Δεν ήμουν άλλος ένας αριθμός, ήμουν μαζί τους, μα δεν ήμουνα δικός τους
Ήμουν και θα είμαι μόνος ζωντανός στη μνήμη τους ή ξεχασμένος.
ΜΠΑΥΡΟΝ, ΤΣΑΙΛΝΤ ΧΑΡΟΛΝΤ, άσμα III, CXIII
Ορισμένα πράγματα καθορίζουν – κάποτε σε αποφασιστικό βαθμό – την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και τον χαρακτήρα του δημιουργού. Πρώτα η καταγωγή.
Ο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα [στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, και ανήκε σε μια πολύ φτωχική οικογένεια]. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Βιζυηνού.
Δεύτερο: έζησε αρκετά χρόνια και σπούδασε εκτός Ελλάδος: Λευκωσία της Κύπρου, Κωνσταντινούπολη [Θεολογική Σχολή της Χάλκης], ενώ σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ψυχολογία στη Γερμανία. Μιλούσε άπταιστα τουλάχιστον δύο ευρωπαϊκές γλώσσες: γερμανικά, γαλλικά. Πράγμα που τον απομάκρυνε αν δεν τον απέκλεισε από το αθηναϊκό φιλολογικό κατεστημένο. Ήταν λόγω καταγωγής ένθερμος πατριώτης και λόγω της παραμονής του στην Εσπερία κοσμοπολίτης.
Πέρα από τα ποιήματα και τα επιστημονικά [φιλοσοφικά ψυχολογικά] συγγράμματα θεωρείται ο εισηγητής του ψυχογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ήταν απρόθυμος να ενταχθεί σε μια κοινωνία κι ένα σινάφι που ούτως ή άλλως τον υπέβλεπε, τον αγνοούσε, δεν τον κατανοούσε, τον φθονούσε και τον λοιδορούσε. Εξ ιδιοσυγκρασίας δεν αποδεχόταν την πραγματικότητα των κοινών θνητών ούτε τη νοοτροπία τους.
Στην Αθήνα εξαιτίας της φτωχικής του καταγωγής αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και χλεύη από του φιλολογικούς κύκλους της εποχής. Είναι τέτοιο το πλήγμα που δέχεται ο ψυχισμός του ώστε γράφει στον μέντορά του Ηλία Τανταλίδη: «Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον»!
Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν – Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. –
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ᾿ ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι᾿ ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ ῾πεθάνουν
κι᾿ ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.
Ἀγάπησε καὶ τ᾿ ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι᾿ ἂν πάθῃ.
Μ᾿ ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…
Ἄν φταίγω τ᾿ ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.
Δὲν ἤξερα πῶς τ᾿ ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!
Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ ῾πάγω ῾κεῖ ῾ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…
Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν᾿ ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»
Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι᾿ ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ᾿ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.
Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ᾿ ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!
Σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου