1.9.23

Ελένη Ντούξη, Πατησίων


Μάτια μου
καμπανίζουν οι νεκροφόρες στις ράγες των κροτάφων μας
τρέμει η Πατησίων λαχταρώντας το τέρμα της
φανάρια χλομά γυρνάνε τα πρόσωπα στο πλάι
δεν μας κοιτάνε ωστόσο βογκάνε
για ένα φιλί στο μάγουλο για ρήτρα

Κι εμείς πώς θα την περπατήσουμε τότε
που μόλις στο πρώτο μας βήμα
κυματίζει τρελή
σεντόνι νοικοκυράς
που τινάζει τη νυχτερινή της φλόγα
από τον τέταρτο
μπας και λαμπαδιάσει.

Είναι τα χέρια μας στεγνά
για ένα σφίξιμο δίκαιο
των γραμμών τους συναπάντημα
Τεντωμένα σχοινιά δεμένα στις κεραίες

Είναι ο δρόμος
τα στενά και γύρω σπιρτόκουτα
το ένα σκύβει στο μέτωπο του άλλου
ραντίζοντας τα κεφάλια μας γρανίτη.

Μάτια μου
πού να βρούμε καταφύγιο
τη στιγμή που η Δροσοπούλου
Η εξ αίματος αδερφή
με το στεγνό ανήλιο βλέμμα της
μας δείχνει τα πιο σκληρά πεζοδρόμια
που οδηγούν ευθύς σε φρέσκο χώμα

εκεί οι αγαπημένοι μας
σκουπίζουν πλέον μόνοι
με τα μανίκια τη βροχή
τα πεσμένα φύλλα της ματαιότητάς μας

τους κουράζουμε δεν το βλέπεις

και με αυτά τα πουλιά
γύρω από το μαύρο σιντεφένιο ρολόι
τι θα γίνει
που ραμφίζουν τρελά
για τσόφλια τους ωροδείκτες
κάθε φορά
που πάμε να πούμε καλημέρα

όταν ακόμη και η αυγή
στην πιο σκοτεινή της ώρα
μας σφίγγει από τη μέση
με το μπλε ζωνάρι
του λιποτάκτη τροχονόμου
τραβώντας της ανάσας μας
την τελευταία κλωστή
πριν πυρπολήσει τον ήλιο.

Πάντα τα φανάρια
η νοικοκυρά
τα σπιρτόκουτα
και από το λαρύγγι μας ορμάνε πουλιά
επάνω στα ηλεκτροφόρα
κι εμείς δεμένοι
αντικριστά
στην Πατησίων.

*Από τη συλλογή “Αντιδραστήρας”, εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια: