Σε κάποιο φεστιβάλ βιβλίου που γινόταν στο πάρκο της Ευελπίδων, στον πάγκο των εκδόσεων Ποταμός χαιρέτησα την εκδότρια, την Αναστασία Λαμπρία, και βλέποντας τις καινούργιες εκδόσεις της πήρα τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα», επειδή με τράβηξε ο πρωτότυπος τίτλος.
Αυτά έγιναν πρόπερσι, το βιβλίο όμως το άφησα στην Αθήνα όταν έφυγα για έξω κι έτσι μόλις πριν από λίγες μέρες το ξανάπιασα. Μου άρεσε, επειδή έχει χιούμορ και επειδή είναι πολεογραφικό, μια και τα διηγήματα είναι τοποθετημένα στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρα του συγγραφέα.
Γεννημένος το 1970, ο Γιώργος Γκόζης έχει σπουδάσει θεολόγος και έχει μεταπτυχιακό στην αγιολογία. Έχει εκδώσει κάμποσα βιβλία ακόμα, πεζογραφία, αλλά έχει δώσει και μεταφράσεις. Έχει και ιστότοπο.
Σήμερα θα βάλω δυο διηγήματα από το βιβλίο αυτό. Καταρχάς, το ομότιτλο διήγημα, διότι αυτό με τράβηξε αρχικά και διότι ο τίτλος τελικά είναι ένα ραμόνι ή μάλλον εκούσια παράφραση, από τον στίχο του τραγουδιού των Clash: Shareef don’t like it Rockin’ the Casbah, rock the Casbah.
Όμως επειδή το ομότιτλο είναι πολύ μικρό, μόλις μία σελίδα, θα βάλω επίσης το «Αλληλεγγύη στον τάρανδο», επειδή είναι πολεογραφικό. Τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να το σκανάρω, πρόσεξα ότι είχε πρωτοδημοσιευτεί τον Γενάρη του 2015 στον ιστότοπο diastixo.gr κι έτσι το πήρα από εκεί. Αναρωτιέμαι, δέκα χρόνια μετά, αν τα γκράφιτι στους τοίχους διατηρούνται.
Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα
Θέλεις να τα φτιάξουμε;» είναι σχεδόν έτοιμα να ρωτήσουν ντροπαλά τα αγόρια επάνω στην πίστα τα κορίτσια κι η καρδιά τους κοντεύει να σπάσει από αγωνία, διότι είναι και κάτι πρότυπα-στερεότυπα που χρειάζεται κάθε φορά να επιβεβαιώνουν πως ο άντρας είναι κυνηγός. Και τα κορίτσια όμως έχουν κι εκείνα την ίδια και περισσότερη αγωνία, τελικά πότε τα αγόρια θα τα ρωτήσουν αν θέλουν να τα φτιάξουν μαζί τους, διότι είναι και κάτι πρότυπα στερεότυπα που χρειάζεται κι εκείνα να ξεπεράσουν πως δεν είναι η γυναίκα εκείνη που πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα.
Αυτά συμβαίνουν όσο τα αγόρια, πριν ρωτήσουν, ακούνε Clash για να πάρουν θάρρος και όσο χορεύουν επάνω στην πίστα με τα κορίτσια και τραγουδάνε δυνατά μαζί τους «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα, πάρε μια βέσπα!», τη θρυλική μας παραποίηση του ρεφραίν του Rock The Casbah, έτσι κι αλλιώς πάνω στην κίνηση του χορού και της πίστας η μουσική είναι εκκωφαντική και σκεπάζει πρότυπα και στερεότυπα, κρύβει απορίες και ερωτηματικά, κρύβει κάθε σημείο στίξης.
Αλληλεγγύη στον τάρανδο
Η Σούλα και ο Μάκης είναι είκοσι χρόνων παιδιά, φοιτητές στην ίδια πόλη.
Η Σούλα σπουδάζει Φιλοσοφική. Δεν της αρέσει καθόλου, δεν χρωστάει όμως και κανένα μάθημα. Καταπώς δείχνουν τα πράγματα, θα πάρει το πτυχίο της εγκαίρως. Αν άκουγε την επιθυμία της μάνας της, θα ήταν υποχρεωμένη να δώσει απαραίτητα εξετάσεις ώστε να διοριστεί στο Δημόσιο και «να τακτοποιηθεί», όπως συνήθιζε να της επαναλαμβάνει. Έτσι ακριβώς, «να τακτοποιηθεί» με Κάπα και όχι «να ταχτοποιηθεί» με Χι. Ένα γράμμα κάνει μεγάλη διαφορά κι αλλάζει όλο το νόημα. Το Κάπα προσδίδει Κύρος, ενώ το Χι είναι χυδαίο και πρόστυχο και της μαμάς τής αρέσουν οι παστρικές κουβέντες και η ακρίβεια στα λόγια. Να τακτοποιηθεί, λοιπόν. Η Σούλα όμως δεν πολυψήνεται κι όπως έχει ανατραπεί το εργασιακό πλαίσιο των καθηγητικών επαγγελμάτων, σάμπως και δεν θα μπορέσει. Αυτή είναι μια αγαπημένη ατάκα της Σούλας που τη δανείζεται από την Κάλπικη λίρα, μια φράση με την οποία κατακεραύνωσε η Σπεράντζα Βρανά τον γιαλαντζή τυφλό Μίμη Φωτόπουλο.
Τι, δηλαδή, να φάει η Σούλα καμιά δεκαετία από τα νιάτα της ως νεόπτωχη, αλλά και ως πάροικος και παρεπίδημος ανά την επικράτεια διαρκώς μετατιθέμενη; Κι έπειτα, όλη της τη ζωή μέσα στην τάξη θα τη βγάλει; Όχι, αυτό δεν είναι το μέλλον που θέλει η Σούλα για τον εαυτό της. Θα κάνει αυτό που αγαπά πραγματικά. Κι αυτό είναι η δερματογραφία, με άλλα λόγια να βαράει tattoo. Αυτό φροντίζει να μαθαίνει στο περίσσευμα του χρόνου της για να ασκήσει ως επάγγελμα. Την ξετρελαίνει η μελάνη πάνω στο ανθρώπινο σώμα, το σύμπλεγμα εικόνων και λόγου στους ώμους, σε όλη την πλάτη, στον αυχένα, στους γλουτούς, στους αστραγάλους, λίγο πάνω από τον καρπό. Δεν θέλει να αφήσει σημείο ακάλυπτο επάνω της, ούτε επάνω στα κορμιά των μελλοντικών της πελατών που να μην έχει τατού, θέλει να έχει όλων των ειδών τα χρώματα δικά της, κι ανάμεσα σε όλα αυτά που ήδη είναι γραμμένα επάνω της, έχει χτυπημένο και το όνομα του Μάκη στα αγγλικά, ενώ τρυφερά όποτε θυμώνει μαζί του για τις εμμονές του, αναφωνεί «Αχ, Μάκη! Αχ, Μάκη!» – χωρίς να παρερμηνεύεται αυτό το τελευταίο ως αχμάκη, έτσι;
Ο Μάκης είναι πολιτικός μηχανικός. Όταν αποφοιτήσει, δεν θέλει να γίνει σκλαβάκι των εργολάβων οικοδομών. Σύμφωνα με τον Μάκη, οι εργολάβοι οικοδομών δεν έχουν και σπουδαίες διαφορές σε σχέση με τους εργολάβους κηδειών. Για να ακριβολογεί, είναι πολύ χειρότεροι. Και οι δυο θάβουν ανθρώπους. Οι μεν ζωντανούς, οι δε πεθαμένους. Οι μεν ομαδικά, οι δε ατομικά. Οι μεν ενταφιάζουν σε υπέργεια «Διαμερίσματα Λουξ Υπερπολυτελούς Κατασκευής» των εβδομήντα πέντε τετραγωνικών –τα δώδεκα τουλάχιστον από αυτά λαθραία–, οι δε αρκούνται στα υπόγεια διαμερίσματα των δύο μόνο μέτρων, χωρίς ημιυπαίθριους. Οι μεν δίνουν τη χαριστική βολή με περιβαλλοντικά εγκλήματα τύπου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, αλλά και έκδοσης τραπεζικών δανείων, οι δε με τις υπερκοστολογημένες κηδείες «δημοσία δαπάνη». Ως κατεξοχήν αγράμματοι, ισχυρίζεται ο Μάκης, οι εργολάβοι του τσιμέντου θέλουν τους μηχανικούς υποχείριά τους. Να τους υποχρεώνουν να σχεδιάζουν μαζικά, κουτιά ως περιστερώνες ανθρώπων, αυτά που το μικροαστικό νεοελληνικό όνειρο ζωής ονόμαζε μέχρι πριν από καμιά πενταετία «βαριά βιομηχανία της χώρας» με το χαμηλοτάβανο όνειρο ζωής «τζάκι-πάρκινγκ-αποθήκη». Ο Μάκης, λοιπόν, για τον εαυτό έχει επιλέξει να ασχοληθεί μετά τις σπουδές του με το καρτούν και τα graphic novels. Υπάρχει, όπως και να ‘χει, μια ομοιότητα του γραμμικού και του ελεύθερου σχεδίου του Πανεπιστημίου με το σκίτσο. Στο σκίτσο εν πολλοίς πάλι με κουτιά θα ασχολείται. Θαυμάζει τον Αλτάν για την υποδόρια ειρωνεία των χαρακτήρων του και τον Αρκά για το μαύρο του χιούμορ. Με τη Σούλα είναι μαζί και στη ζωή, ζευγάρι. Την αγαπάει και απολαμβάνει να του μιλάει έξω από τα δόντια, με αιχμηρό τρόπο, γι’ αυτό και την αποκαλεί χαϊδευτικά Σουβλίτσα.
Η Σούλα και ο Μάκης είναι είκοσι χρόνων παιδιά, φοιτητές στην ίδια πόλη, ανυπότακτοι, που πολύ τους αρέσει να είναι αδέσποτοι κι οι δυο, χωρίς Δεσπότη δηλαδή, χωρίς Αφέντη μέσα στη μεγάλη αυτή πολιτεία.
Μια από τις αγαπημένες τους συνήθειες είναι να την περιδιαβαίνουν πεζοί και να διαβάζουν τα γκράφιτι στους τοίχους. Έτσι παίρνουν ιδέες και για το μεράκι τους ο καθένας χωριστά. Μια καθιερωμένη στάση είναι πίσω από την αιωρούμενη Πλατεία, σε ένα στενάκι που το όνομά του δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν ποτέ. Πιτσιρικαρία πάντα βρίσκεται εκεί με τα πολύχρωμα σπρέι και τους πλουμιστούς μαρκαδόρους, να κατεβάζει ιδέες και σχήματα και χρώματα και λόγια και συνθήματα. Κάποιος από εκείνους τους πιτσιρικάδες τούς αποκάλυψε ότι η λέξη σπρέι στα ελληνικά ονομάζεται εκνέφωμα – μα καλά, δεν το ήξεραν αυτό, φοιτητές άνθρωποι; Το αναγράφουν όλες οι ιατρικές συνταγές προκειμένου για σκευάσματα ρινικής αποσυμφόρησης.
Η φίλη του πιτσιρικά εκείνου που βάφει δίπλα του με μαύρη μπογιά χρησιμοποιώντας μήτρα από χαρτόνι φαίνεται πιο συνειδητοποιημένη. Έχει αποτυπώσει στην πίσω μεριά μιας πολυκατοικίας μια παλιά, φορητή τηλεόραση με κλαδωτή κεραία που από κάτω γράφει:
ΕΓΧΡΩΜΗ ΤΙΒΙ, ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΖΩΗ.
«Τα τελευταία είκοσι και βάλε χρόνια γίνεται μια συστηματική και ταυτόχρονα συστημική προσπάθεια να πειστούμε πως ό,τι δεν δείχνει η τηλεόραση, απλώς δεν συμβαίνει. Ίσα ρε, παλιοχαμούρηδες!» τους πολυβολεί με λέξεις και συνεχίζει παραδίπλα στο ίδιο μοτίβο:
ΔΕΝ ΕΧΩ ΦΙΛΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΕΧΩ MSN.
Πολλά από τα γκράφιτι στην πόλη δεν είναι όμορφα, ούτε έξυπνα, τα περισσότερα από αυτά είναι βρομιές και ασυνάρτητες απλώς μουντζούρες. Ορισμένα όμως από αυτά είναι πραγματικά έργα τέχνης. Αυτά ψάχνουν ο Μάκης και η Σούλα, την κρυμμένη αλήθεια στους τοίχους, άντε το πολύ πολύ και την κρυμμένη αλήθεια στα ντουβάρια. Δεν τους αφορούν τα συνθήματα για το οπαδιλίκι των ομάδων ούτε και η καφρίλα της κομματοσαπίλας. Στις σχολές τους έχουν πολλούς τέτοιους ταμένους που πουλάνε εφημερίδες, κάνουν αφισοκολλήσεις και θέλουν να σε σώσουν με το ζόρι. Δεν τους αρέσει να γκρινιάζουν για τους κάθε λογής κλέφτες του παρόντος χρόνου για το δικό τους μέλλον, ένα όμως γκράφιτι το έχουν ξεχωρίσει, αν και λίγο κλισέ και εύκολο:
ΨΗΦΙΣΕ ΑΛΗ ΜΠΑΜΠΑ, ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ 40 ΚΛΕΦΤΕΣ.
Στην οδό Πειραιώς, στην πλάτη μιας καπναποθήκης κλειστής από χρόνια, παρατηρούν το διαχρονικό:
ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΙ
που έχει πλέον ξεφύγει από τα στενά όρια του αστικού κέντρου κι έχει γίνει πανελλήνιο.
Στην Άνω Κυψέλη, στέκονται εκστατικά μπροστά από το:
ΔΕΝ ΠΟΛΕΜΑΜΕ, ΣΦΥΡΑΜΕ ΚΛΕΦΤΙΚΑ.
«Τι να σημαίνει, άραγε, ότι σφυράνε κλέφτικα εκείνοι που το έγραψαν;» αναρωτιέται ο Μάκης. «Μήπως ότι αδιαφορούν για τους κάθε λογής εσωτερικούς και εξωτερικούς πολέμους; Ή μήπως το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή ετοιμάζονται για αντάρτικο πόλεων;»
«Αχ, Μάκη μου! Αχ, Μάκη μου!» τον προσγειώνει η Σούλα, «γιατί σώνει και καλά να υπάρχει μια ερμηνεία για καθετί που βλέπουμε γύρω μας; Ας είναι ελλειπτικό αυτό το γκράφιτι», ορθά αποφαίνεται. «Δηλαδή τι έχεις να πεις για εκείνο που είδαμε στο Φάληρο: ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΙέΛ ΚΑΝΕΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. ΕΣΥ; Για πες μου: τι ερμηνεία δίνεις εδώ;» και τον αποστομώνει.
Σε έναν μαρμάρινο τοίχο του Πολυτεχνείου, παρακολουθούν όλους τους διερχομένους να έχουν απλώσει το χαλάκι τους και να προσκυνούν:
ΔΟΞΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ, ΕΧΟΥΜΕ ΘΕΟ.
Εκείνο όμως που τους κάνει να χτυπήσουν tilt, είναι αυτό της περασμένης άνοιξης:
ΚΑΡΙΟΛΑ ΕΜΑΝΝΟΥΕΛΛΑ, μ’ έχεις κάνει τάρανδο.
Έτσι ακριβώς, μια παραφωνία, το «ΚΑΡΙΟΛΑ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΛΑ» με κεφαλαία, το «μ’ έχεις κάνει τάρανδο» με μικρά. Υπάρχει γραμμένο στον περιβάλλοντα χώρο του Εκθεσιακού Κέντρου. Το έχουν δει στο Ολυμπιακό Στάδιο και στο κτίριο της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων. Στους τοίχους της Σχολής Καλών Τεχνών, αλλά μέχρι και στα βαγόνια του τρένου και του Μετρό.
Ο Μάκης, την πρώτη φορά που το αντίκρισε, άρχισε έναν καταιγισμό ερωτήσεων: «Γιατί ένα τόσο προσωπικό μήνυμα να απευθύνεται σε όλους, μα όλους;» απόρησε. «Τι να του έκανε η Εμμανουέλλα του παλικαριού, ώστε εκείνος να νιώθει πως έχει κέρατα μεγαλύτερα κι από έναν τάρανδο;» αντιφώνησε. «Πόση ταύτιση μπορεί άραγε να αισθάνονται όσοι έχουν υποστεί το ίδιο από κάποια άλλη Εμμανουέλλα; Σουβλίτσα, έτσι λες να κάνω κι εγώ αν με απατήσεις;» αναρωτήθηκε πλήρης ανασφάλειας.
«Αχ, Μάκη! Αχ, Μάκη!» μάταια προσπάθησε να τον διακόψει εκείνη.
«Ποιον αφορά άραγε η ιστορία της Εμμανουέλλας κι εκείνον που τον έχει κάνει τάρανδο;» συνέχισε ο Μάκης ακάθεκτος. «Γιατί δίπλα στο ονοματεπώνυμο υπάρχει κι ένας αριθμός κινητού τηλεφώνου; Τόση διαπόμπευση πια;» ρωτούσε απνευστί.
«Μα γιατί τέτοια θυματοποίηση του κερατωμένου;» πρόλαβε να πει η Σούλα, αλλά ο Μάκης είχε ρέντα και δεν επέτρεπε σε κανέναν εκείνη την ώρα να διακόψει τη σκέψη του.
«Μήπως πρόκειται για αστείο που σύντομα θα πάρει έκταση, όπως τα ανέκδοτα με τον Τσακ Νόρις;» σκέφτηκε φωναχτά.
«Αχ, Μάκη! Αχ, Μάκη!» αποπειράθηκε να του μιλήσει η Σούλα.
«Μήπως τελικά το πρόσωπο είναι φανταστικό και μας δουλεύουν; Ρε μπας και μας κάνουν πλάκα;» εξακολούθησε να μονολογεί ο Μάκης.
Τότε η Σούλα κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να τον κάνει να ξεκολλήσει διαφορετικά. Έβγαλε, λοιπόν, από το κρεμασμένο στον ώμο της σακίδιο-σταγόνα ένα μαύρο μεταλλικό δοχείο, το ανακίνησε δυνατά ώστε να ακούγεται μέσα του η μπίλια που χτυπάει στα τοιχώματά του και να αναδεύει το χρώμα, πριν εκείνο βγει από τη βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης και πριν εξατμιστεί ως εκνέφωμα στον πιο κοντινό τους τοίχο, εκεί όπου η Σούλα έγραψε αγανακτισμένη εξαιτίας της ηττοπάθειας εκείνου που συνέλαβε το γκράφιτι, αλλά και της λογοδιάρροιας του Μάκη:
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΝ ΤΑΡΑΝΔΟ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου