Το απέριττο και η γοητεία της απλότητας στην τέχνη
Πολυθεματικη, επομένως κατάφορτη με ποίηση, κυκλοφόρησε η καινούργια ποιητικη συλλογη του Πάμπου Κουζάλη, που την τιτλοφόρησε μονολεκτικα «Τώρα», και η οποία εκδόθηκε τον Φεβρουάριο
αυτου του χρόνου (2024) απο τις εκδόσεις Σμίλη. Θέλω να επισημάνω πως ο δημιουργος-της, στα 30 ποιήματα που αποτελουν την εν λόγω συλλογη, καταπιάνεται με μία σειρα απο θέματα όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η διάσωση της λαϊκης αρχιτεκτονικης, η καταστροφη του περιβάλλοντος, η διαβρωτικη επέλαση του χρόνου, η μαγεία της θάλασσας, η έμπνευση, η λειτουργία και η επενέργεια των λέξεων κ.α.Προκαλει πάντως εντύπωση,αλλα και πολλαερωτηματικα, ο λιτος τίτλος που έδωσε στην κομψησυλλογη-του, που αποτελείται απο μία μόνο λέξη, φτιαγμένη απο τέσσερα μόνο γράμματα του αλφαβήτου! Μία λέξη απλη, σκόπιμα επιλεγμένη πιστεύω για να μας θυμίζει το απέριττο και τη γοητεία της απλότητας που πρέπει να διακρίνει γενικα την τέχνη σήμερα αλλα, συνάμα, να θυμίζει και τη βαρυσήμαντη φράση του Γιώργου Σεφέρη (Μέρες Α’) πως «τις αρετες του τεχνίτη τις θρέφει η απογύμνωση περισσότερο απο τον πλουτισμο».
Η απλότητα στον τίτλο όμως, φαίνεται πως είναι πάγια επιδίωξη του Π. Κουζάλη, εφόσον και οι τρεις προηγούμενες συλλογες-του είναι τιτλοφορημένες με μία ή, το πολυ, δύο λέξεις όπως ΄΄Ραπτος λόγος΄΄ (2003), ΄΄Ενα΄΄ (2011), ΄΄Σχεδον΄΄ (2015).
Τα ερωτηματικα, βέβαια, προκύπτουν απο τον τίτλο και συγκεκριμένα απο το τι υπονοει ο ποιητης με αυτο τον φαινομενικα απλο τίτλο που έδωσε στη συλλογη-του που, κατ’ εμένα, διόλου δεν είναι απλος, άχρωμος και απαλλαγμένος απο ποιητικη ενέργεια. Ο ποιητης όμως, και αφου πρώτα άφησε τον αναγνώστη-του να κολυμπα αβοήθητος για αρκετοχρονικο διάστημα σε μία θάλασσα απο απορίες, έδωσε προς το τέλος του βιβλίου-του, έστω με πλάγιο τρόπο, μία ερμηνεία για τον τίτλο που επέλεξε. Για την ακρίβεια, η ερμηνεία αυτη υπάρχει στο τελευταίο, ομότιτλο ποίημα όπου, ανάμεσα σε άλλους, διαβάζουμε και αυτους τους δύο καταληκτικους στίχους:
Ούτε αύριο ούτε χτες
Πάρε τώρα αυτο που θες.
Με άλλα λόγια, ο ποιητης μας προτρέπει, ή μας συμβουλεύει φιλικα, για ό,τι σκεφτόμαστε να πράξουμε, ας μην αργοπορούμε και ας μην το αναβάλλουμε. Πρέπει να του κάνουμε τώρα, πάραυτα, και όχι νατ ο αφήσουμε για αργότερα.
Θεωρω το ποίημα αυτο, τουλάχιστον απο αισθητικης και τεχνικης απόψεως, απο τα καλύτερα της συλλογης, γι’ αυτο και το παραθέτω ολόκληρο:
Γεφύρια οι μέρες γίνονται
αντίκρυ να περνούμε
Σαν τα διαβούμε πέφτουνε
και πίσω δεν γυρνούμε
Νερο και χώμα αρμάζουμε (παντρεύουμε)
και πλάθουμε τη μέρα
Μα φέρνει η νύχτα μια βροχη
κι όλα σκορπάνε πέρα
Ούτε αύριο ούτε χθες
Πάρε τώρα αυτο που θες.
σ. 44
Η λέξη «τώρα» όμως, βρίσκω πως έχει νοηματικες προεκτάσεις γι’ αυτο και επιδέχεται πολλες ερμηνείες. Ας ριψοκινδυνεύσω μερικες ακόμη ερμηνείες: Τώρα η αρχη ή τώρα το τέλος, τώρα η δράση ή τώρα η απόσυρση, τώρα η ζωη ή τώρα ο θάνατος!
Όπως ανάφερα ήδη, η καινούργια συλλογη του Π. Κουζάλη ξεχωρίζει για τη θεματικη ποικιλία-της, την οποία αντλει τόσο απο τη σύγχρονη πραγματικότητα, όσο και απο άλλες, παλαιότερες εποχες. Ιδιαίτερη προσοχη όμως προκαλουν τα αρχαιόθεμα ποιήματά-του τα οποία, κατάλληλα επεξεργασμένα, τα προσαρμόζει στη σύγχρονη πραγματικότητα,δηλαδη πέραν απο αυτη που ξέραμε απο τον αρχαίο μύθο, όπως, λόγου χάρη, στα ποιήματα «Ιφιγένεια», «Τειρεσία», «Ηνίοχος» κλπ.
Ακόμη, ο Π. Κουγιάλης, επιλέγει και αντλει στοιχεία απο την ελληνικη λαϊκηκαι θρησκευτικη παράδοση, αλλα δανείζεται και ύφος απο το Δημοτικο Τραγούδι, με τα οποία διανθίζει τη δικη-του δημιουργία. Δίνω κάποια ενδεικτικα αποσπάσματα:
Λάμπω και στράφτω και βροντω
και συννεφω και βρέχω
σ. 21
***
Εφάνην-του πως άκουσε φωνη φαρμακωμένη
κάτω στην γην την άφωτην τη στενοκοπημένη
σ. 32
Οι στίχοι-του, που άλλοτε τους συναντας με την παραβολικη και άλλοτε με την ευθεία ή ρεαλιστικη εκφορα-τους, είναι έντονα φορτισμένοι (και φορτωμένοι) απο τις μνήμες και τη νοσταλγία-του για τους παλιους καλους καιρους στην Κύπρο, για την κατεχόμενη τώρα γη-του, για τη νεανικη ζωη-του, για τους χαμένους φίλους-του κ.α.
Σε κάποιους απο τους νεόκοπους στίχους-του, ο αναγνώστης μπορει να ψηλαφίσει και ίχνη απο τη λεπτη, την υπόγεια ειρωνεία-του,αλλα και την κριτικη διάθεσή-του απέναντι σε κάποιες ανεπιθύμητες καταστάσεις που βιώνει στην κατακερματισμένη καθημερινότητά-του, όπως αυτα τα συναισθήματά-του τα εισπράττουμε μέσ’ απο το ποίημα που τιτλοφορείται «Παγκάρι», για να αρκεστω σ’ ένα μόνο δείγμα.
Θα έλεγα, επίσης, πως στους στίχους-του περνάει με μαεστρία και τα ήθη και έθιμα του λαου-του, τους θρύλους και τις δοξασίες-του, τις καθημερινες ασχολίες-του, κυρίως τις γεωργικες, όπως το όργωμα, τις δεισιδαιμονίες-του αλλαυμνει και τις ομορφιες και τις χαρες του κυπριακου τοπίου. Γράφει στο ποίημα «Λιχνιστήρι»:
Έχω μάθει να μη ριζώνω
Ανεβαίνω κατακόρυφα βουνα με τ’ αγρινα
Κατηφορίζω ανάμεσα στ’ αμπέλια
Πιάνω κουβέντα με τ’ αρμυρίκια
Περπατω στα κύματα
κρατώντας ένα λιχνιστήρι
μέχρι τα μάτια-μου να ξεχάσουν τη στερια
και μια νεράιδα να νομίσει
πως κουβαλάω κουπι
σ. 13
Χαμηλόφωνα, εννοω χωρις στόμφο, έξαρση και φανατισμο, όμως με τρόπο απόλυτα έντεχνο, αφήνει να περάσει στους στίχους-του και η κυπριακη τραγωδία, με τις χιλιάδες τους νεκρους, τους αγνοούμενους και τους πρόσφυγες που προκάλεσε η εισβολη των Τούρκων στο νησι το δίσεχτο καλοκαίρι του 1974. Όπως είναι επόμενο, οι στίχοι αυτοι είναι εμποτισμένοι και με τον ασίγαστο πόνο, την πίκρα και τη θλίψη του κάθε Ελληνοκύπριου πολίτη.
Τα χρόνια στρώσανε τ΄ αλώνια σιδερόπετρες
Έντρομοι φύγαμε, αλαφιασμένοι, μήτε μιαν αλλαξια
ρούχα. Βάλε τώρα με τον νου-σου τι πρόκαμε να σώσει.
σ. 12
Γενικα, ο Π. Κουζάλης, αποτυπώνει στην ποίησή-του, που μοιάζει με φυσικη και αβίαστη κουβέντα, στιγμιότυπα απο την καθημερινηζωη των απλων ανθρώπων.
Χωρις περιστροφες, θα έλεγα, πως στην ποίησή-του δεν περιγράφει απλως, αλλα ζωγραφίζει. Έτσι, φύση, τοπία, άνθρωποι είναι ολοζώντανες ζωγραφιες! Και σίγουρα, όλα αυτα είναι η στέρεη βάση ή, πιο σωστα, ο ευρύχωρος σταθμος του ψυχικου και πνευματικου ανεφοδιασμου-του, όχι μόνο τώρα, αλλα για κάθε νέο ξεκίνημά-του.
Αξίζει να σημειώσω πως όλα τα ποιήματα της καινούργιας συλλογης-του είναι δοσμένα στην πανελλήνια δημοτικη γλώσσα, γεγονος που εύκολα μπορει να το αντιληφθει και ο απλος αναγνώστης. Όμως,συνειδητα, όπως πιστεύω, ο ποιητης επιδιώκει να μπολιάσει τη δημοτικη γλώσσα των ποιημάτων-του και με λέξεις απο το γλωσσικο ιδίωμα (ντοπολαλια) της Κύπρου. Σχεδον, σε κάθε ποίημά-του υπάρχουν και απο ένα δυο τέτοιες λέξεις όπως π.χ. αργάκια (ρυάκια), αροθυμουν (φοβούνται), ασπρογιάζω (ασπριζω τον τοίχο με ασβέστη), πέρκαλλος (όμορφος, καλος, άξιος), βουρητος (τρεχάτος), λαμπρον (φωτια), νιοστάρμαστη (νιόπαντρη) κ.α.
Έκδηλη είναι και η διάθεσή-του να παίξει με τις λέξεις-του αλλα και το νόημα που εκφέρουν αυτες οι λέξεις. Στην ουσία, όμως, είναι το χρώμα, το βάρος, την αντοχη, την εμβέλεια,γενικα την ενέργεια αυτων των επιλεγμένων λέξεων που επιδιώκει να ζυγίσει για να είναι σε θέση, όποτε τις χρειασθει να τις εντάξει αρμονικα, εκει και όπου ταιριάζουν, στη δικη-του ποίηση. Είναι, λοιπον, με αυτο το σκεπτικο που χαρακτηρίζει τις λέξεις αγκάθια, άκτιστες, λοξες, περίκλειστες, διάφανες, αθόρυβες κλπ. (δες το ποίημα «Λέξεις», σ. 34).
Στο πλατυ κοινο, βέβαια, είναι γνωστη και η επιτυχης, συστηματικη, ενασχόληση του Π. Κουζάλη με τον στίχο που γράφεται για μελοποίηση. Εννοω τον στίχο που επιλέγεται απο τους συνθέτες για να τον επενδύσουν με την κατάλληλη μουσικη. Και στον τομέα αυτο, όπως είναι γνωστο, ο ποιητης έδωσε εξαιρετικα δείγματα της δουλειας-του, κάποια απο τα οποία συναντάμε και στην καινούργια συλλογη-του, όπως αυτα που τιτλοφορούνται «Ο έρωτας ο γητευτης¨ σ. 20, «Χρυσάφιν πυρωμένο» σ. 32, που έχουν μελοποιηθει απο τον σπουδαίο και χαρισματικο μουσικοσυνθέτη Κώστα Κακογιάνη αλλα και το δημοτικοφανες «Τριανταφυλλια δαμασκηνη, σ. 42.
Ως εκ τούτου, πρέπει να λογαριάσουμε πως η ρίμα, η μουσικότητα και ο ρυθμος, είναι ανάμεσα στα βασικα και απαραίτητα σύνεργα της δουλειας-του, της τεχνικης-του, με τα οποία δημιουργει, όχι μόνο τους στίχους που προορίζονται για μελοποίηση αλλαγ ια όλη γενικα της ποίησή-του.
Ολοκληρώνοντας, να τονίσω πως οι επιταγες της έμπνευσης του ΠάμπουΚουζάλη είναι, σίγουρα, έγκυρες και πλούσιες. Γι’ αυτο και ότι καταθέτει στην κοινη τράπεζα του πνεύματος έχει μεγάλη αξία, αποδοχη και ζήτηση. Τις πνευματικες αυτες καταθέσεις όμως,μπορει να τις απολαμβάνει και να τις χαίρεται όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Και αυτο είναι, κατα την άποψή-μου, πέραν απο δημόσιο κέρδος, και ευτυχία!
*Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθει κανόνες του μονοτονικου που εφάρμοζε ο Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου