Γαμπρός του Μαρξ, συγγραφέας της διάσημης μπροσούρας «Το δικαίωμα στην τεμπελιά», ο Πολ Λαφάργκ υπήρξε μια πολυσύνθετη προσωπικότητα, ένας μαχητικός σοσιαλιστής πολιτικός και ένας οξυδερκής μαρξιστής διανοούμενος. Με πλατιά ενδιαφέροντα, παρουσίασε αξιόλογα έργα σε πολλούς τομείς: κοινωνικο-οικονομικές μελέτες, δοκίμια για τη φιλοσοφία, την τέχνη, την αρχαία ιστορία.
Στο παρόν βιβλίο ο αναγνώστης θα βρει μερικά σημαντικά και άγνωστα στη χώρα μας δοκίμια του Λαφάργκ, εστιασμένα στην αρχαία μυθολογία και τις κοινωνικές σχέσεις της Αρχαιότητας. Αναφέρονται συγκεκριμένα στους μύθους του Αδάμ και της Εύας, της άσπιλης σύλληψης, της Αθηνάς και του Προμηθέα, καθώς και στη γένεση της ιδιοκτησίας στην Αρχαία Ελλάδα και των ηθικών εννοιών. Με βαθιά και διεισδυτική γνώση του αντικειμένου, ο Λαφάργκ δείχνει τις ιστορικές μεταλλαγές στη δόμηση και τις ιδέες της πρωτόγονης και της δουλοκτητικής κοινωνίας, καταρρίπτοντας τις αστικές απολογητικές αντιλήψεις, που επιχειρούν να παρουσιάσουν τις αστικές αρχές και νόρμες ως αιώνιες.
Στο εισαγωγικό του δοκίμιο ο Χρήστος Κεφαλής παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Λαφάργκ, δίνοντας μια αποτίμηση τόσο των συγκεκριμένων δοκιμίων όσο και της ευρύτερης συμβολής του.
Τα αίτια της ελληνικής παρακμής
του Πολ Λαφάργκ
«Θα
έπρεπε να σταματήσω εδώ, αλλά δεδομένου ότι ο κ. Γκιρό έχει τοποθετηθεί
στο χαμηλό επίπεδο των Ντεσανέλ του Παλατιού των Βουρβόνων
επιβεβαιώνοντας ότι «η Ελλάδα χάθηκε από τον αγροτικό σοσιαλισμό», μια
σοσιαλιστική κριτική δεν μπορεί να αφήσει ένα τέτοιο ισχυρισμό να
περάσει έτσι χωρίς να τον αμφισβητήσει, όταν προέρχεται επιπλέον από
έναν καθηγητή γνώστη της ιστορίας της ελληνικής κοινωνίας.
Η Ελλάδα χάθηκε, όχι από τον αγροτικό σοσιαλισμό, αλλά από το αγροτικό ζήτημα, το μεγάλο κοινωνικό ζήτημα της αρχαιότητας, το οποίο ούτε γνώριζε ούτε μπορούσε να επιλύσει.
Η γαιοκτησία ήταν στην Ελλάδα και την Ιταλία η βάση της πολιτικής εξουσίας. Η βιομηχανία και το εμπόριο δεν αναπτύχθηκαν επαρκώς για να δημιουργήσουν στην αρχαία πόλη μια βιομηχανική και εμπορική αστική τάξη ικανή να αντισταθμίσει την αριστοκρατία της γης, όπως επιθυμούσε η πολιτική ιδιοφυΐα του Αριστοτέλη. Οι πόλεις του Μεσαίωνα μπόρεσαν να γεννήσουν αυτή τη μεσαία τάξη: αν αιματοκυλούνταν συχνά από τους αγώνες μεταξύ των αστών πατρικίων και των κυρίων των εμπορικών συναλλαγών από τη μια πλευρά και των εργατών από την άλλη, αναπτύχθηκαν σε αντίθεση με τους βαρόνους, φεουδάρχες που κατοικούσαν στην ύπαιθρο, και τελείωσαν εξημερώνοντάς τους και απορροφώντας τους. Αλλά η ελληνική και η ρωμαϊκή αριστοκρατία, αν και αντλούσαν τη δύναμή τους από την ιδιοκτησία της γης, ήταν ερωμένες της πόλης: ήταν αυτές που ήρθαν σε σύγκρουση με τα στοιχεία της κοινωνικής αναταραχής που περιείχε η πόλη.
Η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας είχε ξεριζώσει από τη γη μια πολυάριθμη τάξη πολιτών, που ήταν συγκεντρωμένοι στις πόλεις και δεν είχαν μέσα ύπαρξης. Δεν ασκούσαν και δεν ήθελαν να ασκήσουν κανένα χειρωνακτικό επάγγελμα, εκτός από εκείνο του αγρότη, και δεν κατείχαν πλέον καμία γη. Τα επαγγέλματα, sordidae artes1, προορίζονταν αποκλειστικά για δούλους και ξένους που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα· ένας πολίτης θα είχε ατιμάσει τον εαυτό του ασκώντας ένα επάγγελμα. Η μηχανική εργασία, λέει ο Ξενοφών στα Οικονομικά του, «παραμορφώνει το σώμα και αλλοιώνει τη διάνοια, γι’ αυτό οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτή τη δουλειά δεν ανεβαίνουν ποτέ σε δημόσια αξιώματα», ο δε Πλάτων θέλει να καταδικάζεται σε φυλάκιση κάθε πολίτης ένοχος της άσκησης ενός επαγγέλματος. Ο Τίτος Λίβιος μάς λέει ότι ο Βρούτος, ο πρεσβύτερος, ξεσήκωσε τους πληβείους κατηγορώντας τον Ταρκίνο ότι είχε κάνει τέκτονες και τεχνίτες Ρωμαίους πολίτες.
Οι πολίτες, χωρίς κτήματα και χωρίς εμπορικές συναλλαγές, που αποτελούσαν τους πληβείους των πόλεων της Ελλάδας και της Ιταλίας, ήταν εντελώς άποροι. Είναι άφθαρτη τιμή της ελληνικής σκέψης, να έχει δώσει μια φιλοσοφική έκφραση σε αυτή την οικονομική κατάσταση, να έχει γεννήσει την ιδεαλιστική φιλοσοφία, από την οποία οι χριστιανοί έπρεπε να δανειστούν τις υψηλότερες ιδέες τους, τις οποίες οι επίσημοι φιλόσοφοί μας υφαρπάζουν. Το ιδεώδες του Διογένη και του Κράτη, και αργότερα του Ιησού –να έχεις μόνο ένα ραβδί και ένα παλτό– δεν ήταν απλώς η φαντασίωση ενός ηθικολόγου, αλλά η θλιβερή πραγματικότητα για πολλούς πολίτες και φιλοσόφους που δεν επιθυμούσαν τίποτα πιο διακαώς από το να έχουν στην κατοχή τους χωράφια και σπίτια. Ο στωικισμός του Ζήνωνα και των κυνικών τούς δίδαξε να φορούν καλό πρόσωπο ενάντια στην κακή τύχη και ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα και των σοφιστών τούς δίδαξε να εκδηλώνονται περιφρονητικά για τα υλικά αγαθά (τα αγαθά), για να φαίνονται να αναζητούν και να ποθούν μόνο τα ιδανικά αγαθά (το αγαθόν).
Όταν οι στερημένοι πολίτες γίνονταν πάρα πολλοί και πολύ ανήσυχοι, οι ευπατρίδες των ελληνικών πόλεων τους ξεφορτώνονταν στέλνοντάς τους να ιδρύσουν αποικίες. Οι Ρωμαίοι πατρίκιοι είχαν έναν πολύτιμο πόρο που εκείνοι δεν διέθεταν, τους στρατολογούσαν στους στρατούς τους που διεξήγαγαν πολέμους προς όλες τις κατευθύνσεις. Επίσης η κατάσταση γινόταν κρίσιμη για τους ιδιοκτήτες της Ελλάδας, όταν δεν μπορούσαν να εξάγουν, ως αποίκους, την αυξανόμενη μάζα των φτωχών πολιτών. Και καθώς δεν είχαν μόνιμους στρατούς για να τους σφαγιάσουν, όπως έκανε η γαλλική αστική τάξη τον Ιούνιο του 1848 και τον Μάιο του 1871, παρουσιάζονταν στους Έλληνες μόνο δύο μέσα για να βγουν από τη δυσκολία. Η σίτιση των φτωχών πολιτών ήταν αδύνατη, ήταν πάρα πολλοί και το κράτος δεν ήταν αρκετά πλούσιο. Ή αλλιώς έπρεπε να πάνε τα πράγματα πίσω σε ένα αρκετά πρόσφατο παρελθόν, μοιράζοντας τη γη, όπως διατηρούνταν ακόμη ζωντανή η ανάμνησή της. Η ρωσική κυβέρνηση έλυνε το αγροτικό πρόβλημα με αυτό τον τρόπο μέχρι πρόσφατα: επέβαλε σε κάθε πενταετή απογραφή πληθυσμού τη διανομή της γης που, σε ορισμένες περιοχές, δεν είχε γίνει για περισσότερα από είκοσι χρόνια· οι τοκογλύφοι, που στερούνταν ένα μέρος των χωραφιών τους, τις έλεγαν μαύρες αναδιανομές.
Αλλά δεν υπήρχε ένας αυτοκράτορας στις ελληνικές πόλεις για να επιβάλει μια αναδιανομή που υποστήριζαν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και η στρατιά των σοφιστών και των ρητόρων που ο αριθμός τους αυγάταινε καθώς ο αριθμός των αποστερημένων μεγάλωνε. Όταν όμως οι φιλόσοφοι ζήτησαν τη διανομή της γης, είχε γίνει ανίσχυρη να λύσει το κοινωνικό πρόβλημα: για να δώσει καλά αποτελέσματα η αγροτική διανομή, προϋποθέτει αν όχι τον κομμουνισμό του γένους, τουλάχιστον τη διαμονή των μελών του στην ύπαιθρο για να είναι συνηθισμένα στις αγροτικές εργασίες. Όμως ο πρωτόγονος κομμουνισμός του γένους είχε εξαφανιστεί και η οργάνωσή του βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση, σε σημείο που ο Κλεισθένης, το 505 π.Χ., μπόρεσε να αποδείξει ότι ο δήμος θα ήταν η πολιτική μονάδα στη θέση του γένους, δηλαδή, σαν να λέμε, από αυτή την περίοδο το πολιτικό οικοδόμημα δεν στηριζόταν πλέον στο αίμα, αλλά στον τόπο κατοικίας.
Ωστόσο, αυτό το βήμα πίσω, αυτή η ουτοπία των φιλοσόφων ήταν η μόνη λύση στην οποία πίστευε η μάζα των αποστερημένων: η κατάργηση των χρεών, η διανομή της γης, ήταν η κραυγή μάχης τους. Οι ιδιοκτήτες οργανώθηκαν για την αντίσταση. Στην Αθήνα, στην Κρήτη, εκείνη την εκλεκτή γη του κομμουνισμού, και σε όλες τις πόλεις, δεσμεύτηκαν με τούτο τον όρκο του πολίτη: Δεν θα ψηφίσω ούτε διαγραφή χρεών, ούτε διανομή γαιών και σπιτιών. Οι απαλλοτριωμένοι ξεσηκώθηκαν, έδιωξαν τους καταπατητές της γης και μοίρασαν τις ιδιοκτησίες τους. Αλλά διαζευγμένοι για χρόνια και ακόμη και για γενιές από τις αγροτικές εργασίες, δεν ήταν σε θέση να καλλιεργήσουν τις εκτάσεις που τους είχαν περιέλθει σε μερίδιο, και για να τις καλλιεργήσουν ήταν υποχρεωμένοι να βασίζονται στη δουλειά των δούλων, πολύ ολιγάριθμων για να ταΐσουν αυτό το λαό από φτωχά παράσιτα. Συχνά οι σκλάβοι εκμεταλλεύονταν αυτά τα δεινά και αυτές τις επαναστάσεις για να δραπετεύσουν. Προέκυπτε διχόνοια μεταξύ των επαναστατών και οι εξορισμένοι ιδιοκτήτες επέστρεφαν για να καταλάβουν εκ νέου τις περιουσίες τους, χάρη στη βοήθεια των εχθρών της πόλης τους, για να τους εκδιώξουν ξανά.
Το κοινωνικό πρόβλημα ήταν άλυτο στην αρχαιότητα.
Οι νικημένοι ιδιοκτήτες, εξορισμένοι και περιπλανώμενοι από πόλη σε πόλη, έχαναν αναγκαστικά το αίσθημα της πατρίδας, τόσο ένθερμο και τόσο έντονο στις καλές στιγμές της πατριαρχικής οικογένειας, για να διατηρήσουν μόνο το αίσθημα της ιδιοκτησίας, που παλαιότερα συγχέονταν με την αγάπη για τη χώρα· γιατί τότε κάποιος είχε χώρα μόνο υπό τον όρο της κατοχής μιας κληρονομιάς. Συνενώθηκαν σε όλη την Ελλάδα και έκαναν κοινή υπόθεση ενάντια στους δημαγωγούς, που συνήθως δεν μετέφεραν την επανάσταση πέρα από τα όρια της επικράτειας της πόλης τους. Οι γαιοκτήμονες για να τους νικήσουν κάλεσαν πρώτα τους Μακεδόνες και μετά τους Ρωμαίους. Ήταν η γαιοκτημονική αριστοκρατία, ήταν οι ιδιοκτήτες που παρέδωσαν την Ελλάδα στους βαρβάρους, όπως έλεγαν τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους. Οι τελευταίοι υπερασπιστές της ελληνικής ελευθερίας ήταν οι δημαγωγοί: ο Κριτόλαος και ο Δημοσθένης, και μόνο «στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας συνάντησαν κάποια κατάλοιπα πατριωτισμού και αυταπάρνησης» (σελ. 632). Η ιδιοκτησιακή αριστοκρατία χάρηκε για την ήττα τους και επικρότησε την τελική νίκη της Ρώμης το 146 π.Χ.
Οι ιδιοκτήτριες τάξεις στην αρχαιότητα, όπως και στη σύγχρονη εποχή, πάντα πρόδωσαν τη χώρα τους για να διατηρήσουν τα άδικα προνόμιά τους. Η γαλλική αριστοκρατία κάλεσε τις ξένες δυνάμεις για να συντρίψουν την αστική επανάσταση του 1789 και η αστική τάξη του 1871 προτίμησε να παραδώσει το Παρίσι στον Μπίσμαρκ παρά να μοιραστεί την εξουσία με τους επαναστάτες: «Καλύτερα οι Πρώσοι παρά οι προλετάριοι!» Ο κ. Θιέρσος, γνωστός ως «ο πατέρας της χώρας», ικέτευσε και έλαβε τη βοήθεια του Μπίσμαρκ για να νικήσει το Παρίσι της Κομμούνας και να κόψει το λαιμό των στρατιωτών της. Ο Μπίσμαρκ το ομολόγησε και όλες οι καπιταλιστικές εφημερίδες κατέγραψαν την ομολογία, χωρίς λέξη διαμαρτυρίας (βλέπε Le Temps της 19ης Μαΐου 1890, σελίδα 2, στήλη 4)».
Σημειώσεις
1. Βρώμικες τέχνες, τέχνες των φτωχών (λατινικά στο κείμενο).
*Κεφάλαιο από το δοκίμιο του Λαφάργκ «Η καταγωγή της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα», σελ. 139-143.
Πληροφορίες: Εκδόσεις Εύμαρος, Ελευθερίας 2, Ταύρος, 177 78, evmarosart@gmail.com, τηλ. 6984911622.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου