Ο Θωμάς Κοροβίνης μετακινεί την ματιά του στη γλώσσα της γιαγιάς του Ελπινίκης που είναι η γλώσσα ενός λαού.
Είναι η συλλογική γλώσσα.
Δημήτρης Ν. Μανιάτης
Ξεκινώ από την παράγραφο – για μένα – κλειδί του πεζογραφηματος Σταυροί στο Ακροθαλάσσι που έγραψε ο Θωμάς Κοροβίνης
«- Λες να μπερδευόμαστε πεθαμένοι και ζωντανοί;»
«-Αυτή η δουλειά ίδια και απαράλλαχτη, γένεται όσο βαστάει τούτ η ντουνιά, από τις πρωτόπλαστοι! μαζί είμαστε ολ μας παρέα, χώρια κι αντάμα, αλυσοδεμέν ειναι ο απάνω κόσμος με τον κάτω, αιώνες τώρα αυτό το αλισβερίσ δεν κόβεται. Σούρτα φέρτα ζωή και θάνατος ! όσο να τελέψει αυτός ο ουρανός και αυτή η γης και να λάβει την απόφαση να σφραγίσει ο Παντοδύναμος με βούλα και με τουρά τα κιτάπια του!»
Και ακριβώς αυτό συμβαίνει στο αφήγημα θανατογράφημα που μας προσφέρει ο Θωμάς Κοροβίνης αφού η γιαγιά του Ελπινίκη ανεβοκατεβαίνει – μέσω των αφηγησεων της – στον Άδη σε μία παράδοξη λαϊκή θρακιώτικη Νέκυια για να συναντήσει τους νεκρούς και βασικά τον χαμένο πρόωρα και άδικα νεκρό της Κωνσταντίνο που κατά λάθος πάτησε το 1945 μια νάρκη και αμέσως σκοτώθηκε.
Ο Θωμάς Κοροβίνης – ανεψιός του τεθνεώτα – εγκαθιστά ένα παράδοξο σκηνικό όπου στην πραγματικότητα ρευστοποιούνται ζώντες και τεθνεώτες, ξαναζωντανεύουν οι νεκροί ή πεθαίνουν οι ζωντανοί. Με στόχο να μας αφηγηθεί όχι απλώς με όχημα την γιαγιά του την ιστορία της οικογένειας αλλά με όχημα την οικογένεια την ιστορία του τόπου. Των ξεριζωμένων και της νεότερης πολιτικής οικονομικής κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας της χώρας.
Προσπαθώ να περιγράψω αυτό που διαβάζω, αυτό που ακούω. Αυτό το θρακιώτικο ποτάμι λέξεων που κατάφερε να διασώσει και να οριοθετήσει σε ένα πεζογράφημα 200 σελίδων ο Θωμάς Κοροβίνης. Κι έγραψα λίγο πριν θανατογράφημα. Όχι ! Ζωντανογράφημα θα προσέθετα ή θα διόρθωνα. Γιατί είναι σαν να ακούω την γιαγιά Ελπινίκη με αυτή την υπέροχη ντοπιολαλιά λαϊκή και σοφή συνάμα. Είναι σαν να την ακούω να μου ψιθυρίζει το βράδυ, τη νύχτα την ιστορία των ξεριζωμών, της βίας, της σκληρής ζωής των ανθρώπων που μετακινούνται. Μα τι είναι η ιστορία της ανθρωπότητας εκτός από τις μετακινήσεις των ανθρώπων της;
Ο νεότατος τότε Θωμάς καταγράφει, σώζει, αποκαλύπτει μία γλώσσα θαμμένη. Μία γλώσσα που υπήρξε εδώ γύρω. Γιατί τι παραπάνω είναι η γλώσσα από τον τρόπο που επιχειρούμε να διασώσουμε μία συνείδηση; Δεν υπάρχει η γλώσσα υπάρχουν οι γλώσσες. Δεν υπάρχει η ντοπιολαλιά υπάρχουν οι λαλιές που κάθε φορά εμπλουτίζονται από τα νέα βιώματα, τις νέες υποχωρήσεις, τις γραμμές άμυνας και διεκδίκησης των απλών ανθρώπων. Η γλώσσα δομικά σε αντίστιξη με καθαρολογίες, η γλώσσα δηλαδή το πιο δυναμικό πεδίο.
Είμαστε ζωντανοί γιατί μιλάμε. Μιλάμε γιατί είμαστε ζωντανοί. Και αυτό θα είναι η μεγάλη μάχη που θα δοθεί στον αιώνα που έχουμε ήδη μπει ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν θα μιλάνε και στους ανθρώπους που θα συνεχίσουν να το κάνουν. Σαν άλλος Γιώργης Παπάζογλου διασώζοντας την Αγγελική Παπάζογλου. Σαν άλλη Έλλη Παπαδημητρίου διασώζοντας τον Κοινό Λόγο. Σαν άλλος Μακρυγιάννης με Οράματα και Θάματα. Σαν άλλος Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του.
Σαν άλλος Κώστας Χατζηδουλής στη διάσωση της γλώσσας του Γενίτσαρη ή του Γιάννη Παπαϊωάννου,
Ο Θωμάς Κοροβίνης μετακινεί αυτή τη φορά το τηλεσκόπιο του σε ένα παλιό σπίτι, σε μία αυλή με πιάτα, μυρωδιές και μνήμες. Μετακινεί την ματιά του στη γλώσσα της γιαγιάς του Ελπινίκης που είναι η γλώσσα ενός λαού. Είναι η συλλογική γλώσσα. Είναι η γλώσσα μια συνείδησης, είναι η γλώσσα ακόμα και μιας πονηριάς, μιας μπαγαμποντιάς, μιας ματαίωσης, μιας σπαρταριστής και τραυματικής θυμοσοφίας. Γιατί αυτή η γιαγιά η Ελπινίκη είναι χαροκαμένη, είναι οριστικά πενθούσα, είναι μία γυναίκα που παρά τις εκλάμψεις ευφυίας, λαϊκής σοφίας, επινοητικότητάς της στο βάθος ξέρει πως δεν θα ξαναδεί ποτέ εκείνον το γιο- Κωνσταντίνο- που τόσο άδικα χάθηκε από μία νάρκη όπως και τόσα άλλα παιδιά χάθηκαν είτε στον πόλεμο είτε στον εμφύλιο- που επίσης περνούν τις σελίδες του πεζογραφήματος – ζωντανογραφήματος- θανατογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη.
Ο Θωμάς Κοροβίνης – γιατί αυτός είναι η γιαγιά Ελπινίκη και γιατί η γιαγιά Ελπινίκη είναι ο Θωμάς Κοροβίνης όπως ο Ταχτσής στο Τρίτο στεφάνι είναι η Εκάβη– κοσμεί τον καιρό μας. Κοσμεί τις μέρες μας. Κοσμεί τη ζωή μας ως ένας άλλος λαϊκός, λοξός διανοούμενος αριστερός. Αυτόφωτος. Ευαίσθητος. Πολυμήχανος μα και δουλευταράς.
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι ένας διασώστης. Δεν είναι όμως ένας αναμνησιολόγος. Είναι ένας άνθρωπος που ξέρει περίτεχνα να ρευστοποιεί τον ενεστώτα με τον παρελθόντα χρόνο, αποστάζει τη λαϊκή σοφία και την ανατέμνει με το λόγιο λόγο.
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι ο μεγαλύτερος λαϊκός διανοούμενος του καιρού μας, ανήκει στη Θεσσαλονίκη μα ανήκει και σε όλους μας όπως η γιαγιά του μοιράζει το λόγο της αυτές τις μέρες μέσα από τις σελίδες του πεζογραφήματος της Άγρας σε όλο τον κόσμο. Εμπλουτίζει τη σκέψη μας, θέτει τις τραγικές ματαιώσεις, το Βενιζέλο και το βασιλιά συνυπεύθυνους, τις ευθύνες των ανθρώπων που οδήγησαν την Ελλάδα σε διχασμό πρώτα και μετά σε εμφύλιο. Διασώζει τη μεταπολεμική καταφρόνια, τα καφενεία στις επαρχίες της Θεσσαλονίκης, την αγροτική ζωή. Αυτά τα περισώζει, τα ανατέμνει μας τα υπενθυμίζει και τα θέτει σε ένα νέο πλαίσιο σημερινό. Η γιαγιά Ελπινίκη είναι ένας άνθρωπος του μέλλοντος δεν είναι μια η γιαγιά που λέει μια παλιά ιστορία. Είναι η φωνή μιας χώρας που παλεύει να διασωθεί, να συγκροτηθεί, παλεύει να επιζήσει μέσα σε μία νέα οδύνη σε μία νέα γεωπολιτική εντροπία. Οι σταυροί στο ακροθαλάσσι είτε ξύλινοι, είτε τσιμεντένιοι, διασωσμένοι μέσα στο χρόνο είναι όλων εκείνων των Κωνσταντίνων, των λαϊκών ανώνυμων ηρώων της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου