Συγκλονιστικές συνάφειες στον τρόπο υποδοχής των Μικρασιατών προσφύγων με τη σημερινή εποχή διαπιστώθηκαν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του συγγραφέα και δημοσιογράφου από τους ομιλητές Νικόλα Βουλέλη, Παντελή Μπουκάλα, Μανώλη Πιμπλή.
Αθήνα, Αύγουστος 1922 - Αθήνα, Αύγουστος 1923. Η Αθήνα (και όχι μόνο) έχει γεμίσει από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Αυτούς που μετέφεραν τον πολιτισμό και τις γνώσεις τους σε μια Ελλάδα που δεν ήξερε καν να πλυθεί. Κι όμως, τις γυναίκες αυτές γι’ αυτό ακριβώς τις κατηγορούσαν ως «παστρικιές»: γιατί πλένονταν. Τι έγραφαν οι εφημερίδες εκείνη την περίοδο; Είναι αλήθεια πως μία από αυτές έγραψε ότι οι πρόσφυγες πρέπει να φορούν διακριτικό σήμα στα ρούχα τους, ώστε να τους αναγνωρίζουν από μακριά οι Αθηναίοι και να μην τους πλησιάζουν;
Αυτά είπε, μεταξύ άλλων, ο Παντελής Μπουκάλας, δημοσιογράφος και συγγραφέας, κατά την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιάννη Σιώτου «Μάνα Πατρίδα, Κακιά Μητριά» (κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε σκληρόδετη έκδοση από τον Καστανιώτη). Ο συγγραφέας, γραφιάς για οικονομικά και πολιτικά θέματα, καταπιάστηκε με ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα για περισσότερα από τέσσερα χρόνια: έψαξε να βρει την αλήθεια για το πώς φερθήκαμε τότε στους ξεριζωμένους εκείνους, εξαιρετικά πολιτισμένους ανθρώπους.
Και «έκανε μια εκπληκτική δουλειά, διαβάζοντας τα φύλλα επτά εφημερίδων από το 1920 έως το 1925, δηλαδή πάνω από 10.000 τεύχη, κρατώντας λεπτομερειακές σημειώσεις. Τις έχω δει και έχω μείνει άναυδος με την υπομονή του. Και μετά διασταύρωσε τα στοιχεία του, ψάχνοντας τα αρχεία της Βουλής, επιστημονικές έρευνες, στατιστικές, ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, ενώ αξιοποίησε και το αρχείο του γνωστού συλλέκτη Μίμη Χριστοφιλάκη», όπως είπε ο δημοσιογράφος και επί 10 χρόνια διευθυντής της «Εφ.Συν.» Νικόλας Βουλέλης, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο συναρπαστικό, καλογραμμένο, που δίνει την πραγματική εικόνα των γεγονότων της περιόδου.
Γιατί η είδηση ενός μικρού αγοριού, προσφυγόπουλου από τη Σμύρνη, που βρέθηκε γυμνό και πνιγμένο στα βράχια του Πειραιά δημοσιεύτηκε τότε ως ένα μονοστηλάκι μόλις 45 λέξεων, ενώ η υπόλοιπη εφημερίδα ήταν αφιερωμένη στο πώς πέρασε ευχάριστα τη βραδιά του γνωστός εφοπλιστής της εποχής, που μάλιστα έστησε και ένα τεράστιο χρηματιστηριακό σκάνδαλο;
Γιατί οι Αθηναίοι «αστοί» συνέχιζαν απρόσκοπτα τα μπάνια τους εκείνον τον Αύγουστο, αδιαφορώντας πλήρως και ξεδιάντροπα για το δράμα αυτών των ανθρώπων; Και γιατί η καλή κοινωνία της εποχής πήγαινε στο λιμάνι μόνο και μόνο για να «ψαρέψει» φτηνούς εργάτες και πλύστρες, με τους μαγαζάτορες να πουλάνε ακριβότερα στους πρόσφυγες τα προϊόντα τους; Τι έγινε με το περίφημο Προσφυγικό Δάνειο που πήρε τότε η χώρα για να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους; Είναι όλα αυτά Ιστορία; Και πώς γίνονται μυθιστορία;
Αυτά αναρωτήθηκε, δίχως ωστόσο αναρώτηση καμία, ο επίσης δημοσιογράφος, συγγραφέας και επί χρόνια διευθυντής της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, Μανώλης Πιμπλής, ο τρίτος εκ των ομιλητών της βραδιάς, για το βιβλίο του Γ. Σιώτου. Που μας άναψε φωτιές. Γιατί ο συγγραφέας «δίνει μία εξαιρετική περιγραφή και του πολιτικού κλίματος της εποχής - ούτε εγώ ήξερα πως υπήρχαν Ελληνες που πουλούσαν όπλα και στον Κεμάλ τότε».
Πόσο στ’ αλήθεια μη σύγχρονο είναι όλο αυτό; Πόσο μη δικό μας σήμερα, τώρα, 100 χρόνια μετά από τότε; Ναι, «είναι από τα δυσκολότερα το ζήτημα σκληρή Ιστορία και λογοτεχνία» όπως συνέχισε ο κ. Πιμπλής, ωστόσο αν είσαι καλός γραφιάς και καταπιαστείς με ζήλο («κάνοντας πραγματικά έναν άθλο» όπως είπε ο Ν. Βουλέλης) και είσαι ο Γ. Σιώτος επί του προκειμένου, τότε κάνεις λογοτεχνία-ντοκουμέντο. «Δεν έκρυψα τίποτα. Δεν απέκλεισα τίποτα. Το Προσφυγικό Δάνειο μου θύμισε τα μνημόνια και εξοργίστηκα γιατί οι περισσότεροι γραφιάδες το παρουσιάσουν (το Δάνειο) ως “μάννα εξ ουρανού” και σκέφτηκα: Ετσι θα παρουσιάζουν και τα μνημόνια κάποτε;».
Θέλει αρετή και τόλμη η αλήθεια. Ο Γιάννης Σιώτος μάς δίνει την αλήθεια της εποχής αφτιασίδωτη, μα και μυθιστορηματική (με δομή, πλοκή, συναίσθημα, έρωτα). «Εχοντας ως σταθερή πυξίδα», όπως είπε ο Ν. Βουλέλης, «τη βαθιά πεποίθηση πως οι εξουσίες δίνουν πάντα -τότε και τώρα- απαντήσεις ή λύσεις με τον ίδιο τρόπο: ευνοώντας τους λίγους, τους κατέχοντες, τους ολιγάρχες και αδικώντας, καταπιέζοντας ή ακόμη και τσακίζοντας τους πολλούς, τους φτωχούς, που τότε ήταν, πρώτα και κύρια, οι πρόσφυγες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου