Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης *
Γιώργος Κασαπίδης, «Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου», εκδ. Εύμαρος, 2023
Έχει λόγο σήμερα η ηθογραφία; Ποια επαρχιακά ήθη να αφηγηθεί; Τι καινούριο να κομίσει; Ποιο όραμα ζωής να συστήσει; Ανακαλώ τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, εν μέρει τον Θεοτόκη και όλους τους λοιπούς επίγονους, σημαίνοντες και αφανείς. Τι ανείπωτο έχει να ειπωθεί από τους σημερινούς;
Δύο οι βασικές κατευθύνσεις που αναγνωρίζω: η μία της νοσταλγίας και της εξιδανίκευσης, των σύγχρονων εκδοχών αρκαδισμού και της κατασκευής χρυσών εποχών υπό τη σταθερή επωδό «αχ, τι ωραία και καλά πού ήταν τότε». η δεύτερη της εκ του αντιθέτου δικαίωσης, κάτι σαν το αμίμητο «όπισθεν ολοταχώς» του νεανίζοντος ιεράρχου, οπότε το αστικό, το αστυνομικό, το αισθηματικό, το ιστορικό, το δυστοπικό μυθιστόρημα κτλ. δικαιώνει το παρελθόν σαν καταφυγή ή σαν αντίστιξη ή σαν ελπίδα στους περισπασμούς του παρόντος.
Δράμα και ξανά Δράμα, με ολίγα προάστια, μια αναφορά στο Δοξάτο, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, μια τοπιο- και ανθρωπογεω- γραφία από το ’90 και μετά, δίχως να λείπουν οι αναδρομές στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, οι αναμνήσεις του ’60 και του ’70, ο εις και μόνος κοσμοπολίτικος απόηχος στο σώμα μιας όμορφης Νικόλ και στη μορφή του Τσε με το πούρο – απ’ τις πρώτες ακόμη σελίδες η απορία αν υπάρχει εδώ κάτι καινούριο να μάθω, κάτι ενδιαφέρον να διαβάσω, αλλά συνεχίζω την ανάγνωση, φτάνω στη μέση, τελειώνω το βιβλίο.
Άνθρωποι απλοί, με τις λοξότητες και τις ιδιοτροπίες τους, τις κηλίδες και την καλοσύνη τους, με αυτή την έμμονη τάση να πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο για να επανέρχονται μετά στο πρώτο, καθότι πολυπαραγοντική και η ζωή και η επικοινωνία και η κάθε είδους περίσταση, χωρίς τίποτα το μεγαλόπνοο, το ηρωικό και το πεποιημένο, με αυτή την αφτιασίδωτη απλότητα του ανθρώπου που βλέπεις στην αυλή ενός σπιτιού να κάθεται και να πίνει μονάχος τον καφέ του ή προσπερνάς στο πεζοδρόμιο ακούγοντας τον να ψιλομουρμουρίζει τον σκοπό ενός λαϊκού άσματος, δίχως να δίνεις παραπάνω σημασία.
Απέναντί τους ο αφηγητής σαν περιφερόμενος φωτογράφος, βγαίνει στους δρόμους της πόλης για να αποτυπώσει στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής τους. Κάθε διήγημα μια εν κινήσει φωτογραφία, ή ακριβέστερα άθροισμα πολλών σχετικών φωτογραφιών, και όλη η συλλογή μια έκθεση ασπρόμαυρης, και όχι μόνο, φωτογραφίας, με θέμα τον τόπο, τους ανθρώπους, τους δρόμους, τα έρημα σπίτια, τη μνήμη του παρελθόντος, συν τη στάση, την οπτική γωνία και την επιλογή του θέματος από τον «φωτογράφο».
Γιατί στη λογοτεχνία, ακόμη και στην πιο ρεαλιστική, δεν έχουμε να κάνουμε με απεικόνιση και φωτογράφιση της πραγματικότητας – όπως βεβαίως και στη φωτογραφία δεν έχουμε να κάνουμε με απλή απεικόνιση και απλή φωτογράφιση της πραγματικότητας. Ανάμεσα στον κόσμο και στη γραφή, στο θέμα και στο κείμενο μεσολαβεί η εστίαση, η οπτική γωνία, το αισθητικό και ιδεολογικό κριτήριο του συγγραφέα και μετά του αφηγητή, ένα σύνολο δηλαδή φίλτρων που μεσολαβούν στη σχέση του δημιουργού με την πραγματικότητα και επιδρούν καθοριστικά στην αναγωγή της σε ενιαίο αισθητικό όλο, με δύο βασικά γνωρίσματα στην περίπτωση του εξεταζόμενου έργου: αφενός τη σύζευξη του πραγματικού με το μη πραγματικό και του λογικού με το εξωλογικό, έτσι που διά του μαγικού ρεαλισμού να αναποδογυρίζεται ο κόσμος, να πλαταίνουν τα όριά του και να διευρύνεται η βίωσή του. αφετέρου τη διακριτική, την απαλλαγμένη από κάθε αξιολογική και ηθικολογική πρόθεση, τη σχεδόν αγαπητική και τρυφερή ματιά του αφηγητή απέναντι στους ήρωες και στον κόσμο τους, ακόμη και όταν εξιστορούνται οι πιο παράξενες λοξότητές τους.
Σαν αντιστάθμισμα σε τούτη τη ματιά, φορέας μιας άλλης υφολογικής διάθεσης έρχεται το χιούμορ, η σάτιρα, η ειρωνεία, εν ολίγοις το κωμικό στοιχείο, που πλην φωτεινών εξαιρέσεων, όπως στην περίπτωση του Νίκου Κουνενή, λείπει από τη σύγχρονη λογοτεχνική δημιουργία. Είτε στρεφόμενο εναντίον των συμβάσεων και των περιορισμών του επαρχιακού βίου είτε λειτουργώντας σαν ξόρκι μπροστά στον φόβο του θανάτου είτε βάλλοντας εναντίον του ίδιου του αφηγητή και της αφηγηματικής του πράξης επισημαίνει κατά κανόνα μια υπαρκτή αντινομία, την ξεμπροστιάζει και βγάζει τη γλώσσα απέναντί της όχι με τη συγκαλυμμένη ή απροκάλυπτη αλαζονεία του χιούμορ της ανωτερότητας αλλά με την παιγνιώδη και ευφρόσυνη διάθεση του άκακου και καλοπροαίρετου γέλιου.
Επανέρχομαι στον αρχικό προβληματισμό για την ηθογραφία στις μέρες μας, αναθυμούμενος τα λόγια του Εμμανουήλ Ροΐδη που από τα τέλη του 19ου αιώνα δικαίως έλεγε ότι γκώσαμε πια με τις σβουνιές και τα μαντριά, τους βοσκούς και τις κατσίκες. Το ερώτημα πάντα θα είναι αν έχει κάτι καινούριο, κάτι ενδιαφέρον να κομίσει ως βίωμα, ως απόλαυση, ως γνώση η εκάστοτε γραφή, είτε είναι ηθογραφική είτε είναι αστυνομική είτε είναι κοινωνική είτε είναι ιστορική είτε είναι παραδοσιακή, μοντέρνα ή μεταμοντέρνα, χωρίς κανένας από τους παραπάνω χαρακτηρισμούς να υπόσχεται το θετικό του αποτελέσματος.
Λέω λοιπόν ότι στα σοκάκια, στους αγρούς, στα ερημόσπιτα, στις πλατείες και κυρίως στα βλέμματα, στις αγωνίες, στους φόβους, στις μοναξιές της Δράμας, ο Κασαπίδης κατάφερε με τη συλλογή του «Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου» να κλείσει πολλά βιώματα, πολλές απολαύσεις και πολλές γνώσεις – πρωτίστως γιατί απέφυγε τους δύο πεπατημένους δρόμους της ηθογραφίας, στους οποίους ευθύς εξαρχής αναφέρθηκα, τη νοσταλγική ωραιοποίηση του παρελθόντος και τη συντηρητική πρόταση ανασύστασης των αξιών του. Από τη συνταγή της επιτυχίας δεν πρέπει ασφαλώς να παραλείψω και όλες τις άλλες αρετές της γραφής του.
https://www.fractalart.gr/o-foteinoteros-fakos-tou-kosmoy/
*Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου