Η ποιητική μεταφορά είναι επιφορτισμένη με ένα δύσκολο έργο: αφενός, να ωθήσει τη γλωσσική χρήση πέρα από τα όρια της καθημερινότητας, να δημιουργήσει δηλαδή, μέσω των λέξεων, νεόπλαστες γλωσσικές εικόνες. Αυτό είναι αρκετά δυσκολότερο από ό,τι αρχικά ακούγεται, γιατί η καθημερινή γλώσσα, η μη ποιητική ας το πούμε γλώσσα, περιέχει ήδη πλήθος μεταφορών. Απλώς είναι μεταφορές που έχουν παγιωθεί κι έτσι δεν προξενούν πια καμία εντύπωση, δεν δημιουργούν καμία παύση στην νοηματική τους επεξεργασία και συνεπώς κανένα θάμβος. Όταν, στην καθημερινότητα, λέμε σε κάποιον "δεν σε πιάνω" και εννοούμε "δεν σε καταλαβαίνω" ή "θα πεταχτώ μέχρι το περίπτερο" και εννοούμε "θα πάω στο περίπτερο αλλά θα επιστρέψω σύντομα", χρησιμοποιούμε μεταφορές. Αλλά αυτές οι μεταφορές είναι τόσο κανονικοποιημένες μορφές της γλώσσας που υπέχουν το στάτους ημικυριολεξιών και δεν γίνονται καν αντιληπτές ως μεταφορές.
Η ποιητική μεταφορά θα πρέπει λοιπόν να πηγαίνει αρκετά μακρύτερα όχι απλώς από την κυριολεξία αλλά και από την κοινότυπη μεταφορά. Αλλιώς δεν μπορεί να προκαλέσει την παύση εκείνη στην νοητική επεξεργασία που κάνει, άξαφνα, τη λέξη πραγματικά και πλήρως ορατή και ενεργοποιεί τον νου--πράγμα συνώνυμο, σε μεγάλο βαθμό, με αυτό που ονομάζουμε ποιητική λειτουργία της γλώσσας. Από την άλλη όμως πλευρά, η μεταφορικότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσω συνδέσεων που είναι απολύτως πρωτότυπες στον βαθμό που είναι και αυθαίρετες. Αυτές οι συνδέσεις σταματούν μεν την ανάγνωση και αφυπνίζουν τον νου, που προσπαθεί να τις επεξεργαστεί, αλλά δεν οδηγούν πουθενά, δηλαδή δεν εμπλουτίζουν το εικονογραφικό και νοητικό οπλοστάσιο με το οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Έτσι, μια φράση όπως "η κατσαρόλα των ματιών σου" είναι μια άστοχη μεταφορά γιατί όσο κι αν προσπαθήσουμε δεν μπορούμε να βρούμε κάποια οργανική, τουτέστιν μη αυθαίρετη και μη ιδιώνυμα προσωποπαγή (και συνεπώς ανεξιχνίαστη) σύνδεση ανάμεσα στις κατσαρόλες και τα μάτια.
Για να εξηγήσει τη λογική που (οφείλει να) υπάρχει στην ποιητική παραβίαση της λογικής της κυριολεξίας, ο κριτικός I.A. Richards ανέπτυξε πριν σχεδόν εκατό χρόνια (το 1929) την ιδέα ενός διαχωρισμού που ενυπάρχει σε κάθε μεταφορά μεταξύ αυτού που ονόμασε tenor της μεταφοράς (το βλέπουμε μεταφρασμένο ως "γενική έννοια") και vehicle της μεταφοράς ("μέσο έκφρασης" ή "όχημα" της μεταφοράς). Έτσι, για παράδειγμα, η φράση "το ανθρώπινο μελίσσι" είναι μια μεταφορά όπου η γενική έννοια είναι η ανθρώπινη πόλη, ο ανθρώπινος αστικός συνωστισμός, και το όχημα είναι η κυψέλη των μελισσών.
Η καλοδουλεμένη ποίηση βρίθει από τέτοιου είδους επιδέξιες παραμορφώσεις της κυριολεξίας. Παίρνω λοιπόν ως αφορμή τα παραπάνω για να πω δυο λόγια για δύο μόνο φράσεις από το ποίημα της Στέλλας Δούμου "Αχ, σαν περνούν με καλαθάκι" και για το γιατί ξεχωρίζω την ποιητική γραφή που βλέπουμε εδώ (ακριβέστερα, για έναν λόγο για τον οποίον την ξεχωρίζω, η ποίηση δεν είναι μόνο καλοδουλεμένη μεταφορά, ασφαλώς).
Η πρώτη φράση είναι:
"Στο βαθύ μπολ του ουρανού άστρα κουνέλια
Πηδούν και χάνονται"
Με μια πρώτη ματιά, η φράση ίσως να φαίνεται σουρεαλιστική με την κακή έννοια του αυθαίρετου, της αυθαίρετης σύνδεσης ετερογενών και ασύμβατων εικόνων. Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι.
Κατ' αρχήν το "μπολ του ουρανού", όσο απρόσμενο κι αν ηχεί, είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να μιλήσει κανείς για τον ουράνιο θόλο, όπως είναι γνωστός από την εποχή που ο ουρανός γινόταν αντιληπτός ως μια κυρτή επιφάνεια πάνω από τη γη και αναπαρίστατο ακριβώς ως θόλος στους ναούς. Το "μπολ του ουρανού" είναι μια "οικιακή", ταπεινή εκδοχή του "Υψηλού" "ουράνιος θόλος" και είναι απρόσμενο ακριβώς επειδή μετα/φέρει το Υψηλό αυτό στη σφαίρα της καθημερινότητας. Μια απόλυτα επιτυχημένη μεταφορά, λοιπόν.
Αλλά τι μπορούμε να πούμε για την ακόμη πιο αναπάντεχη φράση "άστρα κουνέλια", που αφαιρεί μάλιστα και τον σύνδεσμο "σαν" της παρομοίωσης, αν και τον υπονοεί; Με ποια έννοια είναι τα άστρα κουνέλια; Μα, αρχικά, στον βαθμό που πηδούν (μακριά μας) και χάνονται, όπως κάνουν οι λεγόμενοι διάττοντες αστέρες. Αλλά η σύνδεση δεν σταματά εκεί. Τα άστρα μοιράζονται ακόμη με τα κουνέλια την πρόσληψή τους ως λευκά. Και τέλος--και εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντα--τα άστρα συχνά φαίνονται να περιβάλλονται από μια θολή αύρα, που ομοιάζει με το απαλό χνούδι των κουνελιών. Η Δούμου λοιπόν δεν συλλαμβάνει απλώς την κινητική και χρωματική αναλογία ανάμεσα σε άστρα και κουνέλια, αλλά και την μεικτή, οπτικό-απτική τους αναλογία.
Περνάω στη δεύτερη και τελευταία φράση στο παράδειγμά μου:
"Ο χρόνος βραχνό ακορντεόν".
Και πάλι, η φράση είναι αναπάντεχη, και αρχικά δυσερμήνευτη. Τι κάνει τον χρόνο (τη γενική έννοια) να ομοιάζει αρκετά με το ακορντεόν (το μέσο έκφρασης ή όχημα) ώστε να "κουμπώσει" αποτελεσματικά η τολμηρότητα της σύζευξης;
Μια πρώτη προσέγγιση θα παρατηρούσε ότι ο φαινομενολογικός χρόνος, ο χρόνος όπως τον βιώνουν τα ανθρώπινα υποκείμενα και όχι όπως αναπαρίσταται αφηρημένα, έχει πτυχώσεις ή πτυχές όπως και το ακορντεόν. Δεν είναι κάτι απλώς δισδιάστατο και γραμμικό. Έχει περιοχές πύκνωσης (εξοχές) και περιοχές αραίωσης (εσοχές), όπως ακριβώς οι πτυχωμένες επιφάνειες που παράγουν ήχο στο ακορντεόν. Μια δεύτερη προσέγγιση θα παρατηρούσε ότι ο ήχος στο ακορντεόν παράγεται ακριβώς μέσα από πυκνώσεις και αραιώσεις μεταξύ των πτυχών, και ότι η μνήμη, δηλαδή η φαινομενολογική καταγραφή του χρόνου που πέρασε, είναι κι αυτή ένα τοπίο πυκνώσεων και αραιώσεων, πυκνού και έντονα ενθυμημένου και αραιού και αχνά ενθυμημένου χρόνου.
Όπως όμως και με τα "άστρα κουνέλια", η Δούμου δεν αρκείται στην αίσθηση της όρασης, στο οπτικό στοιχείο, για να συνδέσει το μεταφορικό μέσο ή όχημα με το γενικό νόημα. Στο πρώτο παράδειγμα, χρησιμοποίησε μια αναλογία του οπτικού (της αύρας γύρω από τα φωτεινά άστρα) και του απτικού (της μαλακής γούνας που περιβάλλει τα κουνέλια). Εδώ, το οπτικό θα συναντηθεί με το ακουστικό: το ακορντεόν του χρόνου είναι βραχνό.
Αλλά τι σημαίνει αυτό; Πώς ακούγεται ένα βραχνό ακορντεόν; Δεν ακούγεται, φυσικά, νοείται όμως. Ο νους μας μπορεί να συλλάβει πράγματα που υπερβαίνουν το αισθητό. Όχι γιατί έχει μαγικές δυνάμεις, αλλά γιατί μπορεί να συνδυάσει τόσο τις αισθήσεις εν γένει όσο και τη συγκεκριμένη αίσθηση που παράγουν συγγενή αντικείμενα. Το ακορντεόν μπορεί να μην μπορεί να προσληφθεί ως "βραχνό", μπορεί όμως ένα άλλο μουσικό όργανο, η τρομπέτα. Υπάρχουν συνθέσεις τζαζ, για παράδειγμα, όπου η τρομπέτα έχει έναν βραχνό ήχο. Με την αντιμετάθεση λοιπόν, ο νους μπορεί να συλλάβει πέρα από τις αισθήσεις κάτι σαν την ύπαρξη ενός "βραχνού ακορντεόν".
Αλλά τι σχέση έχει έστω κι έτσι αυτή η φράση με τον χρόνο; Με ποια έννοια είναι ο χρόνος "βραχνός"; Μα, ακριβώς με αυτή που ήδη εξηγήσαμε. Φαινομενολογικά, είπαμε, ο χρόνος δεν είναι κάτι γραμμικό, κάτι ευθύ. Η "βραχνάδα" είναι λοιπόν μια μεταφορά ακριβώς για τη μη γραμμικότητα, τη μη ομαλότητα του χρόνου, με άλλα λόγια, είναι μια ακουστική εκδοχή της μεταφοράς του χρόνου ως κάτι πτυχωτό, εναλλακτικά πυκνό και αραιό, που ήδη μας παρουσίασε η οπτική εικόνα του ακορντεόν: οπτικό και ακουστικό "δένουν" μαζί, στην ίδια σημασιολογική κατεύθυνση, και τα δυό τους ως μεταφορική ενότητα μας παρουσιάζουν δυο αλληλένδετες εικονογραφικές-φαινομενολογικές εκδοχές του χρόνου. Κι όλα αυτά, φυσικά, σε κλάσματα δευτερολέπτου, γιατί ο νους συλλαμβάνει ένα σοβαρό ποσοστό από όσα ανέλυσα διεξοδικά εδώ. Απλώς το κάνει πάρα πολύ γρήγορα, κι έτσι τα πιο πάνω περνούν υποσυνείδητα στον εγκέφαλο ως κάτι κατανοητό αλλά όχι συνειδητό, κάτι που εκπλήσσει και θέλγει ταυτόχρονα, χωρίς να κατανοούμε ακριβώς γιατί, αφού έχουμε ήδη περάσει στην επόμενη αράδα.
Υπ' αυτή την έννοια, το πιο πάνω σημείωμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια απόπειρα ανασύνθεσης νοητικών διαδικασιών σε κάθε αναγνώστη σε πολύ πιο αργή κίνηση από αυτή που λαμβάνει χώρα στον νου του καθώς διαβάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου