X.
Μονάχα τ’ άλογο, μονάχα τούτα τα μάτια
τα παιδικά, τούτη η αφθονία
η μεταξένια, είναι που μου λείπει.
Δεν είν’ η φωνή,
που τόσο συχνά την άκουγα, η σκοτεινή του ποταμού,
μήτε η κοιλιά η δροσερή,
η πρώτη που άγγιξα πάνω της το χέρι
και γνώρισα την αγάπη∙
κι είναι τούτη η ματιά που ’ρχεται τις νύχτες
και πάει πέρα σε κάποιο δρομάκι,
τον ύπνο μού κλέβει
και δε λυπάται την καρδιά μου.
Την καρδιά μου, ένα λιβάδι που η πάχνη το σκεπάζει.
*************
XVII.
Δεν γνωρίζω τι είναι το νερολούλουδο
μα ξέρω τ’ άρωμά του:
έπειτα απ’ τις πρώτες τις βροχές
ανεβαίνει ως την ταράτσα,
μπαίνει απ’ το μπαλκόνι,
με κορμί ακόμα νοτισμένο
ψάχνει για το δικό μας το κορμί κι αρχίζει να ριγεί:
ύστερα είναι σαν να ’χει μες στο στόμα
ένα ίχνος αθανασίας
και το δίνει σ’ εμάς να το πιούμε,
κι όλη της γης η μουσική,
όλη η μουσική τ’ ουρανού σα να γίνεται δικιά μας,
μέχρι το τέλος του κόσμου,
μέχρι το ξημέρωμα.
***
XLIX.
Τα σπίτια μπαίνουν μέσα στο νερό,
απ’ την αυλόπορτα την ανοιχτή στο πρωινό
τ’ αστέρι, πάνω στ’ άνθισμα
της τρικουκιάς,
στα παραθύρια μονάχα το φεγγοβόλημα
το νεανικό της θάλασσας της αρχέγονης,
κείνης που είδε κάποτε τα καράβια
του ναυτικού που περιπλανήθηκε πιότερο από τους τόσους άλλους
κι είχε χάσει τη ρότα και το νου
κοιτώντας το καθρέφτισμα του άστρου
του πρωινού:
μοναχά πεθαίνοντας δεν είμαστε πια ξένοι.
************************************************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου