περίεργος γύρισα και είδα τον φίλο μου τον Τρύφωνα να μου φωνάζει να ανέβω στο αμάξι του. Χωρίς και πολύ σκέψη, μια και εκείνη την ώρα ο τύπος ήταν σαν από «μηχανής Θεός» στην κούραση μου, άνοιξα την πόρτα και πέταξα πίσω τη σακούλα. Στρογγυλοκάθισα κι εγώ μπροστά και με κομμένη την ανάσα του λέω, φύγαμε. «Για το σπίτι», μου λέει. «Ναι, για το σπίτι», του λέω και εξαφανιστήκαμε, αφήνοντας πίσω μας τον πολύ κόσμο της αγοράς.
Στον δρόμο, όπως ήταν φυσικό, πιάσαμε την κουβέντα. Ξεκινήσαμε με την υγεία, είπαμε για τα παιδιά και φτάσαμε στις συντάξεις. Επειδή το θέμα τσούζει όλους της ηλικίας μας, εδώ κάναμε εκτενείς αναφορές στις περικοπές και εκφράσαμε τα παράπονα για την κυβέρνηση. Στα μέσα του δρόμου μπήκαμε και στο κλίμα των ημερών. Το φιλαράκι ήταν πολύ καλό στα θεολογικά θέματα. Πέραν από του ό,τι με άφησε άναυδο με τις γνώσεις του, μου έκανε και κήρυγμα. Μου είπε για την αγάπη που πρέπει να έχουμε οι άνθρωποι στη ζωή μας και ιδιαίτερα αυτές τις μεγάλες μέρες του Πάσχα που είναι αντιπροσωπευτικές αυτής της μεγάλης χριστιανικής αρετής. Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον!
Έλεγε που λέτε ο άνθρωπος, συμπλήρωνα εγώ, ώσπου φτάσαμε και στην πόλη. Ήταν τόσο πολύ καλός που με έφερε μάλιστα και μέχρι το σπίτι μας. Μας ξεφόρτωσε, εμένα και το κρέας κι έφυγε κι αυτός για το δικό του. Τι να πω! Όλα καλά για σήμερα Μεγάλη Πέμπτη και… το μυαλό στα κάγκελα. Αν εξαιρέσουμε κάποιες λεπτομέρειες, καλύτερα δε γινόταν.
Ήρθε κι η Μεγάλη Παρασκευή, το Μεγάλο Σάββατο, πέρασε και το Πάσχα με την Ανάσταση και την επόμενη μέρα η γυναίκα μου χρειάστηκε να βγει για ψώνια. Κατέβηκε κάτω να πάρει το αμάξι αλλά γρήγορα την είδα να ξανανεβαίνει. Όταν τη ρώτησα γιατί, μου είπε ότι δε βρίσκει το αυτοκίνητο. Πήραμε κι οι δυο μας μεγάλο φόβο. Κοίτα να δεις. Πέσαμε κι εμείς θύματα κλοπής του ωραίου μας οχήματος. Και τώρα τι κάνουμε; Τι άλλο από το να πάμε να κάνουμε μήνυση στην Αστυνομία. Χωρίς χασομέρι τρέξαμε και σε λίγα λεπτά ο Αξιωματικός Υπηρεσίας έγραφε τη μήνυση. Στο πρόσωπό του βρήκαμε και παρηγοριά. Μας υποσχέθηκε ότι θα γίνουν τα πάντα για να βρεθεί το αγαπημένο μας αυτοκίνητο. Τώρα, κάπως πιο ησυχασμένοι, γυρίσαμε στο σπίτι για να κλάψουμε μόνοι μας περισσότερο!»
«Αλλά ρε παιδιά, εξακολούθησε το ατέλειωτο στην πάρλα καρντάσι, εμένα κάτι δε μου καθότανε καλά. Κάτι, μέσα, εσωτερικά, μου έλεγε πως δεν είναι έτσι τα πράγματα. «Γιαννακάκη», μου έλεγε το μέσα μου. Λες ψέματα και δεν ντρέπεσαι. Εξομολογήθηκες και προχτές!» Γιατί, όμως; Ιδού το ερώτημα».
Και ξαφνικά ο καλός μας σταμάτησε για να πιει μια σταγόνα νερό. Τόση ώρα μιλούσε. Φαίνεται ξεράθηκε το στόμα του. Αλλά κι εμείς, όσο διάστημα τον ακούγαμε, μετά από τη μήνυση που είπε ότι έκανε, χαμογελούσαμε κρυφά κάτω από τα μουστάκια μας και με τρόπο έσπρωχνε ο ένας τον άλλον συνθηματικά για την γκάφα του εξαίρετου κατά τα άλλα και πάντα σώφρονα συνομιλητή μας. Είχε υπερβολή η ιστορία του, όπως και να το κάνουμε. Όμως ήταν σίγουρο, πως έτσι έγιναν τα πράγματα. Τόσα χρόνια τον ξέρουμε.
-Και δε μου λες ρε Γιαννακάκη, τον ρώτησε όλο πονηριά ο Πέτρος από την παρέα. Τι έγινε τελικά με το αυτοκίνητο; Το βρήκε η Αστυνομία;
-Όχι ρε, απάντησε κι αυτός με ανακατεμένες την πονηριά και την αφέλεια. Θυμήθηκα πού το ξέχασα τη μέρα που πήρα το κατσίκι και πήγα και το πήρα…
Το τι γέλιο ακολούθησε, ήταν άλλο πράμα. Μέχρι κι ο Θόδωρος, το γκαρσόν, γελούσε από μακριά, μια κι από την αρχή του μονόλογου έστησε κι αυτός αυτί στην παρέα μας. Μετά, έπεσε μια περίεργη σιωπή. Ευκαιρία για να μας πει μια ανάλογη ιστοριούλα και το άλλο το φιλαράκι της παρέας μας, ο Βασίλης. Δεν τον αφήσαμε όμως. Η περιπέτεια του Γιαννακάκη ήταν αρκετή για σήμερα.
Αυτά κυρίες και κύριοι λέμε καμιά φορά στην όμορφη παρέα μας. Όπως καταλάβατε, μαζί με τα άλλα που είπαμε ότι λέμε στην αρχή της διήγησης, τα παθήματα, τα μαθήματα, οι εκπλήξεις, οι χαρές κι οι συγκινήσεις, έχουν κι αυτά τον πρώτο λόγο.
Κι «όποιος πει κακό για μας να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς!»
1-5-2023 ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου