4.11.23

Για τις «Βροχές Βερμίου» του Θανάση Μαρκόπουλου – γράφει ο Τάσος Καλούτσας


Θανάσης Μαρκόπουλος, Βροχές Βερμίου, Μελάνι, Αθήνα 2023.

Ο ποιητής Θανάσης Μαρκόπουλος, που γεννήθηκε στα Κρανίδια Κοζάνης και ζει στη Βέροια, επιλέγει αυτή τη φορά να κοσμήσει το εξώφυλλο της ένατης ποιητικής συλλογής του με την εικόνα του Βερμίου, της επιβλητικής οροσειράς με την πλούσια χλωρίδα και πανίδα που εκτείνεται σε τρεις

νομούς (Ημαθίας, Πέλλας και Κοζάνης) και φημίζεται για τις φυσικές ομορφιές της. Συνήθως το εξώφυλλο σχολιάζει το περιεχόμενο του βιβλίου, όπως περίπου ο τίτλος στο κείμενο. Κι εδώ η φωτογραφία του βουνού σε θαμπό βροχερό φόντο φορτίζει συναισθηματικά τη συλλογή, υποβάλλοντας μια απροσδιόριστη μελαγχολία σε ανταπόκριση και με τον τίτλο της (Βροχές Βερμίου) αλλά και σε στοχαστική συνάφεια με το ποίημα που την ανοίγει. Στο ποίημα αυτό αντιπαραβάλλονται η άφθαρτη στερεότητα του ψηλού βουνού και η μακραίωνη ανθεκτικότητα της σιωπηλής ύπαρξής του, συγκριτικά με την ευθραυστότητα τής χρονικά περιορισμένης ανθρώπινης παρουσίας («Το βουνό»).

Το βουνό προφανώς είναι αθάνατο και απόμακρο, ενώ το ευάλωτο ποιητικό υποκείμενο, έχοντας υποστεί την πίεση του χρόνου που συνεπιφέρει ανεπίστροφες φθορές, υπομένει πλέον με δυσφορία τις «εκπτώσεις της ηλικίας». Δυσκολεύεται συναισθηματικά να προσαρμοστεί στη νέα συνθήκη.

Δεν το περίμενα πως θα κατέληγα εδώ
στον έσχατο εξευτελισμό
να κείτομαι κουφάρι στις όχθες του ποταμού
να χαίρομαι που εκπίπτουν τ’ άσπρα μαλλιά μου
τις χάρες ν’ αποδέχομαι του σεβασμού ασμένως
το στίγμα της ταπείνωσης
εγώ που τόσο απεχθανόμουν
τον οίκτο των άλλων

Διατηρώντας τη βαθιά πίστη του στις βασικές αξίες της ζωής, ο Θ.Μ. εξακολουθεί να αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο δυνατά συναισθήματα, κυρίαρχα στα ανθρώπινα πλάσματα, όπως η αγάπη και η τρυφερότητα, η φιλία, ο έρωτας, ο σεβασμός προς τους ανιόντες (αν και τον θεωρεί κάτι «ταπεινωτικό», τον αποδέχεται ασμένως), να μας θυμίζει τέλος με θαυμαστό τρόπο ότι υπάρχει η γυναικεία ομορφιά, που μπορεί να προσωποποιείται με την άνοιξη, τον ήλιο, την αυγή («Κορίτσι στο μπαλκόνι»), όμως δεν διστάζει και να καταγγείλει, με αιχμηρή γλώσσα, την έλλειψη γνησιότητάς τους, όπου την εντοπίζει:

Δεν είσαι αλλιώτικη κορίτσι μου
μια πόλη από λεύκες
ένα κακέκτυπο είσαι ψευδώνυμο
δέρμα βαμμένο είσαι
κομμένο και ραμμένο
στα μέτρα της αυταρέσκειας
(«Το κακέκτυπο»)

Όσο σκληρή γίνεται η έκφρασή του σε ό,τι φαντάζει επίπλαστο στα μάτια του και άγονο τόσο εξομολογητικά τρυφερή και σχεδόν αποφθεγματική αποτυπώνεται στα θέματα που βαθιά τον συγκινούν

Τους αγαπώ τους φίλους μου
……………………………

ακούω να δακρύζουν στη μνήμη τους
αγάπες και όνειρα του άλλου καιρού
…………………………….

είναι πλευρό δικό μου
είμαι κι εγώ δικό τους

Οι φίλοι είναι η νιότη μου

Ο «άλλος καιρός» –ή αλλιώς ο χρόνος που κύλησε ανεπιστρεπτί– περιείχε όλα εκείνα τα θετικά στοιχεία που συνιστούσαν τη δύναμη και την αλκή της νιότης και προπάντων ήταν αναγκαία για τη στερέωση των ανθρώπινων σχέσεων, όπως η αγάπη και τα όνειρα. Καθώς η μνήμη του πυροδοτείται με την ανάμνηση του έρωτα, το ποιητικό υποκείμενο μεταβάλλεται σε οδοιπόρο της νοσταλγίας

Μου θύμισες τις ανέμελες μέρες
Όταν οι δρόμοι δεν είχαν γκρεμούς και καρτέρια
Το χιόνι έφτανε το πολύ ως το φράχτη
Κι εμείς ανοίγαμε τις φλέβες στον ήλιο
Κι άνθιζαν όλα τα χρώματα στις πλαγιές
Του κορμιού μας

Συνειδητοποιεί βέβαια ότι η περιδιάβαση της μνήμης του ισοδυναμεί με ματαιοπονία. Και σε αυτή την αφοπλιστική ομολογία του διακρίνεται, όπως και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, συγκρατημένος ο υπαρξιακός λυγμός του. Η ψευδαισθητική ενέργεια της νοσταλγίας δεν τον ξεγελά αφού γνωρίζει πως ταυτόχρονα νεκρώνεται η μπόρεση της πραγματικής ζωής του και τον φέρνει αντιμέτωπο με τις σκληρές αλήθειες της

Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει

Άλλωστε θα το πει ξεκάθαρα:

Μνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο

Το υπόστρωμα αυτής της ποίησης παραμένει θα έλεγα υπαρξιακό και ελεγειακό, ενώ τα φασματικά πρόσωπα των ανιόντων συγγενών (όπως και στην προηγούμενη συλλογή, Τα χαμηλά ποτάμια) επανεμφανίζονται συναιρώντας τη θλίψη αλλά και τη στοργή του ποιητή σε μια νέα εκδοχή («Το χώμα φοβόταν»). Ενίοτε πάλι, μέσα από στοχαστικά μονοπάτια που αντανακλούν τα σύγχρονα ήθη, το πνεύμα του αναζητά λύσεις που πιθανόν θα αφανίσουν οριστικά τις έγνοιες του και θα ξορκίσουν τους φόβους του

Κάλλιο λαμπάδιασμα λοιπόν
Μια χούφτα στάχτη σκόρπισμα
Και είσαι παντού και πουθενά
Κι έγνοια καμιά για τους επόμενους
Ούτε και τύψεις μάταιες

Είναι όντως δύσκολο το εγχείρημα να απαλλαγεί από την συναισθηματική βαρυθυμία του. Και παρόλο που υπάρχουν φωτεινά διαλείμματα, όπου διεκπεραιώνει τα θέματά του με λεπτή ειρωνεία και αξιοσημείωτη πολυσημία («Μαμάδες γενεθλίων», «Ατύχημα στο νεροχύτη», «Οι επίγονοι», «Βραδιά Βερμίου», «Παράπονο μεταιχμιακού ποιητή» κ.ά.), η μελαγχολία ή και οδύνη που γενικότερα διαβρέχει τις φυλλωσιές των στίχων οδηγεί κάποτε στην απόγνωση. Χαρακτηριστική η εικόνα της Ζαν Μορό μια νύχτα βροχερή που

Βγαίνει στους δρόμους
Σαν από όνειρο εφιαλτικό
Μ΄ ένα λυπημένο σαξόφωνο σεκόντο
Κι έναν ψίθυρο απόγνωσης
Στα ορφανά της χείλη

Για να προκαλέσει άμεσα την τραγική ομολογία της αδυναμίας μιας προσωπικής σωτήριας παρέμβασης

Και δυστυχώς εγώ
Τρόπο δεν έχω
Να κάνω τη λύπη άνοιξη
Το δάκρυ χελιδόνι
(«Η Ζαν Μορό στη βροχή»).

Η στάση του ποιητή απέναντι στη γυναίκα –που διεκδικεί κι έναν κεντρικό ρόλο στη θεματογραφία της ποιητικής του– συνοψίζεται στον στίχο του Κ. Παλαμά που παραθέτει στο ποίημα «Ομολογία πίστεως»: «Ο ποιητής για τη γυναίκα μάχεται, με τη γυναίκα πολεμά». Οι στίχοι αποπνέουν μια τρυφερότητα αλλά και μια ευλαβική αποδοχή του ερωτικού στοιχείου που έχει στον πυρήνα του έντονη τη σωματικότητα («Επιτάφιος έρως»).

Ωστόσο όσο κι αν φαίνεται ότι αφήνεται συναισθηματικά στο «έλεος της ομορφιάς» ξέρουμε πως ο τύπος της γυναίκας που προκρίνει, έχοντας πλήρη επίγνωση και του «μεταιχμιακού» του ρόλου, είναι η «χειραφετημένη», ενώ απορρίπτει, όπως είπαμε, κάθε είδους κακέκτυπο. Δεν κρύβει όμως το θαυμασμό (και σεβασμό) του και προς τον τύπο της γυναίκας που από «φωτεινό» κορίτσι μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο σε μάνα και γιαγιά με όλα τα παραδοσιακά γνωρίσματα (και τις φροντίδες) του φύλου της («Μια μάνα ανάβει τον ήλιο»). Παρεμπιπτόντως να πούμε πως οι παραδοσιακές ενασχολήσεις των ανιόντων π.χ. με τα εγγόνια, παρά τη βαρεμάρα που μπορεί να περιέχουν, καμιά φορά ισοδυναμούν με ευεργεσία εκ μέρους τους, αφού αναβάλλουν την «προβολή του θανάτου» («Πώς ο παππούς διαπλέει τη νύχτα»).

Θα άξιζε όμως να γίνει ιδιαίτερη μνεία και στην άλλη πνευματική διάσταση και ιδιότητα του, αυτή του δοκιμιογράφου και κριτικού. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος –φιλόλογος με διδακτορικές σπουδές στο ΑΠΘ– έχει στο ενεργητικό του ένα πλούσιο έργο (11 τόμοι) από μελέτες, δοκίμια και ανθολογήσεις που αφορούν Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Επειδή υπήρξε Σύμβουλος στη Μέση Εκπαίδευση και συνέβη (από δική του πρωτοβουλία) να γνωριστούμε και από κοντά, αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία. Περιστασιακά γνώρισα κι αρκετούς άλλους, ελάχιστοι ωστόσο είχαν το κύρος της δικής του προσωπικότητας και την ίδια βαρύτητα γνώμης. Θα τον τοποθετούσα στη κατηγορία εκείνης της εμβληματικής εκπαιδευτικής ομάδας που εγκαινίασε τη διαφορετική προσέγγιση και νοοτροπία στη διδασκαλία της λογοτεχνίας μας, αφήνοντας το στίγμα της στους νεότερους και την αποτελούσαν χαρισματικοί δάσκαλοι σαν τον Χριστόφορο Μηλιώνη, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Λ. Κούσουλα, Τ. Καρβέλη, Γ.Δ. Παγανό, Κ. Μπαλάσκα κ.ά. Καθόλου τυχαίο νομίζω που είναι κι ο ίδιος αξιόλογος δημιουργός, όπως κι εκείνοι, και διαθέτει σχολική πείρα που σφυρηλατήθηκε με τους μαθητές μέσα στην τάξη. Με ευσυνειδησία, ήθος, μεράκι και όραμα, στάθηκε στο πλευρό των συναδέλφων του νομού Ημαθίας, όπου οργάνωσε πολλές συναντήσεις γνωριμίας με σύγχρονους λογοτέχνες απ’ όλη την Ελλάδα με τη μέθοδο της «σεναριακής εισήγησης» όπως την έχει ονομάσει (δες το τελευταίο βιβλίο του Η λέξη της λέξης). Προσωπικά έχω αγαθές αναμνήσεις από τις επισκέψεις που πραγματοποίησα σε μερικά σχολεία της Βέροιας και της Νάουσας , όπου συνάδελφοι και μαθητές μού άφησαν εξαιρετικές εντυπώσεις με τις γνώσεις, την προθυμία και την ευρηματικότητά τους, ενώ ο ίδιος ο Θ. Μαρκόπουλος παρακολουθούσε ανελλιπώς τις διδασκαλίες μέσα στην τάξη και στη συνέχεια καλούσε τον διδάσκοντα σε συζήτηση και σχολιασμό, καταθέτοντας με εντιμότητα τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του.

Τα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής μαρτυρούν έναν ακούραστο κι εμπνευσμένο πνευματικό εργάτη που βιώνει τα ποικίλα συμβάντα της καθημερινότητας του στην επαρχία και με τη δύναμη του ταλέντου του τα μεταστοιχειώνει σε στιγμές γνήσιας αισθητικής πνοής και συγκίνησης, όπως άλλωστε το πράττει, αθόρυβα και ιαματικά από το 1982, με τη συνολική κατάθεση του ποιητικού του έργου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Giorgi Kekelidze. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: