της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Τάσος Πορφύρης,
Σπαραγμένη μνήμη,
ύψιλον 2024
Ο αειθαλής Τάσος Πορφύρης με την δωδέκατη
ποιητική του συλλογή προσφεύγει, για ακόμα μια φορά, στην ορεινή του μνήμη,
εκεί ψηλά, στα οριακά Πωγωνοχώρια της πατρίδας του που έθρεψαν γόνιμα το έργο
του για πάνω από εξήντα χρόνια. Εδώ επανέρχεται με μια θαλερή συνέχεια στο
Πάπιγκο, τη Νεμέρτσκα, τους βουερούς χειμάρρους της Ηπείρου.
Πέτρινος και κλειστός, χειμαζόμενος από τον αψύ
καιρό και την ιστορική κακουχία ο ηπειρώτικος τόπος έχει γονιμοποιήσει μια πολύ
αξιόλογη ποίηση και πεζογραφία. Γκουρογιάννης, Γκανάς, Πορφύρης, Δημητρίου,
Κυπαρίσσης, Κατσαλίδας, Μηλιώνης είναι μερικές από τις πολλές περιπτώσεις.
Περισσότερο από άλλους ρημαγμένους τόπους της
Ελλάδας, η Ήπειρος αποτελεί τη μήτρα μιας βαθιάς ιθαγένειας, το ερειπωμένο
κέντρο μιας ταυτότητας που αναμετράται με την ξενότητα του νεοελληνικού
μεταπολεμικού βίου, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην υδροκέφαλη μεγαλούπολη, την
μετανάστευση και την καταστροφή του κοινοτισμού. Ο τόπος στην ποίηση του
Πορφύρη βιώνεται ως τραύμα αλλά και ως ίαση. Πικρή και γλυκιά η επιστροφή της
μνήμης στον τόπο, το χρόνο, τους ανθρώπους, αναμετρά τις απώλειες, αλλά την
ίδια στιγμή τις επουλώνει ανασυστήνοντας τη μαγική γεωγραφία του παρελθόντος.
Στην ποίηση του Πορφύρη συναντάς, με την απλή, την άνετη κουβέντα της
περιγραφής, έναν κόσμο που δεν είναι παλιός, αλλά μόνιμος: τη μνημειακή ομορφιά
της φύσης, τον καημό των εσαεί ξενιτεμένων και αυτών που τους περιμένουν, τα χαμένα
χνάρια των νεκρών του πολέμου, των θυμάτων της προόδου που προχωρά σε νέες
ερειπώσεις και προσπερνά την διαρκέστερη κάτω από τον ουρανό ανάγκη του
ανθρώπου για ομορφιά και αλήθευση μέσα στη σχέση με τον άλλον:
Τα δεκανίκια
Ανοίγεις την εξώπορτα όπως παλιά
Δρόμοι σου γνέφουν φιλικά δέντρα
Χαμηλώνουν τα κλωνιά τους καλώς
Ορίζοντάς σε σ’ έναν κόσμο που ακόμα
Αντέχει προσφέροντας βελανίδια
Αμύγδαλα καρύδια κορόμηλα κράνια
Ενώ στις κουτσομπόλες σε προσμένουν
Υπομονητικά στα δεκανίκια τους
Οι ταλαιπωρημένοι δεκαπεντασύλλαβοι
Απαρηγόρητοι
Αυτή η ιχνηλασία του τόπου είναι ταυτόχρονα και μια
δήλωση πίστης στην μουσική κληρονομιά του, που με τη στρωτή περπατησιά του
απέριττου, του παραδεδομένου. αιμοδοτεί την ποίησή του. Ο ταλαιπωρημένος
δεκαπεντασύλλαβος του προηγούμενου ποιήματος επανέρχεται ως «Ένας δροσερός
δεκαπεντασύλλαβος / δρασκελώντας βουνοκορφές πεδία/ Μαχών ώσπου […] να αράξει
στο γόνιμο Δέλτα / Από καταρράκτες και φεγγαρόφωτα / προερχόμενος!». Η ποίηση
του πορεύεται με «Την περπατησιά του δεκαπεντασύλλαβου και τον καημό / Ενός
πωγωνίσιου μοιργιολογιού που χαμηλώνει τα βουνά», με τη μνήμη του χορευτικού
ρυθμού «στα τρία». Με αυτά αντιτίθεται σε στίχους φορτωμένους «λιλιά και
μπιχλιμπίδια / Να βαΐζουν απ’ τη μεριά των τσιτάτων / Με διαδρομές ανάμεσα σε ετοιμόρροπους
/ -ισμούς». Τα παραπάνω δείχνουν ότι συνειδητά δεν επιδιώκεται η τεχνική
καινοτομία, αλλά η αυθορμησία της γλώσσας που δεν θέλει να καταργήσει την
εγγύτητά της από το πράγμα που δηλώνει, δε θέλει να το μετουσιώσει σε μια
δευτεροβάθμια εμπειρία αλλά να μείνει όσο το δυνατόν πιο πιστή στο πρωτογενές
υλικό, να το αποκαταστήσει. Στην ποίησή του η αρχή της συγκίνησης βρίσκεται
ακριβώς στην επιβεβαιωτική παρατήρηση του συγκεκριμένου, του απτού. Γι’ αυτό
και η προσήλωση στη λεπτομέρεια, στην πιστότητα της εικόνας, στη ντοπιολαλιά
κάποιες στιγμές.
Συχνά έχουμε το γκρο πλαν της πανοραμικής
επισκόπησης, που σταδιακά εστιάζει στο επιμέρους, με την όραση πάντα κυρίαρχη
να εποπτεύει ένα πλατύ πεδίο με πολλαπλές εγγραφές: η ανθρώπινη χειρονομία, η
αδρή έκταση της φύσης και των πλασμάτων της, τα «παράφορα» οστά στα κοιμητήρια,
η ιστορική περιπέτεια. Αυτή η μνήμη καταγράφει χωρίς να φοβάται τη φωτογραφική
απεικόνιση, επιδιώκοντας την αρραγή αφήγηση της διάρκειας, από την οποία δεν
λείπουν τα βουνά, η λάμπα του μαγειρειού, τα γυφτόκαρφα στο πάτωμα του σπιτιού,
το μποστάνι, τα ονόματα: Χριστόφορος, Κωνσταντίνος, Δημήτρης, Αλέξης.
Αυτό που εντέλει προκύπτει δεν είναι ένα νοσταλγικό
ιδιοπαθές υλικό, γιατί σε τούτη την προσκύνηση η ανάμνηση δεν καταλογογραφείται
αλλά θέλει να αναχθεί στην παραμόνιμη κοίτη της που είναι η θέαση της ομορφιάς
ως αγαθού. Ο τόπος μνημειώνεται ως αναλογία του μεγάλου, δηλ. της ψυχικής
πλήθυνσης που αισθάνεται ο άνθρωπος όταν αντικρίζει αυτό που είναι το οριακό, η
εσχατιά της καταγωγής του. Ο Πορφύρης αναζητά έναν τόπο που να αντέχει στην
«επιδείνωση των πρόσκαιρων καιρικών φαινομένων» και γι’ αυτό η Ήπειρος των
παιδικών χρόνων δεν είναι απλώς ο τόπος της βιωμένης εμπειρίας αλλά η
εμβληματική χωροταξία της ανθρώπινης ψυχής με όλη την περιουσία της στη δίκαιη
αναλογία: οι μνήμη του πολέμου και της κατοχής, τα γονικά και οι φίλοι, η υψηλή
ευγένεια μιας χιλιόχρονης τάξης πραγμάτων, η εθιμική τελετουργία της
κοινότητας, το κάψιμο στο στήθος του ξενιτεμένου, η επική τραχύτητα μιας φύσης
στενά συγγενικής με το ουράνιο.
Κληρονομιά του τόπου μας βέβαια, ένα μεγάλο μέρος
της καλής μας ποίησης να έχει γραφτεί από ποιητές που ανατέμνουν αυτό το τραύμα
της αποκοπής από τον ομφάλιο λώρο του μικρού τόπου, ριγμένοι στην ασύμμετρη
κλίμακα του άστεως που βιάζεται να ξεχάσει την επαρχιώτικη καταγωγή της,
καταντώντας εντέλει μια ακόμα επαρχία, χωρίς αιθρία όμως. Γι’ αυτό και στην
ποίησή τους στεγάζουν τη ροή μιας κοίτης που βιάστηκε να μπαζωθεί στα μπετόν
του εκσυγχρονισμού. Αυτό το σκεπασμένο ποτάμι ζητά να ανασάνει στην ποίησή του
κι ο Πορφύρης, ανοίγοντας όλα τα μάτια στην θέα ενός κόσμου που αν ξεχαστεί θα
αφήσει το παρόν του μετέωρο.
Ο παρελθών χρόνος είναι ταυτόχρονα μια αναλογία του
παρόντος χρόνου, γιατί, όπως γράφει, «ο τόπος θα πρασινίσει πάλι / Δρυάδες με
φωλιές πουλιών σίγουρες παγίδες θα προκαλούν / Το χρόνο καθώς τροχίζει τα νύχια
του κι ονειρεύεται / Καινούριες ανελέητες καταστροφές και πάλι αδερφοσύνες». Η
εστίαση σε ό,τι πέρασε συμπορεύεται με την έγνοια για τις νέες επαναλήψεις τη
ανθρώπινης αποτυχίας, όπως δείχνουν τα ποιήματα «Επαναλήψεις», «Διάθεση»,
«Τώρα».
Η αφήγηση άνετη, πλατιά, άλλοτε επικεντρωμένη στο
στιγμιότυπο, εξομολογητική, απενοχοποιημένη στις εμμονές της, δηλώνει:
Δε θέλω αλλού να πάω δεν μπορώ
Εδώ θα ζήσουμε το έχω ξαναπεί- τότε
Μιλούσα και για λογαριασμό σας-
Τώρα δεν ξέρω τι σκέφτεστε εγώ
Συνεχίζω εκείνο το τραγούδι για
Τα περήφανα δέντρα τα πέτρινα
Χιονισμένα σπίτια τους καταρράκτες
Που γκρεμίζονται από θεόρατους βράχους […]
Υπάρχουν βέβαια στιγμές που υποκύπτοντας στη
νοσταλγία καταθέτει αμετουσίωτο το γεγονός, όπως π.χ. στο ποίημα «Αφιερωμένο» ή
που το θέλγητρο της ενατένισης δημιουργεί μια μεγαλύτερη από το δέον
περιγραφικότητα. Στο σύνολό της όμως η συναγωγή αυτή αποτελεί μια τερπνή
ανάγνωση ενός λόγου που φύεται στην υγιή χλωρίδα ενός πνευματικού πλούτου που
με απλά υλικά και φιλική εγγύτητα θέλει να κουβεντιάσει με τον αναγνώστη για
την αειθαλή βλάστηση ενός πέτρινου αλλά εύλαλου τόπου-σήματος. Ψυχωμένη γραφή
ενός θαλερού στα 93 του ποιητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου