13.11.23

(Αντί επιλόγου αντίδωρον) Των μολυβιών ο φωσφορίζων δωρητής


Γράφει ο Τάσος Μαδαμόπουλος
Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος «Οικογενειακή Ρίζα 70», εκδ. Έναστρον 2023 
 Όταν πριν λίγες μέρες μου ζητήθηκε να παρουσιάσω το βιβλίο του Κ.Χ. Λουκόπουλου, Οικογενειακή Ρίζα 70, είχαν ήδη γραφεί και δημοσιευθεί αρκετές σοβαρές βιβλιοπαρουσιάσεις και κριτικές, όλες εγκωμιαστικές. Να πω την αλήθεια κολακεύτηκα και χωρίς να το καλοσκεφτώ δέχτηκα αμέσως την τιμητική πρόταση. Μετά από λίγο είχα αγχωθεί! Τι θα μπορούσα να προσθέσω εγώ σε όσα έχουν ήδη υπογραμμισθεί στις τόσες εμβριθείς αναλύσεις; Εγώ που δεν έχω δοκιμασθεί ιδιαίτερα στο έργο του βιβλιοπαρουσιαστή και ελάχιστα στου κριτικού; Σημειωτέον παραθέριζα χωρίς τον υπολογιστή μου, χωρίς το βιβλίο του Λουκόπουλου και βυθισμένος σε έναν βαθύ μεταδεκαπενταυγουστιάτικο λήθαργο. Ευτυχώς ανακάλυψα ένθετες στο τετράδιο εργασιών μου μερικές σελίδες πρόχειρων σημειώσεων από την πρώτη – προ της δημοσίευσής του – ανάγνωση του βιβλίου που μου είχε εμπιστευθεί ο Κωνσταντίνος· και άρχισα να δουλεύω με αυτές. Η αγάπη και η ευγνωμοσύνη βέβαια δεν αρκούσαν για το δύσκολο αυτό έργο και η ανησυχία μου με καθήλωνε αντί να με ενεργοποιεί. Έτσι, κακοκοιμήθηκα την πρώτη νύχτα. Ανάμεσα στα πολλά όνειρα που είδα είδα και ένα ξεχωριστό τόσο σημαδιακό και συμβολικό που ποτέ δε θα το ξεχάσω. Παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας το φανερώσω έστω ανορθόδοξα, υπό το φως των άστρων, καταχρώμενος την υπομονή σας. Το όνειρο προβαλλόταν σε δύο ενωμένες οθόνες ίδιων διαστάσεων σαν ταινία που προέκυψε από συγκόλληση κατά μήκος δύο ταινιών, μιας έγχρωμης και μιας ασπρόμαυρης. Ήταν δηλαδή δύο ταινίες σε ταυτόχρονη παράλληλη προβολή. Στην πρώτη έγχρωμη οθόνη αμέσως αναγνώρισα το περιβάλλον της «στέρνας του Νοδάρα» από την ομώνυμη ιστορία της οικογενειακής ρίζας 70 και μάλιστα τη δυτική πλευρά, εκεί όπου ο Μιλτιάδης είχε κρεμάσει την πλεγμένη, με κληματσίδες και άχυρα, αιώρα του. Ώρα δειλινού. Πάνω από τα χρυσοπράσινα νερά της στέρνας στο ενύπνιο αιωρούνται, χωρίς να κρέμονται από πουθενά, μία σειρά από μεταλλικές βάρκες όπως στα πανηγύρια της δεκαετίας του ’50. Κινούνται μπρος-πίσω ρυθμικά χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος και χωρίς να ανοίγονται προς κάποιο πέλαγος επειδή το όνειρό μου τους απαγορεύει τον απόπλου (όπως του Κάτω Κόσμου «η Ξερολιθιά», στην αντίστοιχη ιστορία της Οικογενειακής Ρίζας δεν επέτρεπε το διάβα του νεκρού έφιππου Κωστάκη Λαδά, παππού του παπά Σταύρου Καλογερή, που τον έβλεπε συχνά στα οράματά του να καλπάζει αμετακίνητος.) Διακρίνω τους περισσότερους από τους εύθυμους ταξιδιώτες· είναι όλοι γνωστοί μου. Τον Όμηρο της Νέκυιας, της μνηστηροφονίας και των μαχών περί το Ίλιον, τον Λουκιανό των «Νεκρικών Διαλόγων», τον Ντάντε του «Καθαρτηρίου» και της «Κόλασης», τον Στήβενσον, τον Πόου, τον Μοπασάν, τον Μπόρχες, του Κασσάρες, τον Μάρκες, τον Σουλτς, τον Μαγκρίτ και τον Χανς Αρπ, τον Μπονιουέλ και τους Ταβιάνι, τον Παρατζάνωφ, τον Κουροσάβα, τον Μπέργκμαν, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Σαχτούρη, τον Πετζίκη, τον Γονατά, τον Σινόπουλο, τον Χάκκα, τον Καχτίτση, τον Παπαδημητρακόπουλο και από τους νεότερους τον Χαρπαντίση των «Εξοχών των Νεκρών», τον Γκουρογιάννη των «Διηγήσεων Παραφυσικών Φαινομένων», τον Κοψαχείλη της «Δρακοντιάς» και μερικούς ακόμα που δεν τους θυμάμαι, αλλά ίσως να τους θυμηθώ αργότερα. Κινούνταν οι βάρκες μπρος πίσω, πίσω μπρος, από το παρελθόν προς το παρόν και από το παρόν στο μέλλον και ύστερα πάλι στο παρόν… ρυθμικά, αθόρυβα, σαν να έπαιρναν φόρα για να πετάξουν μαζί με τους επιβαίνοντες προς την αιωνιότητα, ή σαν να γύριζαν χαρούμενοι από εκεί, αλλά όλο το ανέβαλαν. Να κι ο Λουκόπουλος στην αιώρα του Μιλτιάδη, λικνίζεται και ξύνει με τον σουγιά του Μένιου τεράστια μολύβια. Ετοιμάζεται, σκέφτηκα, για τη συγγραφή ενός επόμενου, πολυσέλιδου, σπονδυλωτού μυθιστορήματος, μαγικής ηθογραφίας. Στη διπλανή ασπρόμαυρη οθόνη αχνοφαίνεται, σε υποφωτισμένο προτάφιο κελί, ο Μπέκετ στον ρόλο του ήρωα Μαλόν, όπως μας τον ξεδιπλώνει στο μυθιστόρημα του «Ο Μαλόν πεθαίνει». Ο Μπέκετ – Μαλόν, υπέργηρος ημικλινής στο ρυπαρό στρώμα του, ανάπηρος από τη μέση και κάτω, παιδεύεται κάτι να γράψει στο οπισθόφυλλο ενός χιλιογραμμένου και τσαλακωμένου τετραδίου, με τη μύτη ενός μολυβιού που έχει πλέον λιώσει, τόσο ώστε μόνο κρατώντας τη σφιχτά με τα νύχια του δείκτη και του αντίχειρα να μπορεί, υποτυπωδώς, να χρησιμοποιηθεί. Εν τω μεταξύ κάθε κίνηση έχει σταματήσει στην έγχρωμη οθόνη και οι επιβαίνοντες έχουν κοκαλώσει με καρφωμένα τα αυστηρά βλέμματά τους στον Λουκόπουλο. Ξαφνικά ο επιτηρούμενος πηδά σα ζαρκάδι από την αιώρα του και αφήνοντας τις ρίζες της γραφής του, τους ομότεχνούς του καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές, διανοητές, εμβρόντητους, περνά στη σταχτιά οθόνη με το κελί του Μπέκετ διατηρώντας ωστόσο λαμπερά τα χρώματα στις φωσφορίζουσες τιράντες του που φωτίζουν αρκετά το χώρο, πλησιάζει τον προσηλωμένο στο έργο του συγγραφέα, γέρνει από πάνω του και, ευγενικός όπως πάντα, τον ρωτά: – Εσύ δάσκαλε γιατί γράφεις ακόμη; δανειζόμενος και διασκευάζοντας τη διερώτηση του Μαλόν. Ο Μπέκετ χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του απαντά διασκευάζοντας κι αυτός – Μα νέε μου για να ξέρω που έχω φτάσει Για να ξέρεις πού – έχεις- φτάσει. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος Ο Κωνσταντίνος εννοεί, αναπηδά χαμογελαστός και από τη δεύτερη οθόνη αποθέτοντας προηγουμένως ένα από τα αείζωα μολύβια του στο σεντόνι του Μπέκετ για να έχει να γράφει μέχρι “κάποτε επιτέλους να πεθάνει εντελώς”, όπως εύχεται και ο Μαλόν, και προσγειώνεται στην κρεβατοκάμαρά μου. Με κεντάει με τη μύτη ενός άλλου μολυβιού του και μετά αφού το σπρώξει απαλά κάτω από το μαξιλάρι μου, (εκεί ακριβώς όπου ο πατέρας μου, πριν φύγει για τη δουλειά του χαράματα συνήθιζε να μου μισοκρύβει το δεκάρικο μία ξεχωριστή μέρα σχολικής εκδρομής) γίνεται άφαντος. Χιόνι πέφτει τώρα και στις δύο οθόνες μα με υπόκρουση εξελισσόμενης καταιγίδας που με ξυπνά. Ανοίγω τα βλέφαρα μου. Ασυνήθιστη ευεξία και ευφορία πρωί-πρωί που τις ενισχύει η μυρωδιά του φρεσκοξυσμένου μολυβιού. Έχοντας πλήρως στερεωμένη μέσα μου πλέον την αποτίμηση για την Οικογενειακή Ρίζα 70 του Λουκόπουλου, για το πού έχει φτάσει και πού μας υπόσχεται να φτάσει ο φίλος μου, ξεθαρρεύω και τολμώ, γράφοντας για εκείνον, να μάθω πού έχω φτάσει και εγώ. Κρατώ εξάλλου τώρα, στα δάχτυλά μου, ένα από τα μαγικά μολύβια του. Ελπίζοντας ότι ο σπόρος του μαγικού δεν εκφυλίζεται σαν τους κλώνους των ιών καθώς περνά από γενιά σε γενιά γραπτών δημιουργημάτων, κάτι που σίγουρα θα οδηγούσε στην απομάγευση των αναγνωστών αργά ή γρήγορα και στην επιστροφή στην κανονικότητα μιας αποστειρωμένης πραγματικότητας, αλλά αντιθέτως ότι διανοίγει προοπτικές καινούργιων μεταλλάξεων εμφυτευμένος σε γόνιμα – αν και γερασμένα – υποκείμενα, αφιερώνω το παιγνιώδες πειραματικό κείμενό μου, ως δείγμα τριτογενούς, αμφίβολου λογοτεχνικά δημιουργήματος, στον Κωνσταντίνο που με ενέπνευσε._ 
 * Το κείμενο διαβάστηκε ως επίλογος στην παρουσίαση του βιβλίου του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου, Οικογενειακή Ρίζα 70, εκδόσεις Έναστρον 2023, στο 51ο φεστιβάλ βιβλίου της Αθήνας στο Πεδίο του Άρεως, στις 05 Σεπτεμβρίου του 2023.

Δεν υπάρχουν σχόλια: