16.11.23

Ευάγγελος Αυδίκος, “Δρολάπι”, εκδ. Εστία 2023 (γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος)


Έ
να κοράκι σε τόπο ρημαγμένο

 Έχει πει ο Χούλιο Κορτάσαρ σε διάλεξή του στο City College της Νέας Υόρκης, τον Απρίλιο του 1980: «Η λογοτεχνία συνιστά πάντοτε μια έκφραση της πραγματικότητας, όσο φαντασιώδης κι αν είναι· και μόνο το γεγονός ότι κάθε έργο τέχνης έχει γραφτεί σε μια συγκεκριμένη γλώσσα το τοποθετεί εξαρχής και αυτομάτως σε ένα καθορισμένο πλαίσιο, ταυτόχρονα δε το διαχωρίζει από άλλες

πολιτισμικές περιοχές, ενώ τόσο το θέμα όσο και οι ιδέες και τα συναισθήματα του συγγραφέα συμβάλλουν στο να εντοπίσουμε ακόμη καλύτερα αυτή την αναπόφευκτη επαφή ανάμεσα στο γραπτό έργο και στην πραγματικότητα που το περιβάλλει».

Αν διαβάσουμε σε αυτό το πλαίσιο το Δρολάπι, θα διαπιστώσουμε ότι ο συγγραφέας με το έκτο του μυθιστόρημα περισσότερο θέτει ερωτήματα στον αναγνώστη παρά απαντά στις απορίες του. Περισσότερο κεντρίζει την περιέργειά του και διανοίγει την ευαισθησία του σε νέες προοπτικές της πραγματικότητας. Επικαλούμαι ξανά τον Κορτάσαρ: «Πολλές φορές το να βρεις μιαν απάντηση είναι λιγότερο σημαντικό από το να έχεις αξιωθεί να ζήσεις σε βάθος το ερώτημα, να βαδίσεις εναγωνίως πάνω στα ίχνη που συνήθως αφήνει μέσα μας». Το Δρολάπι, μυθιστόρημα συναρπαστικής πλοκής που κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία του σελίδα, στηρίζει τον μύθο του πάνω σε δύο καταστροφές. Το αυτοκινητικό δυστύχημα στην Ασπροβάλτα και την κατάρρευση του μεγαλύτερου μονότοξου γεφυριού των Βαλκανίων, του γεφυριού της Πλάκας, που χτίστηκε από τον Κώστα Μπάκα και το μπουλούκι του, το 1866, γεφύρι που αποτελούσε «σύνορο» κι εκεί λειτουργούσε το τελωνείο της Ελεύθερης Ελλάδας με τη σκλαβωμένη Ήπειρο.

Η πρώτη τραγωδία αφήνει χωρίς μνήμη, άρα χωρίς ταυτότητα, δύο ανθρώπους, την Αρσινόη και τον Λυσίμαχο/Μάχο, όπως οι υπόλοιποι τους ονόμασαν. Η δεύτερη καταστροφή, τον Φλεβάρη του 2015, σηματοδοτεί την απώλεια ενός ιερού μνημείου, του σημείου αναφοράς της Πλάκας των Τζουμέρκων αλλά και ολόκληρων των Βαλκανίων, άρα συνιστά το σύμβολο μιας ασυνέχειας, μια τομής στον ιστορικό χρόνο. Επινοημένη η πρώτη τραγωδία, πραγματική η δεύτερη. Η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος στο τέλος ανακαλύπτουν την αληθινή τους ταυτότητα – Κοινωνιολόγος η πρώτη, Μουσουλμάνος ευκατάστατος ο δεύτερος – και το γιοφύρι τελικά ξαναχτίστηκε. Ο συγγραφέας, ωστόσο, μέχρι το τέλος αναρωτιέται, όπως και ο αναγνώστης, αν τελικά αρκεί η αναστήλωση της μνήμης για να αποκτήσουν οι άνθρωποι αλλά και ο τόπος τη νέα τους ταυτότητα, από τη στιγμή που η έλευση του Κακού προκαλεί ανεπανόρθωτα τραύματα στην ψυχή, με συνέπεια οι άνθρωποι να ματαιοπονούν όταν επιχειρούν να αναβιώσουν το παρελθόν, αλλά και να διστάζουν να δημιουργήσουν ένα νέο πλαίσιο διαβίωσης.

Τα έξι πρόσωπα που ξετυλίγουν τη δράση τους στις 290 σελίδες της μυθοπλασίας είναι χαρακτήρες σφαιρικοί και ολοκληρωμένοι, κάποιους από τους οποίους τους συναντάμε και στα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, κι αυτό είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ο Κριστ έρχεται από την Οδό Οφθαλμιατρείου και ο πατέρας της Μίκας είναι ο πολιτικός πρόσφυγας από το έργο Η κίτρινη ομπρέλα, που στο τέλος της ζωής του επιστρέφει για να ταφεί στο γεφύρι της Πλάκας. Ακόμα και η Παργινόσκαλα προέρχεται από τις Τελευταίες πεντάρες. Πρόσωπα που μέσα στην οικονομική κρίση που τσάκισε ταυτότητες και βεβαιότητες, επανέρχονται διεκδικώντας νέες ταυτότητες και νέους ρόλους. Ο Λυσίμαχος καθηλωμένος στο αναπηρικό αμαξίδιο, ο Κώστας άστεγος, η Ρήνα απολυμένη δημοσιογράφος, η Αρσινόη χωρίς μνήμη – πρόσωπα που στροβιλίζονται στη δίνη της δικής του περιπέτειας το καθένα, χωρίς ωστόσο να χάνουν την ελπίδα να βγουν από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται.

Ωστόσο, νομίζω ότι ο προσεκτικός αναγνώστης θα στρέψει αλλού την προσοχή του. Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι το κοράκι (ο Αίσωπος) της Αρσινόης, η κατσικούλα του Κώστα που της έφτιαξε ξεχωριστό γρέκι δίπλα από το σπίτι, τα ορμητικά νερά του Άραχθου που καταπίνουν το γιοφύρι, το δρολάπι, τα σκόρδα του σαραντάχρονου αγρότη Χρυσοβαλάντη στη Νέα Βύσσα του Έβρου που νιώθει ότι η Αθήνα έχει ξεχάσει τον τόπο του τον καρφιτσωμένο με μια πινέζα στον χάρτη, τα βότανα και τα αγριολούλουδα του Γερμανού βοτανολόγου Μπερτ. Τα στοιχεία της φύσης που όταν αγνοούμε τη δύναμη της ψυχής τους, παίρνουν την εκδίκησή τους.

Οι πίδακες του νερού έβγαζαν γλώσσα, ήταν η ώρα τους να δώσουν τη δική τους απάντηση στην αιώνια διαμάχη της φύσης με τον άνθρωπο, που νόμιζε πως μπορεί να κερδίσει τη μάχη. Η φύση καραδοκεί, ξέρει να κάνει υπομονή, γνωρίζει πως οι άνθρωποι είναι αλαζόνες, θα εντοπίσουν τα κενά και τότε θα επιχειρήσουν την επίθεσή τους.

Οι χτυπημένοι από την οικονομική κρίση άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο στη φύση και στην τέχνη, εκεί όπου μπορούν να συναντήσουν το Ωραίο και να ξαναχτίσουν με τα δικά του υλικά μια καινούρια ταυτότητα, απαλλαγμένοι από τα βαρίδια και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος που μας κάνουν να βλέπουμε στο πρόσωπο του Άλλου τον εχθρό/κοράκι. Άλλοι θα καταφέρουν να περάσουν τον Ρουβίκωνα και άλλοι θα γυρίσουν στις παλιές και δοκιμασμένες συνταγές της «πράσινης» αυτή τη φορά ανάπτυξης και της μικροαστικής σιγουριάς που προσφέρει η διαχείριση ενός ξενώνα. Η Αρσινόη παρηγοριέται από την αναπάντεχη συντροφιά που απλόχερα της δίνει ένα κοράκι (η προβολή του εαυτού της) και τα βιβλία που ανακαλύπτει, ενώ ο Κώστας – ο άνεργος και άστεγος δικηγόρος – κάνει μια νέα αρχή με τη συντροφιά μιας κατσικούλας και με τα μολύβια του που ζωντανεύουν τα δέντρα («Η στροφή του στα μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής έδωσε μορφή στον ψυχισμό του»). Και ο Χρυσοβαλάντης επιμένει να μη φύγει από τον Έβρο και τη γη του που θρέφει με τα σκόρδα της την οικογένειά του.

Απολαμβάνοντας τις σελίδες του βιβλίου με τη διπλή παρουσία της φύσης, την ειρηνική και την πολεμική, μού ήρθε στο μυαλό ο Αμερικανός συγγραφέας και νατουραλιστής φιλόσοφος Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ο οποίος έγραψε: «Λες και με τη γέννησή μας αποκοβόμαστε από τα πράγματα, λες και ξεπετιόμαστε από το έδαφος κόβοντας τη φύση σαν σφήνα, και μόνο όταν γιάνει το τραύμα και χαθεί η ουλή, αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε πού βρισκόμαστε και ότι η φύση είναι μία και ενιαία παντού». Σ’ αυτή την ανεπαίσθητη ρωγμή, σ’ εκείνη τη λακκούβα όπου έπεσε με την κατσικούλα του ο Κώστας, ο άνθρωπος μπορεί να επανεφεύρει τον χαμένο εαυτό του, το καινούριο του πρόσωπο.

Ο Αυδίκος δεν κουνάει το δάχτυλο ούτε υποδεικνύει ποιο είναι το πολιτικά ή οικολογικά ορθό. Άλλωστε, δεν είναι αυτός ο ρόλος της λογοτεχνίας σε έναν τόπο βασανισμένο και πολλαπλά τραυματισμένο, με ορατές κάθε χρόνο τις πληγές που του προκαλούμε. Ωστόσο, δεν μένει αμέτοχος στην πιο μεγάλη πρόκληση της εποχής μας, στην πρόκληση της συνειδητοποίησης ότι -σύμφωνα και πάλι με τον Θορώ- «το σύμπαν είναι μια σφαίρα, που το κέντρο της βρίσκεται όπου υπάρχει νοημοσύνη». Γιατί τι άλλο αναζητούν ο Κώστας κι ο Χρυσοβαλάντης παρά τη νοημοσύνη, που νεράιδα τη λένε, για να πάρει τα πάνω του ο τόπος τους.

Το Δρολάπι του Βαγγέλη Αυδίκου, ίσως το πιο ώριμο μέχρι στιγμής βιβλίο του, γραμμένο με την ένταση και τη φόρτιση της μικρής φόρμας (τίποτα περιττό) αν και μυθιστόρημα, και με ποικίλες διακειμενικές διασυνδέσεις, επαληθεύει τον περίφημο αφορισμό του Γκέοργκ Λούκατς: «Το μυθιστόρημα είναι το έπος του εγκαταλελειμμένου από τον Θεό κόσμου», από τη στιγμή που κατορθώνει, με την «τσαγκαρική» μαστοριά του δημιουργού του που μία μία πελεκά τις λέξεις, να μείνει στη μνήμη του αναγνώστη και να καταφέρει ένα μη αμελητέο πλήγμα στην ανθρώπινη τυφλότητα.

https://www.poiein.gr/2023/10/26/%ce%b5%cf%85%ce%ac%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%bb%ce%bf%cf%82-%ce%b1%cf%85%ce%b4%ce%af%ce%ba%ce%bf%cf%82-%ce%b4%cf%81%ce%bf%ce%bb%ce%ac%cf%80%ce%b9-%ce%b5%ce%ba%ce%b4-%ce%b5%cf%83%cf%84%ce%af%ce%b1-20/?fbclid=IwAR1gsvlaMXfYvWg13gl1uQFGQBWcB7GGbUoB3s03h955XJILnxtqRKpTBMs

Δεν υπάρχουν σχόλια: