Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
Ο Σωτήρης Δημητρίου (Πόβλα Θεσπρωτίας, 1955) προτάσσει μια ιδιότυπη συνομιλία με τον αναγνώστη. Τα ογδόντα επτά σύντομα και ευσύνοπτα διηγήματα, στα οποία ξεχωρίζει η περσόνα του συγγραφέα, αντί να δυσκολεύουν τον αναγνώστη με τη διαρκή ανάγκη προσανατολισμού του στο εκάστοτε μικρογραφικό τους σύμπαν τον παρασύρουν σε μια εξερεύνηση των θεματικών τους όπου η γραμμή ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι» καθίσταται δυσδιάκριτη.
Ο Δημητρίου αφήνεται –ή πιο σωστά φαίνεται σαν να αφήνεται– σε έναν αυτοματισμό γραφής που τον ωθεί προς τα ενδότερα των συγγραφικών εμμονών του. Λίγα πράγματα βεβαίως είναι δυσκολότερα από αυτή την επίφαση της συγγραφικής ευκολίας –ιδιαιτέρως πληθωρικής αν κρίνει κανείς από την έκταση του βιβλίου– που χαμηλώνει τις άμυνες του αναγνώστη και τον παρασύρει στις μύχιες και ενίοτε παραληρηματικές εκμυστηρεύσεις περιθωριακών και μη χαρακτήρων. Χαρακτήρων που δεν διστάζουν να εξομολογηθούν στον συγγραφέα που άλλοτε ανάγεται σε ιδιότυπο κοσμικό ιερέα –«Μερικοί άνθρωποι προτιμούν περισσότερο τον συγγραφέα από τον παπά. Τους καταλαβαίνω αυτούς που θέλουν να εξομολογηθούν» (σ. 139)– και άλλοτε σε υπέρ-παντογνώστη αφηγητή που αισθάνεται την ανάγκη να υπογραμμίσει το προφανές: «Να σημειώσουμε εδώ ως παντογνώστες που είμαστε [...]» (σ. 34).
Ο Δημητρίου, σε πολλά σημεία, ανατέμνει την ψυχοσύνθεση των ηρώων του με την ψυχρότητα και την ενδελέχεια ενός βιολόγου του νου. Παραθέτω ενδεικτικά:
«Αν κάποιος διάβαζε τα μύχια συναισθήματα, τα εσώτατα ένστικτα και τις ιδιαίτερες σκέψεις εκείνων των ανθρώπων στην κηδεία, θα απεικόνιζε ακριβέστατα αλλά και ατελέστατα το χάος της ζωώδους υπάρξεως» (σ. 134) διαβάζουμε στο «Ο τρίτος πρώτος ξάδερφος» όπου μας προσφέρεται και μια εξαίρετη σκιαγράφηση του χθόνια ηδυπαθούς «φαρμακομούνα».
Ή «Ήτανε, ας πούμε, κάπως καλλιτέχνης, αρτίστας και επ’ αυτού είχε πλάσει μια θεωρία. Αυτούς τους ανθρώπους τούς τρέφουν οι αδικαίωτες καθημερινές προστριβές αλλά και γενικότερα οι πικρίες, οι ματαιώσεις, οι απολεσθείσες ευκαιρίες. Αν είχε αντανακλαστικά και διατράνωνε εκείνη την ώρα το δίκιο του, μετά τι θα αναμόχλευε τον ψυχισμό του, ο οποίος με τη σειρά του πώς θα αναμόχλευε τον νου του, κι ο νους του πώς θα αναμόχλευε τη φαντασία του; Για να το πούμε λίγο στρογγυλά, ηττημένος άνθρωπος τροπαιούχος καλλιτέχνης» (σ. 222).
Παρατηρήστε το καταληκτικό “αξίωμα”, αλλά και την αυθαίρετη αιτιακή αλυσίδα που διατυπώνει, στο διήγημα «Ο γύριζα-πήγαινες», ο συγγραφέας: «ψυχισμός», «νους», «φαντασία». Επισημαίνω ότι εδώ ο Δημητρίου υπαινίσσεται και μια πρωτεϊκή κατάσταση που ενυπάρχει στους περισσότερους από εμάς που δεν τυγχάνουμε συγγραφείς: οι εντάσεις που προκαλούνται από το θυμικό δι’ ασήμαντον πολλές φορές αφορμήν βρίσκουν διέξοδο στη φαντασία μας. Σε πόσες υποθετικές στιχομυθίες δεν επιδίδεται ο καθένας μας, όπου ανάλογα με το ήθος και τις δυνατότητές του, επινοεί, έστω πρωτόλεια, σκαριφήματα διαλόγων ή νικηφόρων εκβάσεων σε ανεκδιήγητους (κυριολεκτικά και μεταφορικά) διαξιφισμούς που ένας επαγγελματίας θα είχε φροντίσει να σημειώσει στα κατάστιχα και, εν ευθέτω χρόνω, να αναγάγει σε δόκιμες μυθοπλασίες.
Ο Δημητρίου, ως επαγγελματίας, εργαλειοποιεί τα ίδια του τα κατασκευάσματα τα οποία με τη σειρά τους τροφοδοτούν αυτή την κίνηση προς τα ενδότερα των συγγραφικών εμμονών του:
«Έφυγα κι εγώ και έκανα αυτό που κάνω στα βαριά στριμώγματα. Το σύνηθες. Αφαιρώ απ’ την ζωή και προσθέτω στα διηγήματα. Αλλά μήπως και τα διηγήματα δεν είναι και αυτά ζωή; Ίσως, αλλά και μήπως τα ‘χουμε υπερεκτιμήσει;» (σ. 262) θα πει ο συγγραφέας ήρωάς του στο «Α, τι ωραίο παγόνι».
Σημειώστε ότι αυτή η αμφιθυμία του για την ταξιθεσία των διηγημάτων βρίσκει εκλεκτικές συγγένειες και σε άλλες εκφάνσεις του βίου του όταν, για παράδειγμα, αρνείται να αναγνωρίσει ως δόκιμη μια ιστορία που του τη διηγείται κάποιος τρίτος επειδή «Δεν μου την έφερε η ζωή. Τώρα, γιατί εξαιρούσα απ’ τη ζωή αυτό το ζευγάρι [που του διηγήθηκε την ιστορία] είναι λίγο δυσεξήγητο. Ίσως γιατί ήξεραν την ιδιότητά μου» (σ. 110).
Παρατηρήστε ότι αυτό το τελευταίο φέρνει στην επιφάνεια και τη σαγήνη που ασκεί στον δημιουργό η εν κρυπτώ και ιδίοις όμμασι απόσταξη της εκάστοτε ιστορίας από την πραγματικότητα. Ο δημιουργός, με άλλα λόγια, δεν αρέσκεται να αγοράζει την ιστορία, τρόπον τινά, δεύτερο χέρι, ακόμη κι αν κατά βάθος πρέπει να παραδεχτεί ότι εκεί εντοπίζεται η κύρια δεξαμενή της τέχνης του.
Ο Δημητρίου προσφέρει στον αναγνώστη δύο «αδελφά» διηγήματα, το «Τόσο να κάνει η ψυχή σου» και το «Είναι όλα σφαγμένα». Οι τίτλοι των διηγημάτων, όπως μας ομολογεί ο αφηγητής, συνιστούν φράσεις που ο αφηγητής/συγγραφέας έχει ακούσει τυχαία.
«Από εκείνη την φρασούλα του σχηματίστηκε διαμιάς το διήγημα και όχι από τις τερατώδεις πράξεις του» (σ. 209). Οι τερατώδεις πράξεις τού περί ου ο λόγος άνδρα συνοψίζονται στην ακόλουθη πρόταση: «Ένας χωριάτης κακοποιούσε σεξουαλικά και τα τέσσερα παιδιά του» (σ. 205). Στη συνέχεια, διαβάζουμε όμως: «Εντούτοις, αυτός ο άνθρωπος ζούσε καλά. Βέβαια κανείς δεν είδε την ψυχή του, αλλά συνήθως αυτό που φαίνεται είναι» (σ. 206). Αυτόν τον άνδρα μπαίνει σε πειρασμό να γνωρίσει ο αφηγητής της ιστορίας:
«Μόλις ο άνθρωπος είχε βγει απ’ το νοσοκομείο, από κάτι ανάρρωνε. Στο καφενείο, ήταν κι άλλοι γνωστοί του. Μόλις ήρθε, αμέσως τον ρώτησαν για την υγεία του. Πέρασε ο βλάχος τον λάκκο, λαμπάδα η πούτσα του, είπε. Το πρόσωπό του ήταν χιλιοχαραγμένο με πολύ λεπτούλες ξυραφιές, αλλά ήταν παιδικό. Αυτό όμως που εντυπωσίαζε ήταν η φωνή του. Είχε εξαιρετικά συμπαθητική χροιά. Αν, ας πούμε, προπορευόσουν και τον άκουγες να μιλάει πίσω σου, θα φανταζόσουν έναν πολύ ενδιαφέροντα άνθρωπο που θα ‘θελες να γνωρίσεις. Ολιγοφάγος, εξού και το δραστικά λιπόσαρκο σώμα του. Δεν άγγιξε τους μεζέδες. Και λιγομίλητος, όχι όμως από έγνοιες. Είχε μάλλον το κύρος που προσδίδει η ιλιγγιώδης καταπάτηση των φραγμών, η δια βίου καταλαλιά. Κάπως σαν το αόριστο κύρος των δημοσίων προσώπων που διαχέεται κιόλας και στους οικείους τους» (σ. 207).
Παρατηρήστε πώς ο Δημητρίου συσκοτίζει τη διάκριση ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι». Όχι μόνο προτάσσει το «[...] συνήθως αυτό που φαίνεται είναι», αλλά φορτίζει το κείμενο και με φαινομενικά παράταιρες πινελιές όπως τη χρήση του «λεπτούλες» αλλά και την προσηνή φωνή του τέρατος το οποίο περιγράφει και αποδελτιώνει σαν φυσικό φαινόμενο.
Στο αμέσως επόμενο διήγημα έρχεται η ερμηνεία της φράσης «Είναι όλα σφαγμένα». «Κοντολογίς, όπως μου εξήγησε, η φράση είναι ποιμενική και σημαίνει πως είναι όλα τακτοποιημένα. Γεννήθηκαν τα αμνοερίφια, βόσκησαν, έπαιξαν, και νομοτελειακά εσφάγησαν» (σ. 211). Δύο γραμμές παρακάτω διαβάζουμε: «Βέβαια δεν μπόρεσα να αποφύγω την πικρή σκέψη πως έχω ανάγκη από μια κεντρομόλο, μια ευρηματική, ας πούμε, φράση για να γράψω ένα διήγημα. Αλλά πόσο ωραία δένει αν ο παιδόμορφος άντρας [από το προηγούμενο διήγημα] στην ερώτηση [...], πώς παν τα πράγματα, απαντάει με το είναι όλα σφαγμένα;» (ό.π.).
Αντί να σχολιάσω εγώ τη σύνδεση που κάνει ο Δημητρίου καθώς περιγράφει αυτό το αλισβερίσι ανάμεσα στις αδελφές ιστορίες, θα παραθέσω μια φράση από το διήγημα «Ο γύριζα-πήγαινες»:
«Δεν τον ένοιαζε που ξεπερνούσε τα όρια του κατανοητού και του εντυπωσιασμού ή μάλλον τον ένοιαζε αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί» (σ. 68).
Τι είναι όμως αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο των ιστοριών της συλλογής; Υπό ποια σκέπη δύναται να συγκεράσει κανείς μια τόσο μεγάλη «βεντάλια» περιπτώσεων; Εδώ έχουμε πρωτίστως διηγήματα στα οποία θάλλει η απόκλιση· απόκλιση σε ποικίλες μορφές και διαβαθμίσεις. Οι ήρωες του Δημητρίου είτε χάνουν ολοκληρωτικά τον έλεγχο είτε βιώνουν καταστάσεις που τους εξωθούν, έστω και περιστασιακά, στην άλλη πλευρά. Ποια είναι η άλλη πλευρά; Η πλευρά που τείνει προς το άλογο. Εδώ έχουμε ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαβιούν μέσα σε ένα ζωώδες όλον –ένα εσαεί παρόν– που ανανεώνεται κάθε στιγμή, την ίδια τη στιγμή που λήγει. Ανθρώπους που διαβιούν μέσα στο γόνιμο απόλυτο σκοτάδι που στέκει στον αντίποδα του ορθολογισμού που πρυτανεύει και φωτίζει σήμερα τα πάντα. Το εύρημα του Δημητρίου συνίσταται ακριβώς σε αυτό το «γόνιμο» του σκότους. Ο συγγραφέας ανατέμνει, επαναλαμβάνω, με την ψυχρότητα ενός βιολόγου του νου μια συνθήκη όπου οι ήρωές του, μερικώς ή ολικώς, έχουν επιστρέψει σε μια προπτωτική συνθήκη. Υπάρχει μια φράση που αποκρυσταλλώνει αυτό τον ορθολογισμό του σήμερα, που, αν δεν κάνω λάθος, επειδή δεν κατάφερα να εντοπίσω το σημείο, τη λέει και η ηρωίδα του, η Αλέξω, στο τελευταίο του μυθιστόρημα (Ουρανός απ’ άλλους τόπους, Πατάκη: 2021): «Δεν έχει αφαλό ο δολιάνθρωπος, δεν του τον έδεσε καλά ο Θεουλάκης, όπως θα ‘λεγε και μια γριά χωριάτισσα» (σσ. 188-9), η φράση είναι από την παρούσα συλλογή και σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι δίχως κέντρο, ανερμάτιστος, ασύδοτος, οιδιπόδεια τυφλός. Ο Δημητρίου εγκιβωτίζει μέσα σε αυτό το γόνιμο σκοτάδι τόσο εκφάνσεις του προνεωτερικού ανθρώπου, που τόσο πολύ ομοιάζει στην Αλέξω –που εμφανίζεται πάλι στο διήγημα «Η κοπέλα»– αλλά και στη μητέρα του αφηγητή, που κάλλιστα δύναται να είναι το ίδιο πρόσωπο, στο διήγημα «Μια Μαρίνα Τζάφου» που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, εγκιβωτίζει όμως και περιπτώσεις ανθρώπων που για ποικίλους λόγους επιστρέφουν σε έναν κόσμο χαμένο. Έτσι, η συνθήκη της απόκλισης που αποτυπώνει ο συγγραφέας δεν αναφέρεται μόνο στον «παιδόμορφο χωριάτη που κακοποιούσε σεξουαλικά τα παιδιά του», αλλά και σε εκπροσώπους άλλων φυλών, όπως τον μεγαλοδικηγόρο στο διήγημα «Η γαλαρία» που ξαφνικά εγκαταλείπει οικογένεια και δουλειά στην Αθήνα και επιστρέφει στη γενέτειρά του, στη Βόνιτσα. Παραθέτω: «Έφυγε και πάει. Να πεις πως αυτός ο άνθρωπος έπαθε κάποια δραστική ψυχική και διανοητική μεταστροφή; Όχι, δεν ήταν αυτή η κατάσταση. Ψυχρά, κατάψυχρα επικεντρώθηκε στην ανάσα του, στο σαρκίο του. Η ανάσα, τίποτ’ άλλο. Ανασαίνει; Τίποτ’ άλλο. Ρουφάει η μύτη και το στόμα και ξερουφάει; Τίποτ’ άλλο. Και δευτερογενώς τα βουνά, οι θάλασσες, οι ουρανοί και οι συνεχείς γαμημένες, μαυλιστικές εναλλαγές τους. [...] Πίστευε πια –αν πίστευε λέει;– και στις βασκανίες, στο μάτι. Είχε κάτι γούρια πάνω του. Είμαι δεισιδαίμων, σκεφτόταν ιλαρώ τω τρόπω και μια επιπλέον ανάσα ενίσχυε την ανάσα του. [...] Τι παγκόσμιες συνωμοσίες, τι μασόνοι, τι Εβραίοι, τι πρωτόκολλα της Σιών, τι 666. Όχι μόνο τα έβλεπε με συμπάθεια, αλλά υπερθεμάτιζε» (σσ. 157-159).
Παρατηρήστε το ζωώδες της ανάσας αλλά και τη φαινομενικά ανεξήγητη εμμονή στις συνομωσίες που όχι μόνο δεν δυσχεραίνουν τη ζωή του ήρωα αλλά διευκολύνουν τις ανάσες του καθώς το γόνιμο σκοτάδι επικάθεται και τον απελευθερώνει από το άχθος των επίπονων ορθολογισμών.
Πριν κλείσω όμως θέλω να αποπειραθώ και μια ερμηνεία για τον τίτλο της συλλογής.
Παραθέτω την πρώτη παράγραφο από το ομώνυμο διήγημα:
«Τα καλοκαίρια –τα ανέμελα καλοκαίρια– τα περνούσα με τη μάνα μου. Αεικίνητη, απ’ τα μαύρα χαράματα στο χτηματάκι της, στην πλαγιά πάνω απ’ το σπίτι. Μου έφερνε σύκα και με ξυπνούσε με τον τρόπο της. [...] Εγώ έλεγα μέσα μου, μα πώς της περνάει η ώρα, μόνη της, στην ερημιά. Τόσο μυαλό είχα» (σ. 395).
Αυτό το «Τόσο μυαλό είχα» που διατυπώνει ο αφηγητής, έτσι αβίαστα και αβασάνιστα, διατείνομαι ότι σηκώνει όλο το βάρος της συλλογής – αν όχι και το βάρος του έργου του Σωτήρη Δημητρίου γενικά. Το συγκεκριμένο διήγημα, τρεις σελίδες όλο κι όλο, αφού μας περάσει από μια κατάτι αποπροσανατολιστική αναφορά στα σύκα: «Βούσικα, βασιλικά, περδικούλια, ασπρόσυκα, δίκαιρα» (ό.π) συνοδεία της απαραίτητης παροιμίας, «Κανένα φρούτο δεν κάνει τον άνθρωπο τόσο τσιγκούνη όσο το σύκο» (σ. 397), εκβάλλει στην περίφημη «Μαρίνα Τζάφου». Παραθέτω και την καταληκτική παράγραφο: «Ακριβώς απέναντι από τη συκιά είναι ένα σπίτι λίγο χωμένο κάτω από την επιφάνεια του δρόμου. Πάντα βλέπω μια λιγνή, αυστηρή γριούλα όρθια στην αυλή του. Πάντα μόνη, αφού πολλές φορές αναρωτήθηκα, δεν έχει κανέναν άνθρωπο αυτή η γυναίκα; Ένα πρωί το σπίτι ήταν κλειστό και στην αυλόθυρα είχε ένα κηδειόσημο. Μαρίνα Τζάφου τ’ όνομά της. Και περιέργως, από κάτω στους κατιόντες είδα ως και δισέγγονα. Μα πού ήταν όλοι αυτοί;
Πολλές μέρες σκεφτόμουν τη γριούλα. Να μην της δώσω ποτέ ένα σύκο; Καλά, σύκο ας μην της έδινα, αλλά να μην της πω ποτέ καλημέρα;» (ό.π.).
Το «Μια» του τίτλου λειτουργεί ως εξαίρετος μηχανισμός που συγκεκριμενοποιεί αλλά ταυτοχρόνως γενικεύει με μια κίνηση. Ο τίτλος λειτουργεί ως νοηματικό κατασκεύασμα που αναφέρεται στο σύνολο των χαρακτήρων της συλλογής που διαβιούν, "πάντα μόν[οι]" σε εκφάνσεις αυτού του ενάρετου/γόνιμου σκότους που ανήκει σε μια άλλη, προνεωτερική, εποχή που στέκει στον αντίποδα του ορθολογισμού της συγχρονίας μας.
Ας διαβάσει λοιπόν ο αναγνώστης τη συλλογή ακόμα και ως συμπίλημα ετερόκλητων ιστοριών, όπου πιθανότατα θα καταλήξει ότι μέσα στην πληθωρικότητά τους πλατειάζουν ή στέκουν ασύνδετες. Αξίζει και έτσι η συλλογή· ψυχαγωγεί ακόμη και έτσι, κάπως απογυμνωμένη βέβαια από τις βαθύτερες προεκτάσεις της σημασίας που προσδίδει ο Δημητρίου σε όλους αυτούς τους χαρακτήρες –τους αλαφροΐσκιωτους «Νεράιδους» για να χρησιμοποιήσω τη λέξη από «Το λούλε της νεράιδας»– που φαντάζουν τόσο παλιακοί αλλά και συνάμα σύγχρονοι μέσα στη λαξευμένη αχρονία των μυθοπλασιών του.
— Σωτήρης Δημητρίου, Μια Μαρίνα Τζάφου, Πατάκη: 2023, 432 σελίδες, ISBN: 9789601662039, τιμή: €21.10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου