9.11.24

Φυγη, μη-φυγή, φυγή προς τα εμπρός


της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Χρήστος Κολτσίδας

Η καρδιά του Σαμουράι

Θράκα, 2024

Πέμπτη συλλογή για τον Χρήστο Κολτσίδα που διαθέτει μεν ένα πνευματικό και ποιητικό ένστικτο,

πλην όμως του αρέσει —απ’ τα Ορεινά του ακόμη— να εμμένει σε γνωστά εμπειρικά μονοπάτια, αρέσκεται στην καταγραφή των ηττημένων της ζωής, έχοντας πάνω του μια μαχόμενη ειλικρίνεια, έστω και ηττημένη κατά καιρούς.

 

Η έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός, βασικό χαρακτηριστικό του ιμπρεσιονισμού, είναι συνώνυμη με το ιαπωνικό komorebi. Ο τρόπος που το φως του ήλιου περνά μέσα από τα φύλλα των δέντρων είναι για τους Ιάπωνες ένα παιχνίδι ανάμεσα στη σκιά και το φως —το είδαμε (κάποιοι από εμάς) φέτος στην ταινία του Βιμ Βέντερς Υπέροχες μέρες— κι έτσι όπως στην ταινία ο πρωταγωνιστής το αποτυπώνει αυτό και το εμφανίζει από το φιλμ της παλιάς του φωτογραφικής μηχανής, έτσι κάπως και ο Κολτσίδας προσπαθεί να απαθανατίσει μια εσωτερική συνθήκη, με 16 ασκήσεις ηρεμίας, σαν φωτογραφικά, καλά σκηνοθετημένα, στιγμιότυπα με μια παλιά Zenit. Αυτή η αναφορά στις φωτοσκιάσεις υπάρχει και στο προηγούμενο βιβλίο του, τους Νεροφόρους (2021): «Κάτω απ’ τα πόδια μας χτυπά η όμορφη αρτηρία της αιωνιότητας… / Κι εμείς, / μ’ ένα καθήκον φωτοσκιάσεων, / αναδεύουμε το νερό / στο μεγάλο πηγάδι του κόσμου».

 

Τι κι αν όλα στην τέχνη γίνονται χάριν του φωτός, —ακόμη και του προσωρινού— για να μοιράζεται ισάξια «λίγο η απειρία της Ζωής, λίγο η πείρα του Θανάτου», σε όλη τη συλλογή του υπάρχει αυτό το δίπολο φως/σκοτάδι —σαν να είναι στα δυο κομμένη· όποιο μισό νικά ή τον διαολίζει και τον αλλάζει σε δηλητήριο ή γλυκαίνει την ψυχή του—, δίπολο που μεταφράζεται στο αντίστοιχο θανάτου/ζωης. «Κάθε πρωί πεθαίνουνε, πλήρη κι εύθραυστα, / τ’ άνθη της κερασιάς… / Κάθε νύχτα, της κερασιάς τα άνθη / σαν φαναράκια ανάβουνε…», του φόβου και του θάρρους, της τόλμης και της ατολμίας, «ο Σαμουράι έχει ένα ξίφος βρόχινο / καλά ακονισμένο /. Το τραβάει απ’ τη θήκη, κόβει με μιαν ανάσα το κενό, / ξαναθηκώνει…».

 

Ο Βαγγέλης Μπριάνας, συντοπίτης και ομόσταυλος, αφιερώνει το προοιμιακής λειτουργίας ποίημα «Ντελάλης» στον Χρήστο Κολτσίδα: «με βήματα πάντοτε κοφτά / προχωρά μπροστά η γκλίτσα / να το βλέμμα της στραμμένο προς τα πίσω / κοιτάζει τη σκιά / τόσο τη φοβάται / που το χέρι μας ζητά να γίνει προσωπίδα». Και ο Κολτσίδας γράφει στην «Κραυγή» του: «Για να τρομάξει τους εχθρούς του / ο Σαμουράι βγάζει μια κραυγή. / Αλλά απ’ την κραυγή / τρομάζει κι ο εαυτός του».

 

Με μια πρώτη ανάγνωση, είναι τέτοια η σειρά των ποιημάτων που η δράση και η εξέλιξή τους φαίνεται να συμβαίνει εναλλάξ, σαν η ιστορία να κυνηγά την ουρά της, μια στον περίκλειστο εσωτερικό κόσμο του ποιητή και μια σε έναν εξωτερικό, που όμως κι αυτός δεν είναι όπως φαίνεται ‒ έτσι κι αλλιώς το δηλώνει στην αρχή στο ένα μέρος της, εν είδει προμετωπίδας, μέσω του Αργύρη Χιόνη: «αρχίζω καθαρά να εννοώ, όχι μονάχα αυτό που είν’ ο κόσμος / μα κι αυτό που δεν είναι», και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «άλλο είναι τα πράγματα / κι άλλο οι κρίσεις του γι’ αυτά».

 

Στο βιβλίο αυτό, ο Κολτσίδας αναδεικνύει απ’ τη μια μία πεσιμιστική ποιητική κι απ’ την άλλη, ενώ μοιάζει με αχθοφόρο ματαιωμένων συνθηκών, ο Σαμουράι, ως αντι-ηρωική περσόνα του ποιητή, κουβαλά μέσα στο θηκάρι του κι από μια ελπίδα για το ερχόμενο. Ο κόσμος του είναι αφενός σπαρακτικός («με πολλούς εχθρούς μάχεται ταυτόχρονα ο Σαμουράι»), χωρίς έλεος και περικλείεται από μια νερένια μήτρα που ολοένα στενεύει κι εγκλωβίζει («φέρουμε μέσα μας τη διαβρωτική ροή των υδάτων»), κι αφετέρου, αφού ο κόσμος δεν είναι μόνο απόγνωση και κατάρρευση, είναι μαλακός όταν διανθίζουν το έργο του σκηνές της φύσης, τρυφερές κινήσεις, τόποι οικείοι.

 

Λείπει, βέβαια, η απόλυτη λύτρωση που θα χαρίσει στον ποιητή την καταφυγή στον εξωτερικό κόσμο, επειδή αυτόν δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί («χορός ο πόλεμος / στην επιφάνεια του χάους») και, όποτε είναι αποφασισμένος να το κάνει —τα πράγματα γίνονται αιτίες χαράς ή λύπης αναλόγως με τον τρόπο που σχετιζόμαστε με αυτά—, διοχετεύει στους στίχους του μια δόση ελαφριάς κι απελευθερωτικής ειρωνείας: «Ο Σαμουράι έχει ένα ξίφος βρόχινο καλά ακονισμένο», και αλλού που αναφέρει σχετικά με την τέχνη της αυτοχειρίας «ξύνοντας ένα κλαδάκι σύριζα στην κοιλιά του» ή «τον άνεμο δεν τον κόβεις, τον χαϊδεύεις».

 

Εξάλλου, απέναντι στις πολυποίκιλες κρίσεις, τους κινδύνους, τις απειλές και τα εμπόδια, άνθρωποι και κοινωνίες διαμορφώνουν συνήθως δύο στάσεις/αντιδράσεις ζωής: η πρώτη σχετίζεται με τη φυγή ως επιλογή ‒ για όσους δειλιάζουν μπροστά στον όγκο των προβλημάτων και αναζητούν φεύγοντας αυτήν την όποια ελπίδα σωτηρίας. Στην αντίπερα όχθη και απέναντι στα αδιέξοδα διαμορφώνεται μια άλλη στάση ζωής ως απάντηση: η μη-φυγή. Ο άνθρωπος-υποκείμενο αυτής της στάσης αντιστέκεται, αγωνίζεται, αλλά και συγκρούεται, αφού οι αντιξοότητες δυναμώνουν τη θέλησή του για υπέρβαση όλων εκείνων των παραγόντων που υπονομεύουν την πίστη του τόσο στη ζωή όσο και στη νίκη.

 

Πρώτος ο Αρχίλοχος επιλέγει να εξάρει τη φυγή απ’ τη μάχη —ένας υπόρρητος παιάνας για την ειρήνη και την αξία της εντός του ανθρώπου—, αρνούμενος το ηρωϊκό ιδεώδες ‒ το σπαρτιατικό «Ή ταν ή επί τας» φαίνεται να μην συγκινεί τον πολεμιστή του. Γι’ αυτόν ο ρίψασπις (ως τέτοιος μοιάζει επιφανειακά κι ο Σαμουράι) δεν συνιστά μορφή δειλίας, αλλά κατάφαση της ζωής, αφού πιστεύει πως η σωτηρία της ψυχής, αξιολογικά, υπερτερεί ενός ηρωϊκού θανάτου. Γράφει ο ποιητής: «Πέφτει βροχή. / Βρέχεται ο κόσμος, / βρέχονται τα ρούχα του Σαμουράι, / βρέχεται το δέρμα του, / βρέχεται η καρδιά του, βρέχεται κι ο νους του / Αλλά για την καρδιά του τον νοιάζει πιο πολύ», και είναι μόλις στο τρίτο ποίημα που αυτή η φυγή ως στάση ζωής, σε μέρος προστατευμένο, προκρίνεται ηθικά έναντι της μη-φυγής. Πώς εξ άλλου να ακυρώσεις και τον στίχο του Σολωμού: «Δεν τό ’ξερα νά ’ναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο».

 

Δύο ποιήματα έπειτα, στο «Μαχόμενος ή μόνος», η στάση του αλλάζει, έστω και με καβαφικά σημαινόμενα· όπως στο ποίημα «Η πόλις», έτσι κι εδώ το ποιητικό υποκείμενο, μπροστά στα αδιέξοδα της ζωής του («το χάος που είναι μια ύπουλη ρουφήχτρα τον ρούφηξε» γράφει) επιλέγει τη φυγή για «άλλο τόπο», για ανακούφιση «να ξεβραστεί σε μια κρυστάλλινη ερημιά», πιστεύοντας έστω πρόσκαιρα πως η χωροταξική αλλαγή είναι μία ηρωική έξοδος· πρόσκαιρα, γιατί στον επόμενο κιόλας στίχο, το αποτέλεσμα της φυγής αυτού του είδους είναι προδιαγεγραμμένο, ένα νέο αδιέξοδο, μία άλλη ακόμη διάψευση: «Και τώρα νιώθει μόνος / φυσικά», αφού «Καινούριους τόπους δεν θα βρεις… / … Για τα / αλλού —μην ελπίζεις— δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό…».

 

Ο Σαμουράι παραιτείται για λίγο «απ’ την προσπάθεια / να σταματήσει τα νερά. / Δε φτιάχνει φράγματα. / Του αρέσει να τα συγκρατεί / κι ύστερα να τ’ αφήνει να γλιστρούν / μέσ’ απ’ τα χέρια του», κι έπειτα συνεχίζει τις μάχες του, αντιπαλεύει τα αρνητικά της μοίρας και ξαναδοκιμάζει τις δυνάμεις του απέναντι στις αντιξοότητες, όπως ο Έκτορας, όπως ο Σίσυφος, όπως ο σαμουράι Ντάντε Μασαμούνε, που έγινε γνωστός ως «μονόφθαλμος δράκος» απ’ όταν πληγώθηκε στη μάχη και πέταξε μακριά το πληγωμένο μάτι που κρεμόταν κάτω από το μάγουλό του για να μπορεί να βλέπει καθαρότερα τον εχθρό και στο κατόπι έγραψε και στίχους: «Κάθε που βλέπω το Φούτζι

 

/ μου φαίνεται αλλιώτικο / Νιώθω σαν να το βλέπω Πάντα / για πρώτη φορά». Πρόκειται για το αντίπαλο δέος του ριψάσπιδος, που πολλές φορές δείχνει ανυπακοή ακόμη και στα θέσφατα της αναγκαιότητας, ακυρώνοντας τη γνωστή θέση του Έγελου πως «η υποταγή στην αναγκαιότητα είναι η προϋπόθεση της ελευθερίας».

 

Εδώ, δεν πρόκειται για ένα παράλογο πείσμα, αλλά για μία διανοητική επιλογή με την επικουρία της θέλησης, αφού «ακόμη και στα ψέματα / μια τελετουργία δεν χάνει ποτέ το νόημά της».

 

Όλη η συλλογή διέπεται από το πνεύμα του αναχωρητισμού. Ο αναχωρητισμός αυτός δεν είναι θέμα τόπου, αλλά τρόπου, φυγή από τις μέχρι τώρα διαμορφωμένες από την απληστία σχέσεις με τα πράγματα, με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με τον Θεό, τον όποιο Θεό. Κι ο αναχωρητισμός είναι αναχώρηση από αυτήν την κατάχρηση του κόσμου. Δεν προσαρμόζει ο Σαμουράι τη Φύση στις ανάγκες του, δεν βιάζει τη Φύση και τον άνθρωπο, αλλά προσαρμόζει τις ανάγκες του σε αυτήν: «Να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή, / πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…», μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως», γράφει ο Σικελιανός στον Λυρικό του βίο, και ο δικός μας σαμουράι «γονατίζει πάνω σε μια πέτρα / και περιμένει τη βροχή», αν και λιανισμένος από την καταδρομή —έγνοια και βάσανο η μόνη περιουσία, να ’χει να μείνει πάνω και μετά ο σπόρος της ριγανούλας, «αυτής που κάθε πρωί την σφάζει μια λεπίδα και κάθε βράδυ ψηλώνει δυο πόντους»—, εκείνος μάχιμος οραματιστής παρόμοιου εγκόσμιου παραδείσου με αυτόν του «χωριού» μας, μέσα σε μιαν άλλην εποχή, μέσα από έναν άλλον πόλεμο, αφήνοντας ως κληρονομιά στον ποιητή ένα μεταφορικό σπαθί, σαν τέτοιο γαλβανισμένο με το όραμα της ανθρώπινης αγωνιστικής υπέρβασης.

 

Μόνος κάτω απ’ τ’ αστέρια ο Σαμουράι καθόλου «δε μοιάζει / μ’ εκείνους που τουφεκάν τον ουρανό / και καταριούνται τον Θεό τους. / Δε θα μαραθεί αυτός / σαν τον σγουρό βασιλικό», γιατί τις θεωρητικές διαμάχες ανάμεσα στις στάσεις ζωής, «τη φυγή» και τη «μη-φυγή», τις συνθέτει και τις υπερβαίνει μία άλλη στάση ζωής που προβάλλεται ως προτροπή με αποδέκτες τόσο τα άτομα, όσο και τις κοινωνίες ή ακόμη και λαούς ‒ η «φυγή προς τα εμπρός». Όπως ο ταξιδευτής του Ουίτμαν, αυτός ο ταξιδευτής σκέψεων και χρόνων, ειρήνης και πολέμων, νεότητας από καιρό ξοδεμένης, ίσως και μέσης ηλικίας που ξεπέφτει, με τραγούδια, αποκοτιές, καιροσκοπίες, κάποτε επιστρέφει στον άλλον εαυτό, στέκοντας, χαμηλώνοντας, γυμνώνοντας την κεφαλή, να σύρει και να σφίξει την Ψυχή του Άλλου, για μια φορά, αδιάρρηκτα με τη δική του, κι έπειτα να ταξιδέψει, να ταξιδέψει εμπρός.

 

~.~

 

ΥΓ. Έτυχε να πέσω πάνω στην συλλογή Ξένος ειμί του Ρεθυμνιώτη στην καταγωγή ποιητή Χρίστου Ρουμελιωτακη και στο εξής ποίημα, που θα μπορούσε να συνοψίσει όλα τα παραπάνω:

 

Ολούθε, λέει, τον έζωναν οι εχθροί κι ούτε ψωμί ούτε νερό

κι οι μέρες του κι οι ώρες ίσως μετρημένες.

Εδώ ας ανοίξω μια παρένθεση να πω,

ότι στον βίο μας έρχεται κάποια μέρα

που επιβάλλεται να πάρουμε αποφάσεις κρίσιμες

και για μάς και για τους άλλους που σ’ εμάς προσβλέπουν

τότε τα λόγια τα πολλά δεν ωφελούν,

δύο λόγια μόνο ένα κίνημα της κεφαλής, αυτό ταιριάζει.

Δεν είχε η ώρα έλεος, μέτρησε τους δικούς του, τους εχθρούς,

την κακοτράχαλη άνοιξη, πήρε μολύβι και χαρτί και χάραξε (το μήνυμα)

Βαρούτην χανόμεθα

τίποτε άλλο.

Την ώρα εκείνη τον φαντάζομαι, να γράφει και να υπογράφει τη γραφή

και σαν λιοντάρι η ψυχή του να βρυχάται

Βαρούτην χανόμεθα

τίποτε άλλο.

Βαρούτην, λοιπόν, Αδελφοί, Βαρούτην και το Μέγα Έλεος.


https://neoplanodion.gr/2024/10/15/fyge-fyge/?fbclid=IwY2xjawGKuxdleHRuA2FlbQIxMAABHUvHAmY3ucPM5oxYo7MQEtBucv_Pn-NLfh5EBHwn8aIhxnkBdt06V_fXMA_aem_6XGBE9Vn__q3-VdtDA55FA

Δεν υπάρχουν σχόλια: