Το λογοτεχνικό έργο μεταφέρει χρόνο, αυτή ακριβώς είναι η
λειτουργία του. Συστήνει τον αποσταγμένο χρόνο του βιώματος.
Το βίωμα υποστασιοποιείται και αποκτά σώμα με τη λογοτεχνική
καταγραφή του, αλλιώς δεν υφίσταται σε στέρεη μορφή, διαφεύγει διαρκώς από τη
συνείδηση, μεταλλάσσοντας την εικόνα του. Όταν όμως αλιευτεί από την
τρικυμισμένη θάλασσα του εαυτού, αποστεγνωθεί και εκτεθεί στην κοινή θέα με τη
λογοτεχνική αποτύπωσή του, τότε μόνο μπορεί να το αντικρίσει, στις πραγματικές
διαστάσεις του, και να το αναγνωρίσει τόσο το υποκείμενό του, ο συγγραφέας, όσο
και ο ξένος προς αυτό, ο αναγνώστης. Τότε καθίσταται βίωμα πραγματικό και όχι
μια φευγαλέα πνοή ανέμου, μια ανάμνηση που όλο και θα εξασθενεί, μέχρι να
σβήσει.
Αυτή η απόσταξη της δυνατής εμπειρίας και η «ψυχρή», εν
συνεχεία, αποτύπωση στο χαρτί, η αποφόρτωσή της από τον συγγραφέα, συντελεί
στην ελάφρυνση του ίδιου και στην αυτοσυνειδησία του, παρέχει επίσης τη
δυνατότητα στον αναγνώστη να ανασύρει κι αυτός στην επιφάνεια την «ξεχασμένη»
εμπειρία του, να τη θυμηθεί και να την αποδεχθεί, εν τέλει, ως δική του, οπότε
και το καταγεγραμμένο λογοτεχνικά προσωπικό συμβάν καθίσταται πλέον ένα κοινό
βίωμα.
Πολλοί, νεόκοποι συνήθως συγγραφείς, διατείνονται
–επικαλούμενοι ως άλλοθι της αξίας του– πως ό,τι κατέγραψαν τους έχει όντως
συμβεί, πως είναι γεγονός αληθινό, «μια πραγματική ιστορία». Η αλήθεια όμως
ενός έργου για να πιστοποιηθεί, πρέπει να πείθει, απαιτεί την αισθητική της
ανάδειξη, την καλλιτεχνική της πραγμάτωση.
Η ξένη αλήθεια είναι αφερέγγυα, εάν δεν εμπεριέχει τον
άλλον. «Εγώ είμαι ο κόσμος», «a cosmos I am», διαλαλεί ο Ουόλτ Ουίτμαν, γιατί
γνωρίζει ότι η αποκαθαρμένη αλήθεια του εκφράζει την παγκόσμια συνείδηση,
επειδή αυτός κατέβηκε ως τα έγκατα της συνείδησης και από εκεί εξόρυξε «το
τραγούδι του εαυτού» του, που είναι, για ετούτον ακριβώς τον λόγο, το τραγούδι
του κόσμου. Την οδυνηρή, επομένως, εσώτερη κατάβαση προϋποθέτει η μεταμόρφωση
της εμπειρίας σε βίωμα.
Ως βίωμα θα μπορούσε να αναδειχθεί οποιαδήποτε σωματική,
αλλά και διανοητική εμπειρία στον λεγόμενο πραγματικό κόσμο, όπως και σε
φαντασιακό επίπεδο, εφόσον χαράχτηκε στη συνείδηση και τη στιγμάτισε.
Απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, η σφυρηλάτηση της πρωτοεμπειρίας, για να
αξιωθούμε να φτάσουμε στον πυρήνα, στην ψίχα της. Να τη γευτούμε, να την
αφομοιώσουμε και να την προσφέρουμε μετά στον άλλον ως καλλιτεχνικό προϊόν, ως
ώριμο, γινωμένο καρπό της συνείδησής μας. Ως βίωμα. (Λέγοντας πρωτοεμπειρίες,
εννοώ εκείνες τις θαμπές και αδιευκρίνιστες παραστάσεις που κατακάθονται εντός
μας, ένα είδος αγνώστου ιζήματος, και συντελούν στη μορφοποίηση της εμπειρίας
μας. Γιατί καμιά νέα εμπειρία δεν δημιουργείται εν λευκώ, προϋπάρχει η υποδομή
υποδοχής της. Το όποιο συμβάν βιώθηκε μια δεδομένη στιγμή, σύμφωνα πάντα με το
γνωστικό, εμπειρικό υλικό που προϋπήρχε εκείνη τη στιγμή, με τον βαθμό εκείνης
της συνειδητότητας του συγγραφέα.)
Το λογοτεχνικό έργο μεταφέρει χρόνο, αυτή ακριβώς είναι η
λειτουργία του. Συστήνει τον αποσταγμένο χρόνο του βιώματος.
Και το πιο συγκλονιστικό γεγονός (φόνος, δυστύχημα, μια
προσωπική τραγωδία) είναι πιθανόν ελάχιστα να ενδιαφέρει. Γεμάτη η
καθημερινότητα από μεγάλα γεγονότα. Το ατομικό βίωμα, δηλαδή, γίνεται κοινό,
όταν εμπεριέχει και τον άλλον, αφού όμως πρώτα κατορθωθεί να αναδειχθεί
καλλιτεχνικά η κρυφή πτυχή του, ο αποσταγμένος, ο μεστός χρόνος του. Αυτή η «εκ
βαθέων» ανάσυρση του κατακαθισμένου προσωπικού χρόνου, η καλλιτεχνική
πραγμάτωση μιας δυνατής εμπειρίας, είναι που χρίζει κάποιον ως συγγραφέα.
Η ναρκισσιστική εκμυστήρευση, η συναισθηματική υπερχείλιση
και αισθηματολογία ούτε τον γράφοντα ωφελεί, το αντίθετο, τον εκθέτει
αμετάκλητα απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του –πράγμα που θα ανακαλύψει
οπωσδήποτε αργότερα–, ούτε και τον αναγνώστη συγκινεί, αφού η ανάδυση του
βιώματος συστήνεται μόνον ως προϊόν ομορφιάς και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και
επ’ ουδενί ως εξομολόγηση. Η συναισθηματική επίκληση-επίδειξη είναι η
«αχίλλειος πτέρνα» της γραφής. Γιατί υπάρχουν τα αβρά, τα λεπτεπίλεπτα
συναισθήματα που διέπονται από διακριτικότητα και δειλή σιωπή, όπως υπάρχουν
και τα χύμα, τα ακατέργαστα.
Το υπερτροφικό εγώ δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά.
Καταδηλώνει μεγαλόφωνα για να ακούει την επιστροφή της φωνής του, και αυτό του
φτάνει και του περισσεύει. Μόνο το επίμονο ξεσπύρισμα, το ξεδιάλεγμα κάτω, στα
σκοτάδια του συγγραφέα, μπορεί να ανεβάσει στον αφρό της συνείδησης το χρυσό
ψάρι της αλήθειας του. Ως ποίημα, ως καλλιτεχνικό καταστάλαγμα πόνου, ομορφιάς,
ως ένα εκπληκτικό θαύμα, ως το πραγματικό βίωμα.
Τώρα, το ποιος θα το δει, ποιος θα το αντικρίσει το «θαύμα»
ή ποιος θα μπορέσει να εγγράψει μέσα του μια κυρίαρχη εμπειρία, για να τη
μετασχηματίσει αργότερα σε «θαύμα», αυτό είναι ένα άλλο θέμα, που έχει να κάνει
με την αισθητική καλλιέργεια, με το τι είναι ικανός να δει και να αναγνωρίσει
κανείς, με την προσληπτική δυνατότητα, το βάθος και την ποιότητα του γούστου
του. Οι μύστες και μυημένοι –καθόλου δεν εννοώ τους «ειδικούς»– θα το δουν, οι
αδαείς και ανίδεοι θα απομακρυνθούν, βέβαιοι πάντα και καταγγελτικοί. Γιατί και
στο πιο περίκλειστο, στο πιο περιφραγμένο προσωπικό τοπίο, περιπλανώνται απ’
έξω συνεσταλμένα εκείνοι που ξέρουν να ιχνηλατούν, οι έμπειροι της αγάπης και
του πόνου, οι βετεράνοι της βαθιάς ζωής.
Αυτούς αποζητά ο συγγραφέας, σ’ αυτούς απευθύνεται και από
αυτούς προσδοκά τη συμπόρευση, τη συμπαράσταση, για να αξιωθεί να διακρίνει και
ο ίδιος την καταλυτική εμπειρία του, να μην την αγνοήσει, να μην την αποσβέσει
και την ποντίσει ξανά, αλλά να την κάνει ένα πολύτιμο βίωμα. Μ’ αυτούς επιθυμεί
να μοιραστεί την αλήθεια του, για να την διακωμωδήσουν μετά μαζί άφοβα, να
αυτοϋπονομευθεί, να «παίξει», καθώς το γνωρίζει καλά πως «το αντίθετο του
παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα», έτσι όπως το λέει ο
παππούς Φρόιντ.
https://diastixo.gr/epikaira/gia-ti-grafi/24173-to-vioma-kai-logotechnia-andrea-mitsou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου