20.11.24

"Ίσως φύγεις στο εξωτερικό". Του Νικόλα Κουτσοδόντη


Γράφει η Ειρήνη Παραδεισανού

Ίσως φύγεις στο εξωτερικό: Ο τίτλος του τρίτου βιβλίου ποίησης του Νικόλα Κουτσοδόντη. Ήδη από τον τίτλο είναι εμφανής η πρόθεση της ποίησής του να ξεφύγει από την αυτοαναφορικότητα και να απευθυνθεί στον άλλον. Αλλά και στους τίτλους των ενοτήτων του βιβλίου, διακρίνεται η απεύθυνση προς τον άλλον:

Το ταξίδι που θα σε πάω -  Άρπαξε τη μέρα – Πλήρης ουρλιαχτών – Με κερδίζεις –

Οι πρώτοι τίτλοι παραπέμπουν στον άλλον ως τον ερωτικό σύντροφο αλλά και στον εαυτό ως το σκηνικό του δράματος. Ένα ταξίδι στο σώμα και στην ψυχή του έρωτα ξεκινά με την πρώτη ενότητα έως ότου ο εαυτός παραδίδεται ολοκληρωτικά ( Με κερδίζεις). Έπειτα όμως έρχεται η πτώση: κτίριο σε μετασεισμική περίοδο -  Βαλκανικό κρύο – Σχεδόν δυο χρόνια.

Δεν είναι τυχαίο το εναρκτήριο μότο της συλλογής, γραμμένο από μια γυναίκα συγγραφέα, την Όλγκα Τοκάρτσουκ. « Η τρυφερότητα είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής. (…) Είναι ένας τρόπος να κοιτάζουμε που δείχνει ότι ο κόσμος είναι ζωντανός». Αυτήν την τρυφερότητα του ερωτικού σώματος υπερασπίζεται ο ποιητής από την αρχή μέχρι το τέλος.

Η πρώτη λέξη της συλλογής είναι το «θέλω». Μια λεξούλα πολύ συχνά σκαλωμένη στα χείλη των παιδιών και των ερωτευμένων. Ίσως αυτά είναι τα μόνα ανθρώπινα πλάσματα που αγγίζουν την αιωνιότητα του παρόντος χρόνου. Κι ο ποιητής ως «παῖς παίζων»[1]- κατά την Ηρακλείτεια ρήση - προτάσσει στην αρχή της συλλογής του την επιθυμία ως το αιώνιο λάκτισμα του έρωτα. Η επιθυμία ξεκινά απ’ τη γλώσσα της ποίησης: «Θέλω ν’ ακούσεις τα τραγούδια μου». Το ερωτικό στοιχείο συμπλέκεται με την ποίηση με τρόπο άμεσο μα και ανάλαφρο. Το μότο του πρώτου ποιήματος απ’ τον Μπένγιαμιν: «Το να ζεις σ’ ένα γυάλινο σπίτι, είναι σίγουρα μια επαναστατική αρετή». Η απογύμνωση του εαυτού απαραίτητη προϋπόθεση του ερωτικού παιγνιδιού. Εξαρχής η διακήρυξη της παρρησίας του ποιητικού λόγου:

«Αυτοί
που έχουν πάρει τον όρκο εκείνο
να μην κλείνουνε ποτέ την πόρτα.
Έτσι λοιπόν
εντελώς αδιάκριτα και γυμνά τραγούδια
ζώντας στα γεμάτα την εποχή τους
δίχως να φοβούνται να πουν τα λόγια τους ρητά
ούτε όταν βλέπουν καθαρά
την ορεινότητα του μέλλοντος.»

Η τοποθεσία των ποιημάτων του γήινη: Μόσχα, Θεσσαλονίκη, Αίγινα, Άνδρος, Κύπρος, Πάτρα, Βαλκάνια, Παρίσι, Αθήνα. Η φύση στο αστικό τοπίο που επιλέγει ως το σκηνικό των ποιημάτων του λειτουργεί ως σύμβολο του αβέβαιου μέλλοντος, του ζοφερού τοπίου της παγκόσμιας πολιτικής αλλά και του εσωτερικού τοπίου του ερωτευμένου άντρα.

Μα κοίτα: πέφτει το κρύο στο φαγωμένο ξύλο
κι από κάποιες πόρτες προβάλλουν
νευρώδεις οι τσουκνίδες
Θα καταλάβει λίγο λίγο το χωράφι αυτήν
τη γειτονιά. Σίγουρα πράγματα. [2]

Οι « νευρώδεις τσουκνίδες» που καταλαμβάνουν το φαγωμένο ξύλο της πόρτας στα ερειπωμένα σπίτια του λιμανιού της Αίγινας μας προϊδεάζουν για την ξηρασία του μέλλοντος. Μονάχα ο έρωτας μπορεί νασημάνει την αέναη αναγέννηση:

και όλα είναι πράσινα κι αναγεννιώνται
κάτω απ’ τα μάτια σου [3]

Ο έρωτας βιώνεται ολοένα μέσα από τη φύση του αστικού τοπίου της Άνδρου:

Να ξέρεις πως ολόκληρο το απόγευμα
η μόνη εξέλιξη θα είναι η λάμψη των ματιών σου
μέσα στις συκαμιές και στα αντίρρηνα
τα φυτρωμένα στα πετρόκτιστα στενά. [4]

Οι τίτλοι των ποιημάτων του παραπέμπουν σ’ αυτήν τη σύμπλευση του εξωτερικού με το εσωτερικό τοπίο: Δίχως να το ξέρει – Βόλτα στον Θερμαϊκό, Ένα τριήμερο στην Αίγινα, Ταξίδι στην Άνδρο, Στην Παραλία, Νύχτα στην πλατεία Γαρδένιας, Μοναχική κουκέτα τρένου στο Ζάγκρεμπ.

Το εξωτερικό τοπίο αντανακλά το εσωτερικό τοπίο των δύο ερωτευμένων αντρών. Στον πολύ δυνατό στίχο « φτερουγίζει το λευκό γύρω στην πλατεία», που επαναλαμβάνεται τρεις φορές, το «απελπισμένο λευκό» του εξωτερικού τοπίου συμβολίζει την απόγνωση του νεαρού άντρα που βλέπει τον έρωτα να φθίνει.[5]

Η εικονοποιία της συλλογής απλή, καθημερινή, στο ποίημα ωστόσο αποκτά ένα καθαρά ερωτικό πρόσημο. Παραθέτω την ωραία δίσημη εικόνα στο ποίημα Στην παραλία.

Με την λευκή κοιλιά του ανάποδα
ένας ροφός που χτυπούσε
με πείσμα τις ανάσες του στο δάπεδο
χτυπούσε ολόσωμα χαστούκια
στα όρθια πόδια μπρος και στο καλάμι
ενός άντρα. 
[6]

Η «μοναξιά της σκόνης στα κλειστά περίπτερα», «η αρχιτεκτονική των αραχνών/ επάνω στα μικρά πευκάκια»: μια σπονδή στην αξία του ελάχιστου. Οι εικόνες του Ν. Κουτσοδόντη τρυφερές και οικείες. Από την καθημερινότητα του αστικού τοπίου αντλεί την έμπνευση για ποιήματα ερωτικά, όπου ο εραστής καλείται να περιηγηθεί μαζί του σε τοπία στα οποία ο χωροχρόνος είναι ένα.

Να σε πάω μπορώ στη Μόσχα του ‘26
και να έχω τα μάτια μου στο μάλλινο σακάκι
που φορά ο Μπένγιαμιν στο λάουντζ όταν διαβάζει
κάτω απ’ του Λένιν την κορνίζα
και την ταπετσαρία
με τη χάρτινη φασαρία των χελιδονιών. [7]

 Εικόνες που αναδύονται αιφνίδια και σε γραπώνουν με το ξάφνιασμα της γνήσιας ποίησης:

«κι έφυγα με την πλάτη μου μήλο
καλά δαγκωμένο απ’ τα δόντια του» [8]

«οι πάσσαλοι που έχουν μπήξει/ στα εσωτερικά χωράφια μας» [9]

«ενόσω φεύγουνε μπροστά τα σύννεφα/σαν σκύλοι απ’ το λουρί τους»

Εικόνες ερωτικές με τη δραστικότητα του ανοίκειου:

«όπου κοιμάσαι/εξουθενωμένοςσαν βυζαντινή εικόνα/απ’ τα θυμιάματα σε μια πλωτή εκκλησία».
«και οι πνοές σου σμάρια μικρών πουλιών/ σε τσιμεντένια γούρνα»
«τις γροθιές σου να κάνω μια γλαστρούλα/ηρεμίας πλάι στο στόμα/ ανακατεμένης με υπνόσκονη/που σε κάνει έτσι αστείο.» [10]

Δεν είναι τυχαία η επιλογή ανυπεράσπιστων μικρών πλασμάτων της φύσης στις τόσο εναργείς ερωτικές εικόνες: μικρά πουλιά, τζιτζίκια, ψάρια- κλόουν, μυρμήγκια επιστρατεύονται από τον ποιητή για να δηλώσει το μόνο δυνατό σμίξιμο των εραστών: αυτό του τρυφερού πάθους. Στο έξοχο ερωτικό ποίημα Κλουβί για ένα λουλούδι η οικειότητα της ερωτικής πράξης προτάσσεται ως ο μόνος τρόπος να γνωρίσεις τον άλλον, σε μια εποχή ανελέητης εσωτερικής γύμνιας και ξηρασίας:

Μα εμείς λίγο λίγο γνωριζόμαστε
εκεί που δεν υπάρχουνε ποτάμια
κι έχουν υποτομηθεί όλα τα δέντρα
λίγο λίγο γνωριζόμαστε
με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον
όσο ωθούμαστε ο ένας μες στον άλλον
βαθιά ως να πονέσει. [11]

Και μόνο αυτό το ποίημα αν διαβάσει ο αναγνώστης, θα διαπιστώσει πόσο εύκολα δύναται ο λυρισμός να μιλήσει πολιτικά, αρκεί να υπάρχει πηγαίο ταλέντο.

Λοιπόν, σε αγκαλιάζω
όχι όπως χαλάς στα χέρια σου ένα σταφύλι
σε αγκαλιάζω με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον
δίχως να το σφίγγω δίχως να το λιώνω
το σταφύλι
μα σου χαρίζω
το πλαστικό τετράγωνο γλαστράκι με τη ζέρμπερα
είναι εντάξει κλουβί για ένα λουλούδι. [12]

Η τρυφερότητα της ερωτικής αγκαλιάς ως το αντίδοτο στην επίγνωση του μάταιου. Ο εναρκτήριος στίχος των δύο πρώτων στροφών «Με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον» υπονοεί πως το μέλλον τους τους το στέρησαν εξωτερικές συνθήκες πολιτικοκοινωνικές. Οι εραστές ωστόσο χρίουν το σμίξιμό τους ως το μόνο υπαρκτό παρόν και μέλλον, στο ζοφερό τοπίο που τους απειλεί.

Σε κάποιους στίχους δρα άμεσα η απροσδόκητη σύζευξη επιθέτου- ουσιαστικού: «τα καλογυαλισμένα πάρκα», «σκύλοι ακτινοβόλοι», «φαρδιά κοσμιά φιλόδοξα», «να βαρά τις κατσαρόλες με τα ζεστά πλοκάμια του», «η φωτιά του αγχωμένου σπιτιού», «η κοιλιά του πεινασμένου κτιρίου», «σιδερένιες τούρτες που ξεπυρώνουνε», «το παρακαλεστικό πηγούνι», «στο νερένιο σκοτάδι». Σε άλλους η ονοματική φράση που εικονοποιεί: «η ορεινότητα του μέλλοντος», «τα σκοινιά του στόματός μου».

Η πολιτική είναι παρούσα σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Άλλοτε απερίφραστα άλλοτε υπόγεια, το ερωτικό συμπλέκεται με το πολιτικό και νοηματοδοτείται απ’ αυτό. Στο ποίημα Νύσταξες πασάκα μου, με την ωραία ανατροπή του τίτλου στο τέλος του ποιήματος, η τρυφερότητα συμπλέει με το πάθος, ο λυρισμός με την ειρωνεία, χαρίζοντας μας μια ποίηση στιβαρή όπου το τρυφερό εναλλάσσεται με το σκληρό, όπως το κύμα καθρεπτίζεται στην άμμο.

Θα σ’ έπαιρνα απ’ το χέρι εκεί που κάποτε
υπήρχε δάσος δρυών
και οι παλιές γυναίκες
σαν γυρνούσαν απ’ τα σπιτικά στη Σμύρνη απέναντι
όπου ξενόπλεναν για πρέσβεις γιάνκηδες
και Ανδριώτες της διασποράς καλοβαλμένους
σπέρναν παιδιά πέντε κι εφτά κι οχτώ
και κινούσανε στις αιμασσιές κρυφά
να κουβαλήσουν βάρητα για να πέσει
το ένατο. Το κατά λάθος. [13]

Να ένα έξοχο δείγμα γραφής όπου η μουσικότητα συμπλέει με τη σκληρή εικόνα της γυναικείας ζωής στην Άνδρο. Στη συνέχεια του ποιήματος Ταξίδι στην Άνδρο, μέσα από την ερωτική ιστορία δύο αντρών στην Άνδρο του Μεσοπολέμου, καταγγέλλονται οι πολιτικές και κοινωνικές ασφυκτικές συνθήκες που στερούν τη ζωή και το μέλλον απ’ τους αδύναμους. Το ύφος του ποιήματος όμως δεν είναι εριστικό αλλά σχεδόν τρυφερό. Σαν να μιλά μια γυναίκα της εποχής εκείνης για τη μοίρα κάθε θηλυκότητας σ’ έναν κόσμο που πλάστηκε από άντρες. Αλλά και στο ποίημα Μου αρέσει η θηλυκή σου πλευρά, ο Κουτσοδόντης τολμά να μιλήσει για τη θηλυκή πλευρά των ανθρώπων σε ένα ποίημα που κλείνει ανατρεπτικά:

όμως
άλλο είμα: γιος μηχανικού από την Άνδρο
κι όταν μου τρέχουν αίματα στο στόμα ο γιατρός
με ρωτάει αν γαμάω συχνά
και για να σκληρύνω ν’ αντρέψω να ενισχυθώ
με βρίζει που μουγκρίζω για παυσίπονα. [14]

Δεν είναι το μόνο ποίημα αυτό που μέσω της ψυχαναλυτικής δράσης της ποίησης το ποιητικό υποκείμενο καθαίρεται. Άρπαξε τη μέρα: ένας τίτλος που υπονομεύεται τελικά από τιο ίδιο το ποίημα. Με υποδόρια ειρωνεία, ο γιος απευθύνεται στον πατέρα ήδη από τον εναρκτήριο στίχο: «Έτσι έπρεπε πατέρα». Ένα έξοχο ποίημα από το οποίο παραθέτω το συνταρακτικό κλείσιμο:

Κι εσύ πατέρα(…)
σκέφτεσαι πως σαν άλλος Τόμι Βίλχελμ
με τα συνταγογραφημένα μου γυαλιά αλλά χωρίς
μιαν όψη ξανθού ιπποπόταμου
τζογάρω τα τελευταία επτακόσια μου δολάρια
στο χρηματιστήριο ψέλνοντας
από μέσα μου: εδώ και τώρα εδώ και τώρα
ανόητος αγαθός κι απλός μαλάκας
όντας απόλυτα
κι απλά δοσμένος

στην ανεπρόκοπη τέχνη [15]

Η ψυχαναλυτική λειτουργία της ποίησης είναι εμφανής και στο ποίημα Με κερδίζεις.

και εισχωρείς στη μνήμη μου μ’ ένα χαμόγελο
ζεστή κομπρέσα
φοράς τα παιδικά μου ρούχα με χαϊδεύεις με κρύβεις
δεν με βρίσκουνε τ΄αγόρια
που θέλουν να με πετάξουνε στ’ αγκάθια
αλλά τις τρως εσύ για χάρη μου ώστε
μπήγω τα κλάματα [16]

Στο ποίημα Πράσινος ελαφρύς καπνός (το σπίτι), το σπίτι υψώνεται ως σύμβολο της πατρίδας του σώματος που δεν έχει καμία σχέση με τα γήινα σύνορα. Πατρίδα του σώματος του έρωτα, πατρίδα του σώματος της τρυφερότητας, πατρίδα του σώματος του χρόνου που πάγωσε μέσα στο ερωτικό παιγνίδι και βρήκε τον τρόπο να αντιταχθεί νικηφόρα στον ζόφο της εποχής.

Το δικό μας σπίτι/μέσα στη δίνη της ανθρώπινης σύγκρουσης
(…)
Φωλιάσαμε μαζί στην απαλότητα που είχε ονομαστεί:
ώσπου να βρουν τον έρωτα όλα τα τζιτζίκια
κι ώσπου να γεννηθούν όλα τα ψάρια κλόουν που ζουν
 στις ανεμώνες
θα έχουμε αυτό το σπίτι [17]

Ακολουθεί η ενότητα με τον εύγλωττο τίτλο Βαλκανικό κρύο, όπου αισθητοποιείται ο δρόμος προς την παραδοχή του τέλους μέσα από ποιήματα στα οποία συνδέεται με μαεστρία το ερωτικό με το πολιτικό. Π.χ Οι παπαγάλοι του ποιητή Κότσμπεκ. Η συλλογή κλείνει ( ή ίσως και όχι!) με το σπαρακτικό Υστερόγραφο. Ένα πολύστιχο ποίημα που συνομιλεί με την προηγούμενη συλλογή. Εδώ το σπίτι το οποίο εγκαταλείπεται είναι το σώμα και η ψυχή του έρωτα. Η συλλογή κλείνει όπως ξεκίνησε: με την επίκληση στην ποιητική γλώσσα. Αυτήν τη φορά ωστόσο ο εραστής καλεί τον τραγουδιστή του έρωτα να σιωπήσει.

Μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα, όπου το ζεστό σώμα της ποίησης του Νικόλα θα ξεχυθεί ορμητικό, ζωντανό και καθαρό να μιλήσει σε ολούς εμάς που έχουμε τα μάτια της ψυχής μας ανοιχτά στον λαγαρό λόγο του.

 


 

[1] «Αἰών παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων· παιδός ἡ βασιληίη», Ηράκλειτος

[2] σ. 18 | [3] σ. 19 | [4] σ. 21 | [5] σ. 41 | [6] σ. 40 | [7] σ.11 | [8] σ. 14 | [9] σ. 15 | [10] σ. 20 | [11] σ. 15 |  [12] σ. 16 | [13] σ. 21 | [14] σ. .39 | [15] σ. 28 | [16] σ. 45 | [17] σ. 50


https://www.vakxikon.gr/isos-fygeis-sto-exoteriko-tou-nikola-koutsodonti/

Δεν υπάρχουν σχόλια: