8.4.24

«Δυναμώστε τη μουσική παρακαλώ» του Μιχάλη Μαλανδράκη


Κάλλια Παπαδάκη* 
 Το «Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ» είναι ένα μυθιστόρημα που εκκινεί in media res, διαγράφοντας έναν ολόκληρο κύκλο ζωής, ρεαλιστικά δοσμένο. 
 Ο Χάρης Αλεξιάδης, νεαρός δημοσιογράφος σε εφημερίδα, δράττεται της ευκαιρίας που του παρουσιάζεται και μεταβαίνει στην πόλη του Σαράγεβο τον Ιούνιο του 1992 για να καλύψει ως πολεμικός ανταποκριτής τις γενικευμένες εχθροπραξίες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτή είναι η πρωταρχική συνθήκη του μυθιστορήματος του Μιχάλη Μαλανδράκη «Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ» (εκδ. Πόλις), ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνει δεξιοτεχνικά την αφήγησή του, όπου ο φιλόδοξος Χάρης, μην υπολογίζοντας τη συνιστώσα του χρόνου που διαβρώνει και καθηλώνει, μαθητεύει σε αντίξοες συνθήκες στον ανθρώπινο πόνο, τον ίδιο πόνο που έχει εσκεμμένα στο παρελθόν μετά τον θάνατο της αδερφής του απωθήσει. 
 Καταμεσής του χειμώνα, σε ένα βομβαρδισμένο και αποκλεισμένο Σαράγεβο που πολιορκείται, με χαμηλές θερμοκρασίες, ελάχιστο πόσιμο νερό και τρόφιμα και εγκλωβισμένους κατοίκους που έχουν πάψει να ελπίζουν, ο Χάρης Αλεξιάδης ενηλικιώνεται απότομα. Εκείνο το οποίο αρχικά τον γοήτευσε, η περιπέτεια σε μια ξένη χώρα εν καιρώ πολέμου, δίπλα σε πεπειραμένους και ξακουστούς συναδέλφους απ’ όλο τον κόσμο, τον βυθίζει σταδιακά σε ένα ανομολόγητο πένθος και φόβο θανάτου. Δεν είναι οι καθημερινές κακουχίες οι οποίες τον λυγίζουν, ούτε οι αναμνήσεις μιας υποτιθέμενα ξέγνοιαστης ζωής στην Αθήνα, αλλά ο θάνατος που παραμονεύει παντού, σε κάθε βήμα του, στις ανάσες του, ο θάνατος που εμφιλοχωρεί στα όνειρά του και προσομοιάζει την ίδια τη ζωή στοιχειώνοντας τις πιο μύχιες σκέψεις του. 
 Ενα ιστορικό γεγονός, ευρέως γνωστό, ο βομβαρδισμός και το αιματοκύλισμα της υπαίθριας αγοράς Μαρκάλε τον Φλεβάρη του 1994, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, αποτελεί στην ουσία την κινητήριο δύναμη, το σημείο καμπής για να ξετυλιχτεί η αφήγηση σε δύο εναλλασσόμενους, τεμνόμενους δραματουργικά χρόνους, εκεί που ο Μαλανδράκης χτίζει με μαεστρία και υπόκωφη ένταση τη φρενήρη πορεία του Χάρη, ο οποίος για να καταλαγιάσει το ψυχικό τραύμα που ολοένα γιγαντώνεται, αναγκάζεται να βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, ώστε να πάψει να σκέφτεται, να κατορθώσει να ξεχάσει πως όλα άρχισαν και στη δική του ζωή με έναν θάνατο που ποτέ δεν θρήνησε, εκείνον της μικρής αδερφής του, και έκτοτε μοιάζει να τον ακολουθεί κατά πόδας. Επιστρέφοντας τάχιστα μετά τον βομβαρδισμό, με δική του πρωτοβουλία στην Αθήνα, ο πρωταγωνιστής του Μαλανδράκη δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, παραπαίοντας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ως εκ τούτου, σ’ ένα γύρισμα της τύχης αποδέχεται μια πολλά υποσχόμενη επαγγελματική πρόταση, να παρουσιάσει μια ψυχαγωγική εκπομπή με τον ομώνυμο τίτλο του βιβλίου, ένα τηλεπαιχνίδι μουσικών γνώσεων στην άκρως ακμάζουσα τότε ιδιωτική τηλεόραση, στο οποίο διαπρέπει για μία δεκαετία με υψηλά ποσοστά και ρεκόρ τηλεθέασης. Ο,τι αγγίζει γίνεται χρυσός. 
 Είναι τα χρόνια της οικονομικής και κοινωνικής ανόδου σε μια ευημερούσα Ελλάδα ενός άνδρα που δεν θέλει και δεν μπορεί να σταματήσει, ενός άνδρα που δοκιμάζει συνεχώς τα όριά του και φλερτάρει κάθε στιγμή με την αυτοκαταστροφή του. Πολύβουα πλατό, απαστράπτοντα φώτα, δημοσιότητα, πλούτος, ναρκωτικά, αλκοόλ, γρήγορα αυτοκίνητα, σχέσεις της μιας βραδιάς, απανωτά ξενύχτια και έξαλλα πάρτι. Ο Χάρης βαδίζει κυριολεκτικά προς την πτώση γιατί ο μόνος τρόπος να πάψει να κινείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αψηφώντας τις αντοχές του, είναι να τον προδώσει το ίδιο του το σώμα. Κι εκείνη η στιγμή της αμφιταλάντευσης δεν αργεί, το σώμα από καιρό νοσεί και ό,τι έχει με κόπο οικοδομήσει καταρρέει μεμιάς συθέμελα συμπαρασύροντας τον Χάρη σε μια κατακόρυφη κάθοδο. Το μέσο το οποίο τον ανέδειξε, τον παραγκωνίζει εξίσου εύκολα, και η τηλεόραση του χαρίζει μια επαγγελματική αναδρομή λιγοστών λεπτών, τον δικό του τηλεοπτικό επικήδειο σε μια καθημερινή, μεσημεριανή εκπομπή. Ανήκει πλέον σε μια εποχή που έχει παρέλθει και αποτελεί κι ο ίδιος αρχειακό υλικό. 
 Ο Μιχάλης Μαλανδράκης επιλέγει να στήσει την πλοκή του μυθιστορήματος σε δύο εναλλασσόμενους χρόνους, σε ένα παράλληλο μοντάζ βραδυφλεγούς αφηγηματικής καύσης και υψηλής συναισθηματικής έντασης. Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα διαγράφουν μια προδιαγεγραμμένη πορεία ενός ανθρώπου που δεν έχει βρει τα πατήματά του και πελαγοδρομεί σε ανούσιες σχέσεις, ενώ οι μέρες, οι εβδομάδες και τα χρόνια στο Σαράγεβο συμπυκνώνουν τον βιωμένο χρόνο που μοιάζει να διαστέλλεται δυσβάσταχτα, είναι η περίοδος μιας ιδιότυπης ενδοσκόπησης, ο Χάρης εν μέσω πολέμου μοιάζει να αναθεωρεί σιωπηλά τη ζωή του, τις μέχρι πρότινος εμπειρίες και σχέσεις του και να αναζητά να βρει το νόημα που κάθε φορά τού ξεγλιστρά. 
 Η πολύνεκρη έκρηξη στην υπαίθρια αγορά του Μαρκάλε είναι ο πυρήνας της αφήγησης, το καίριο εν προκειμένω γεγονός που καθορίζει τις μετέπειτα επιλογές του Χάρη και θέτει σε κίνηση έναν αδηφάγο μηχανισμό αυτοάμυνας, ο οποίος ωστόσο τρέφεται από τις ίδιες τις σάρκες του Χάρη, ωσάν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μόνο που ο συγκεκριμένος αφηγηματικός πυρήνας, παρότι το συναισθηματικό σημείο καμπής του πρωταγωνιστή, έρχεται δομικά στο βιβλίο σαν μια κορύφωση μιας περίτεχνα καμωμένης κλιμάκωσης, ώστε να μας επανασυστήσει τον ήρωα και να φωτίσει εκ νέου το δυσοίωνο παρόν του. 
 Το «Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ» είναι ένα μυθιστόρημα που εκκινεί in media res, διαγράφοντας έναν ολόκληρο κύκλο ζωής, ρεαλιστικά δοσμένο, η γλώσσα του κοφτή και μετρημένη, κι αν εκλείπουν οι συναισθηματικές φορτίσεις και εξάρσεις είναι γιατί οι μεταφορές ενδημούν στις παύσεις, στις άτεχνες κινήσεις και χειρονομίες των χαρακτήρων, στα λόγια που δεν ειπώθηκαν, στις ποιητικές εικόνες που σχηματίζονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Εκεί κατοικεί το συναίσθημα και θεριεύει, στις παρυφές της γλώσσας, στους υπαινιγμούς και τα μισόλογα, στα τετριμμένα που επανοηματοδοτούνται.
 Ο Χάρης είναι ένας τραγικός χαρακτήρας της διπλανής πόρτας, ένας σύγχρονος Ικαρος της τηλεθέασης, γοητευτικά καμωμένος από καθημερινά υλικά, ο οποίος συνειδητοποιεί πολύ σύντομα στη ζωή του το τίμημα μιας ξέφρενης πορείας. Δεν έχει παρά να δυναμώσει τη μουσική σ’ ένα τελικό κρεσέντο, ώστε να σιωπήσουν για πάντα οι «αδέσποτες» λέξεις και σκέψεις που τον καταδιώκουν από παιδί. 

 *Το κείμενο αφορά το περιεχόμενο της παρουσίασης της συγγραφέα και σεναριογράφου Κάλλιας Παπαδάκη στην πρόσφατη εκδήλωση που έγινε στο Βιβλιοπωλείο Καφέ «Zatopeκ», όπου παρουσία του Μιχάλη Μαλανδράκη για το μυθιστόρημά του μίλησαν επίσης ο υποψήφιος διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας Νίκος Σγουρομάλλης και ο δημοσιογράφος-μουσειολόγος Δημήτρης Τρίκας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: